«Ένα τάλληρον την ημέραν ήτο δι ' αυτόν πολύ»
Μεταξύ των ολίγων πραγματικών, λειτουργών του Υψίστου...
υπήρξεν ασφαλώς ο χθες εις Κύριον αποδήμησας αίδεσιμώτατος ιερεύς Νικόλαος Πλανάς, εις ηλικίαν 82 ετών.
Εγεννήθη εις Νάξον το 1851 και από μικρό παιδί αφιερώθη εις τα θεία και την υπηρεσίαν της Εκκλησίας. Από δέκα ετών υπήρξεν υπηρέτης του ιερού, εσήκωνε τα άγια εξαπτέρυγα, αγρυπνούσεν εις τας ολονυκτίας, και από της ηλικίας εκείνης είχεν εκδηλωθή το φιλεύσπλαγχνον του χαραχτήρος του και τα αλτρουιστικά του αισθήματα. Το ψωμί που του έδιδε η μητέρα του, το εμοίραζε με τα άλλα παιδιά του χωριού του, και πολλές φορές είχε δώσει και τα ρούχα του ακόμη στα φτωχά παιδιά.
Το 1879 εχειροτονήθη διάκονος εις τον Άγιον Παντελεήμονα τον παλαιόν... κατόπιν εχειροτονήθη ιερεύς (1884) εις το παρά τον Παλαιόν Στρατώνα ναΰδριον του Προφήτου Ελισσαίου, εις το οποίον μετέβαινε, ως γνωστόν, και έψαλλε κάθε Κυριακήν ο αείμνηστος διηγηματογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ελειτούργησεν εις τον ιερόν ναόν της Μεταμορφώσεις ολίγον διάστημα, και ετοποθετήθη εις το τότε εξωκκλήσιον του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, μετόχιον της Μονής του Όρους Σινά.[...]
Ο σημερινός ναός του Αγίου Ιωάννου οφείλεται κατά μέγα μέρος εις αυτόν και τας ενεργείας ενός άλλου μορφωμένου και αφοσιωμένου κληρικού, του ιερέως Νικολάου Λαμπροπούλου. Ο κόσμος χάρις εις τον παπα-Πλανάν, συνέρρεεν εις την μικράν εκκλησίαν και τα εισοδήματά της, φυσικά, ηύξανον. Ταυτοχρόνως εμεγάλωνε και η συνοικία και κατέστη, συν τω χρόνω, μεγάλη ενορία. Όλα τα κέρδη του ο παπα-Νικόλαος τα διέθετε εις την εκκλησίαν και τους πτωχούς. Ηγόρασεν εικόνας και προσέφερε δώδεκα χιλιάδας προπολεμικών δραχμών, ως εμφαίνεται εκ των πρακτικών, και δεκαπέντε μεταπολεμικάς. Ουδέποτε κρατούσε χρήματα. Ό,τι του έδιδον, τα διέθετεν αμέσως. Με το ένα χέρι τα έπαιρνε και με το άλλο τα έδιδε σε πτωχούς, χήρας και ορφανά. Εισέπραττε το πρωί; Το μεσημέρι δεν είχε πεντάρα. Εισέπραττε το απόγευμα; Το βράδυ εκοιμάτο απένταρος.
Άκακος και άχολος, μη γνωρίζων την άρνησιν, έδιδε εις πάντας τους ζητούντας. Και πολλάκις, όπως μου έλεγεν ο πάτερ Λαμπρόπουλος, έπιπτε θύμα εκμεταλλευτών, οι οποίοι επήγαιναν και του έλεγαν ότι ήσαν πτωχοί, ότι επεινούσαν και υπέφεραν και τους έδιδε και την τελευταίαν του δεκάραν.
Όπως ήτο επόμενον, ήτο αδύνατον ο άγιος άνθρωπος να έχη εχθρούς. Και να τον ύβριζον ακόμη και να τον έκλεπτον φανερά, αυτός με το μειδίαμα της καλωσύνης εις τα χείλη τους συνεχώρει και τους ηυλόγει. Ένα τάλληρο την ημέραν ήτο δι' αυτόν πολύ. Ουδέποτε κρατούσε περισσότερα χρήματα. Τα υπόλοιπα τα εμοίραζε.
