Το χρονικό του εγκλήματος…
Τις πρωινές ώρες της 23ης Φλεβάρη του 1944 , ομάδα κρούσης του ΕΛΑΣ υπό τον ανθυπολοχαγό Γιώργη Κερκεμέζο από την Καμάρα Φαλαισίας, έστησε ενέδρα στη θέση Βίγλες πλησίον του Χωριού Μαλωτά. Στην ενέδρα χτυπήθηκε Γερμανική στρατιωτική δύναμη τριάντα περίπου ανδρών, οι περισσότεροι αξιωματικοί, που επέβαιναν επί αυτοκινήτων και κινιόταν στο δημόσιο δρόμο Μεγαλόπολης –Τρίπολης. Από την επιθετική ενέργεια οι Γερμανοί σκοτώθηκαν όλοι, ενώ από τους επιτιθέμενους δεν έπαθε κανένας τίποτε. Επί πλέον η ομάδα του ΕΛΑΣ πήρε λάφυρα πιστόλια, διόπτρες και άλλα στρατιωτικά είδη.
Την ίδια μέρα τα πτώματα των νεκρών Γερμανών στρατιωτών μεταφέρθηκαν στη Μεγαλόπολη. Οι σκλαβωμένοι κάτοικοι της περιοχής μετά την πρώτη χαρά για την επιτυχία των ανταρτών, πάγωσαν γιατί γνώριζαν πως αντέδρασαν οι κατακτητές σε ανάλογες περιπτώσεις, όπου ξέσπασαν σκοτώνοντας αμάχους και γυναικόπαιδα. Οι φόβοι δεν διαψεύστηκαν.
Την επομένη οι Γερμανοί πήραν από τις φυλακές της Τρίπολης 212 κρατούμενους και τους μετέφεραν στη θέση Βίγλες. Εκεί έστησαν τα πολυβόλα στο λόφο, τους έβαλαν στη σειρά και τους εκτέλεσαν εν ψυχρώ. Οι περισσότεροι από τους εκτελεσθέντες ήταν από την Καλαμάτα όπου είχαν συληθεί για αντιστασιακή δράση και είχαν μεταφερθεί στην Τρίπολη πεζή. Ήταν όμως και πολλοί Μεγαλοπολίτες, όπως και Λάκωνες.
Μετά την εκτέλεση, την ίδια μέρα, οι Γερμανοί κατέβηκαν στη Μεγαλόπολη, όπου συνέλαβαν πολλούς, άνδρες και γυναίκες, για ν’ ανοίξουν λάκκους και να θάψουν τους εκτελεσμένους.
Η ταφή έγινε χωρίς να ψαλθεί καμιά νεκρώσιμη ακολουθία, αλλά με σιωπηλά κλάματα, με εθνική αξιοπρέπεια και οργή κατά των βαρβάρων εκτελεστών, με σφίξιμο καρδιάς και ελπίδα για την τελική νίκη.
Η νίκη ήρθε μερικούς μήνες αργότερα. Μόνο που οι βάρβαροι κατακτητές φεύγοντας, άφησαν πίσω τους μια κατεστραμμένη χώρα με αποδεκατισμένο πληθυσμό και ένα λαό εξαθλιωμένο.