« Άλλη τις ξένη δύναμις τον εβάσταζε»
Κατά το έτος 1905-1907 υπηρετών εις τας τάξεις του στρατού, εφοίτων εις την Βυζαντινήν Μουσικήν Σχολήν «Ιωάννης ο Δαμασκηνός», την οποίαν είχεν ιδρύσει ο εκ Μονεμβασίας συμπατριώτης μου, αείμνηστος Ανδρέας Τσικνόπουλος, μουσικοδιδάσκαλος. Εις την ιδίαν Σχολήν εφοίτα και ο επίσης συμπατριώτης μου εκ Συκέας της Λακωνίας Ιωάννης Αλεξάκης, μετέπειτα Ιεροψάλτης. Ούτος ημέραν τινά λέγει μοι: «Να έλθης εις τον μικρόν ναόν του Προφήτου Ελισσαίου, εις τον οποίον γίνονται κατανυκτικαί αγρυπνίαι και ψάλλουν βυζαντινά οι Παπαδιαμάντης, Μωραϊτίδης, Τσώκλης και άλλοι. Θα ωφεληθής και θα μάθης πολλά αναγκαία, χρήσιμα και ωφέλιμα δια την ιεράν υμνωδίαν».[...]
Εις τας αγρυπνίας ήρχετο ανήρ τις, Αλέκος το όνομα, όστις έψαλλε, αλλ' ήτο μέθυσος, και ότε ήτο μεθυσμένος έψαλλε με κατάνυξιν και με δάκρυα. Ο Παπαδιαμάντης που τον ήξευρε όταν έψαλλε με κατάνυξιν έλεγε: «ο Αλέκος έχει κρασοκατάνυξιν» και πολλάκις τον εδίωκεν εκ της εκκλησίας. Ο παπα-Νικόλας, ως απλούς και άκακος, επειδή κατά τον ίδιον σοφόν παροιμιαστήν: «άκακος ανήρ, παντί πιστεύει», έλεγε: «καλός, καλός ο Αλέκος, έχει κατάνυξιν, έχει φόβον Θεού», και ενίοτε μετά την αγρυπνίαν τω έδιδε και μικράν αμοιβήν. Τούτο υπήρξεν αφορμή εις τον Αλέκο να πλησίαση τον παπα-Νικόλα και να γίνη οικείος του και αχώριστος, αλλ' υπήρξε και αφορμή σκανδάλου εις τινάς αδελφούς και εις εμέ, όστις ήμην νέος 22 - 23 ετών και εγνωρίζαμε τον Αλέκο, τινές δε είπον εις τον παπα-Νικόλα να διώξη τον Αλέκον, διότι ήτο μέθυσος και γίνεται σκάνδαλον εις τους αδελφούς. Αλλ' ο παπα-Νικόλας με την συνήθη απλότητα του, έλεγε: «καλός, καλός ο Αλέκος, αγαπά την εκκλησίαν, ψάλλει καλά». Ως τόσον ο Αλέκος επήρε θάρρος και με τρόπον έβαζε το χέρι και εις την τσέπην του παπα - Νικόλα και του αφαιρούσε τα χρήματα που του έδιδαν οι ευλαβείς χριστιανοί, δια να μνημόνευση τα ονόματα των προσφιλών γονέων, τέκνων, αδελφών και συγγενών των εις τας αγρυπνίας και Λειτουργίας.
Κάποτε ο παπα - Νικόλας είχε εις την τσέπη του αρκετά κέρματα και ο Αλέκος έβαλε το χέρι του και προσεπάθει να τα πάρη όλα. Ο παπα-Νικόλας αντελήφθη τούτο και χωρίς να θυμώση, να τον υβρίση, να τον ελέγξη, ηρκέσθη και τω είπε με πραότητα: «Αλέκο ήσυχα, ήσυχα- ήσυχα Αλέκο». Ο Αλέκος εξηκολούθει αφόβως και εισήρχετο ενίοτε και εις το Άγιον θυσιαστήριον και του αφήρει ό,τι είχε. [...]
Απορίαν και θαυμασμόν μοι προξενεί, όταν αναλογισθώ, ότι ο παπα-Νικόλας επί 15 περίπου ώρας ίστατο άυπνος και όρθιος, καίτοι υπέφερεν από τους πόδας του και είχε και άλλας ασθενείας. Ίστατο όλην την αγρυπνίαν 10-11 ώρας και κατά τα εξημερώματα μετέβαινεν εις την ενορίαν του και συνέχιζε τον Όρθρον και την Λειτουργίαν, άλλας 4-5 ώρας. Δεν θα ήτο δυνατόν να ίσταται τόσος ώρας, εάν δεν είχε υπομονήν μεγάλην. Αλλά και όσον μεγάλην υπομονήν εάν είχε, πάλιν δεν θα εβάσταζε. Τον παπα-Νικόλα άλλη τις ξένη δύναμις τον εβάσταζε: η δύναμις του Θεού, η χάρις του Αγίου Πνεύματος, «η τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα», η τα αδύνατα δυνατά ποιούσα. Αρμόζει να είπη τις, ότι εν τω π. Νικολάω δεν έζη ο Νικόλαος, αλλά το εν ταις καρδίαις των πραέων αναπαυόμενον Πνεύμα Κυρίου: «εν καρδίαις πραέων αναπαύσεται πνεύμα Κυρίου, καρδία δε ταραχώδης καθέδρα διαβόλου», λέγει ο σοφός Παροιμιαστής.
Ο π. Νικόλαος ουδέποτε εταράχθη, ουδέποτε εθύμωσε, πάντας ηγάπα, υπέρ πάντων ηύχετο. Είχε δε την νοεράν προσευχήν, το χαροποιόν πένθος, το αείρυτον δάκρυον, άτινα τον κατέστησαν πράον και κληρονόμον της γης των πραέων, της Βασιλείας των Ουρανών.
Ας μιμηθώμεν και ημείς, αγαπητοί, κατά το δυνατόν, την ταπείνωσιν του αγίου παπα-Νικόλα, δια να επιβλέψη και εις ημάς ο Κύριος και μας υψώση. Ας μιμηθώμεν την πραότητα αυτού, δια να αναπαυθή και εις τας ιδικάς μας καρδίας το Πνεύμα του Κυρίου, ας μιμηθώμεν την εκείνου υπομονήν, ίνα εν τη υπομονή ημών κτησώμεθα τας ψυχάς ημών, και ούτω κληρονομήσωμεν την Ουράνιον και αιώνιον Βασιλείαν του Θεού. Ης γένοιτο πάντας επιτυχείν, ελέει και οικτιρμοίς, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ι. Χριστού, και δια πρεσβειών της Πανάχραντου Μητρός Αυτού και πάντων των Αγίων. Αμήν.
Αρχιμ. ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΖΕΡΒΑΚΟΣ
Πηγή περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ ΤΕΥΧΟΣ 16 (από το βιβλίο Ο παπα Νικόλας Πλανάς Εκδόσεις «ΑΣΤΗΡ» Αθήνα 1979. )
egolpion.com
Μεταξύ των ολίγων πραγματικών, λειτουργών του Υψίστου...
υπήρξεν ασφαλώς ο χθες εις Κύριον αποδήμησας αίδεσιμώτατος ιερεύς Νικόλαος Πλανάς, εις ηλικίαν 82 ετών.
Εγεννήθη εις Νάξον το 1851 και από μικρό παιδί αφιερώθη εις τα θεία και την υπηρεσίαν της Εκκλησίας. Από δέκα ετών υπήρξεν υπηρέτης του ιερού, εσήκωνε τα άγια εξαπτέρυγα, αγρυπνούσεν εις τας ολονυκτίας, και από της ηλικίας εκείνης είχεν εκδηλωθή το φιλεύσπλαγχνον του χαραχτήρος του και τα αλτρουιστικά του αισθήματα. Το ψωμί που του έδιδε η μητέρα του, το εμοίραζε με τα άλλα παιδιά του χωριού του, και πολλές φορές είχε δώσει και τα ρούχα του ακόμη στα φτωχά παιδιά.
Το 1879 εχειροτονήθη διάκονος εις τον Άγιον Παντελεήμονα τον παλαιόν... κατόπιν εχειροτονήθη ιερεύς (1884) εις το παρά τον Παλαιόν Στρατώνα ναΰδριον του Προφήτου Ελισσαίου, εις το οποίον μετέβαινε, ως γνωστόν, και έψαλλε κάθε Κυριακήν ο αείμνηστος διηγηματογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ελειτούργησεν εις τον ιερόν ναόν της Μεταμορφώσεις ολίγον διάστημα, και ετοποθετήθη εις το τότε εξωκκλήσιον του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, μετόχιον της Μονής του Όρους Σινά.[...]
Ο σημερινός ναός του Αγίου Ιωάννου οφείλεται κατά μέγα μέρος εις αυτόν και τας ενεργείας ενός άλλου μορφωμένου και αφοσιωμένου κληρικού, του ιερέως Νικολάου Λαμπροπούλου. Ο κόσμος χάρις εις τον παπα-Πλανάν, συνέρρεεν εις την μικράν εκκλησίαν και τα εισοδήματά της, φυσικά, ηύξανον. Ταυτοχρόνως εμεγάλωνε και η συνοικία και κατέστη, συν τω χρόνω, μεγάλη ενορία. Όλα τα κέρδη του ο παπα-Νικόλαος τα διέθετε εις την εκκλησίαν και τους πτωχούς. Ηγόρασεν εικόνας και προσέφερε δώδεκα χιλιάδας προπολεμικών δραχμών, ως εμφαίνεται εκ των πρακτικών, και δεκαπέντε μεταπολεμικάς. Ουδέποτε κρατούσε χρήματα. Ό,τι του έδιδον, τα διέθετεν αμέσως. Με το ένα χέρι τα έπαιρνε και με το άλλο τα έδιδε σε πτωχούς, χήρας και ορφανά. Εισέπραττε το πρωί; Το μεσημέρι δεν είχε πεντάρα. Εισέπραττε το απόγευμα; Το βράδυ εκοιμάτο απένταρος.
Άκακος και άχολος, μη γνωρίζων την άρνησιν, έδιδε εις πάντας τους ζητούντας. Και πολλάκις, όπως μου έλεγεν ο πάτερ Λαμπρόπουλος, έπιπτε θύμα εκμεταλλευτών, οι οποίοι επήγαιναν και του έλεγαν ότι ήσαν πτωχοί, ότι επεινούσαν και υπέφεραν και τους έδιδε και την τελευταίαν του δεκάραν.
Όπως ήτο επόμενον, ήτο αδύνατον ο άγιος άνθρωπος να έχη εχθρούς. Και να τον ύβριζον ακόμη και να τον έκλεπτον φανερά, αυτός με το μειδίαμα της καλωσύνης εις τα χείλη τους συνεχώρει και τους ηυλόγει. Ένα τάλληρο την ημέραν ήτο δι' αυτόν πολύ. Ουδέποτε κρατούσε περισσότερα χρήματα. Τα υπόλοιπα τα εμοίραζε.
« Άλλη τις ξένη δύναμις τον εβάσταζε»
Κατά το έτος 1905-1907 υπηρετών εις τας τάξεις του στρατού, εφοίτων εις την Βυζαντινήν Μουσικήν Σχολήν «Ιωάννης ο Δαμασκηνός», την οποίαν είχεν ιδρύσει ο εκ Μονεμβασίας συμπατριώτης μου, αείμνηστος Ανδρέας Τσικνόπουλος, μουσικοδιδάσκαλος. Εις την ιδίαν Σχολήν εφοίτα και ο επίσης συμπατριώτης μου εκ Συκέας της Λακωνίας Ιωάννης Αλεξάκης, μετέπειτα Ιεροψάλτης. Ούτος ημέραν τινά λέγει μοι: «Να έλθης εις τον μικρόν ναόν του Προφήτου Ελισσαίου, εις τον οποίον γίνονται κατανυκτικαί αγρυπνίαι και ψάλλουν βυζαντινά οι Παπαδιαμάντης, Μωραϊτίδης, Τσώκλης και άλλοι. Θα ωφεληθής και θα μάθης πολλά αναγκαία, χρήσιμα και ωφέλιμα δια την ιεράν υμνωδίαν».[...]
Εις τας αγρυπνίας ήρχετο ανήρ τις, Αλέκος το όνομα, όστις έψαλλε, αλλ' ήτο μέθυσος, και ότε ήτο μεθυσμένος έψαλλε με κατάνυξιν και με δάκρυα. Ο Παπαδιαμάντης που τον ήξευρε όταν έψαλλε με κατάνυξιν έλεγε: «ο Αλέκος έχει κρασοκατάνυξιν» και πολλάκις τον εδίωκεν εκ της εκκλησίας. Ο παπα-Νικόλας, ως απλούς και άκακος, επειδή κατά τον ίδιον σοφόν παροιμιαστήν: «άκακος ανήρ, παντί πιστεύει», έλεγε: «καλός, καλός ο Αλέκος, έχει κατάνυξιν, έχει φόβον Θεού», και ενίοτε μετά την αγρυπνίαν τω έδιδε και μικράν αμοιβήν. Τούτο υπήρξεν αφορμή εις τον Αλέκο να πλησίαση τον παπα-Νικόλα και να γίνη οικείος του και αχώριστος, αλλ' υπήρξε και αφορμή σκανδάλου εις τινάς αδελφούς και εις εμέ, όστις ήμην νέος 22 - 23 ετών και εγνωρίζαμε τον Αλέκο, τινές δε είπον εις τον παπα-Νικόλα να διώξη τον Αλέκον, διότι ήτο μέθυσος και γίνεται σκάνδαλον εις τους αδελφούς. Αλλ' ο παπα-Νικόλας με την συνήθη απλότητα του, έλεγε: «καλός, καλός ο Αλέκος, αγαπά την εκκλησίαν, ψάλλει καλά». Ως τόσον ο Αλέκος επήρε θάρρος και με τρόπον έβαζε το χέρι και εις την τσέπην του παπα - Νικόλα και του αφαιρούσε τα χρήματα που του έδιδαν οι ευλαβείς χριστιανοί, δια να μνημόνευση τα ονόματα των προσφιλών γονέων, τέκνων, αδελφών και συγγενών των εις τας αγρυπνίας και Λειτουργίας.
Κάποτε ο παπα - Νικόλας είχε εις την τσέπη του αρκετά κέρματα και ο Αλέκος έβαλε το χέρι του και προσεπάθει να τα πάρη όλα. Ο παπα-Νικόλας αντελήφθη τούτο και χωρίς να θυμώση, να τον υβρίση, να τον ελέγξη, ηρκέσθη και τω είπε με πραότητα: «Αλέκο ήσυχα, ήσυχα- ήσυχα Αλέκο». Ο Αλέκος εξηκολούθει αφόβως και εισήρχετο ενίοτε και εις το Άγιον θυσιαστήριον και του αφήρει ό,τι είχε. [...]
Απορίαν και θαυμασμόν μοι προξενεί, όταν αναλογισθώ, ότι ο παπα-Νικόλας επί 15 περίπου ώρας ίστατο άυπνος και όρθιος, καίτοι υπέφερεν από τους πόδας του και είχε και άλλας ασθενείας. Ίστατο όλην την αγρυπνίαν 10-11 ώρας και κατά τα εξημερώματα μετέβαινεν εις την ενορίαν του και συνέχιζε τον Όρθρον και την Λειτουργίαν, άλλας 4-5 ώρας. Δεν θα ήτο δυνατόν να ίσταται τόσος ώρας, εάν δεν είχε υπομονήν μεγάλην. Αλλά και όσον μεγάλην υπομονήν εάν είχε, πάλιν δεν θα εβάσταζε. Τον παπα-Νικόλα άλλη τις ξένη δύναμις τον εβάσταζε: η δύναμις του Θεού, η χάρις του Αγίου Πνεύματος, «η τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα», η τα αδύνατα δυνατά ποιούσα. Αρμόζει να είπη τις, ότι εν τω π. Νικολάω δεν έζη ο Νικόλαος, αλλά το εν ταις καρδίαις των πραέων αναπαυόμενον Πνεύμα Κυρίου: «εν καρδίαις πραέων αναπαύσεται πνεύμα Κυρίου, καρδία δε ταραχώδης καθέδρα διαβόλου», λέγει ο σοφός Παροιμιαστής.
Ο π. Νικόλαος ουδέποτε εταράχθη, ουδέποτε εθύμωσε, πάντας ηγάπα, υπέρ πάντων ηύχετο. Είχε δε την νοεράν προσευχήν, το χαροποιόν πένθος, το αείρυτον δάκρυον, άτινα τον κατέστησαν πράον και κληρονόμον της γης των πραέων, της Βασιλείας των Ουρανών.
Ας μιμηθώμεν και ημείς, αγαπητοί, κατά το δυνατόν, την ταπείνωσιν του αγίου παπα-Νικόλα, δια να επιβλέψη και εις ημάς ο Κύριος και μας υψώση. Ας μιμηθώμεν την πραότητα αυτού, δια να αναπαυθή και εις τας ιδικάς μας καρδίας το Πνεύμα του Κυρίου, ας μιμηθώμεν την εκείνου υπομονήν, ίνα εν τη υπομονή ημών κτησώμεθα τας ψυχάς ημών, και ούτω κληρονομήσωμεν την Ουράνιον και αιώνιον Βασιλείαν του Θεού. Ης γένοιτο πάντας επιτυχείν, ελέει και οικτιρμοίς, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ι. Χριστού, και δια πρεσβειών της Πανάχραντου Μητρός Αυτού και πάντων των Αγίων. Αμήν.
Αρχιμ. ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΖΕΡΒΑΚΟΣ
Πηγή περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ ΤΕΥΧΟΣ 16 (από το βιβλίο Ο παπα Νικόλας Πλανάς Εκδόσεις «ΑΣΤΗΡ» Αθήνα 1979. )
egolpion.com