Με την ευκαιρία που φέτος η «Η Διεθνής Εταιρεία Φίλων Νίκου Καζαντζάκη» πραγματοποιεί εκδηλώσεις σε 61 χώρες αφιερωμένες... στην μνήμη του μεγάλου μας συγγραφέα, για την Πεντηκοστή Πέμπτη επέτειο από το θάνατό του, θεωρώ επιβεβλημένο μου καθήκον να συμβάλλω με την ταπεινή μου προσφορά, φέρνοντας στο φως κάποια στοιχεία άγνωστα, πιθανόν στο ευρύτερο κοινό της Μεσσηνίας και όχι μόνο. Πρόκειται για την μεγαλόπνευστη όπερα του μεγάλου Τσέχου μουσουργού Μπόχουσλαβ Μαρκινού( Bohuslav Martinu) την Recke Pasije, που δεν είναι άλλο από το « Χριστός Ξανασταυρώνεται» του Ν. Καζαντζάκη, ωστόσο το όνομα της όπερας στα Τσέχικα σημαίνει Ελληνικό Πάθος. Βέβαια όπως θα γνωρίζουν, όσοι έχουν υπόψη τους τον ξενόγλωσσο τίτλο αυτού του σπουδαίου έργου του Καζαντζάκη , το οποίο μαζί με τον Ζορμπά τον έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο, σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες, τουλάχιστον τέτοιες παραλλαγές του τίτλου υπήρξαν, όπως ας πούμε στα Γερμανικά τιτλοφορείται Griechische Passion. Έτσι λοιπόν κι ο Τσέχος μουσικοσυνθέτης χρησιμοποίησε τον ίδιο τίτλο για την όπερά του.
Ο Μπόχουσλαβ Μαρκινού γεννήθηκε στην Πολίσκα, μια μικρή πολιτειούλα της Βοημίας, που σήμερα πια είναι γνωστή ως γενέτειρα του Μαρκινού, αφού εκεί μπορεί κανείς πια να επισκεφτεί το Μουσείο Μαρκινού.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 γνωρίζεται με τον Έλληνα συγγραφέα, το όνομα του οποίου ήταν αρκετά γνωστό στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες κι ενθουσιάστηκε από το πολύ γνωστό έργο του Καζαντζάκη Αλέξη (Γιώργη) Ζορμπά. Μάλιστα αρχικά σκέφτονταν το έργο αυτό να διασκευάσει, όμως η σκηνική δυσκολία τον απέτρεψε και καταπιάστηκε με το: «Χριστός Ξανασταυρώνεται», που προσφέρονταν περισσότερο θεματογραφικά και σκηνικά. Ο Καζαντζάκης επισκέπτεται τον Μαρκινού και συζητούν για κάποια συνεργασία. Τελικά καταλήγουν στο: «Ελληνικό Πάθος». Η δραματική πλοκή, τα πάθη ενός λαού που προσπαθεί να στεριώσει και δεν βρίσκει στον κόσμο μοίρα, ούτε κι από τους ομοθρήσκους και ομοεθνείς του ακόμα, ήταν για τον Μαρκινού θαυμάσια ιδέα. Το λιμπρέτο το έγραψε ο ίδιος παίρνοντας την αγγλική μετάφραση του Γκρίφιν. Ο Καζαντζάκης αφού διάβασε το λιμπρέτο συμφώνησε απόλυτα. Στο γράμμα που του απέστειλε σημείωνε μεταξύ άλλων: « Αγαπητέ μου φίλε το διάβασα με προσοχή και το βρήκα πολύ καλό. Θαρρώ πως δεν πρέπει να αλλάξω τίποτα. Άλλωστε εσύ ξέρεις πολύ καλύτερα τι ταιριάζει περισσότερο στην όπερά σου κι ως είναι φυσικό η μουσική εδώ έχει τον πρώτο λόγο….»
Κρίμα όμως που ο Καζαντζάκης δεν πρόλαβε να δει την όπερα που βασίζονταν στο έργο του να αναβαίνει στη σκηνή. Τον πρόλαβε ο θάνατος στις 28 Οκτωβρίου 1957 στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας, αλλά την ίδια μοίρα επεφύλαξε και στον μουσικοσυνθέτη το ανέβασμα της όπερας. Στα μέσα της δεκαετίας 1950 η παρτιτούρα της όπερας ήταν έτοιμη κι ενώ είχε προτάσεις από την Σκάλα του Μιλάνου, κι από την Κρατική Όπερα της Βιέννης, της οποίας τη διεύθυνση είχε ο δικός μας Χέρμπερτ φον Κάραγιανν, από την Όπερα της Ζυρίχης και βέβαια από την Βασιλική Όπερα του Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου, που τύχαινε να είναι διευθυντής ο φίλος και συμπατριώτης του Ράφαελ Κιούμπελικ Κι όμως η φλεγματικότητα των άσημων μουσικών του Δ.Σ. της Βασιλικής Όπερας, αποφάνθηκαν, πως το εξαίρετο αυτό μουσικό έργο δεν είχε κάτι αξιόλογο και πως δεν θα ενδιέφερε το εκλεκτό κοινό του Κόβεντ Γκάρντεν*. Ο Μαρκινού στενοχωρήθηκε πολύ και απευθύνθηκε στην Όπερα της Ζυρίχης, η οποία για κάποιους άγνωστους λόγους δεν το ανέβασε, παρόλο που αρχικά και πριν ακόμα το στείλει στο Λονδίνο, επίμονα το είχε ζητήσει. Ωστόσο παρουσιάστηκε αργότερα εκεί σε παγκόσμια πρώτη, το 1961, μα ο Τσέχος μουσουργός δεν ζούσε πια.. Γεγονός είναι πως ο Μαρκινού μετά την απογοήτευσή του από το Λονδίνο, ανασυνέθεσε την όπερά του, πριν την στείλει στην όπερα της Ζυρίχης και φαίνεται πως εξαφάνισε τα ίχνη της πρώτης παρτιτούρας…
Προσωπικά ευτύχησα τον Ιανουάριο του 1984 να δω την όπερα στο μέγαρο του μουσικού θεάτρου της Πράγας, Σμέτανα και μάλιστα δυο φορές κι είχα την τιμή να ευχαριστήσω εκ μέρους της Ελλάδας τους συντελεστές της εξαίρετης παράστασης. Υπηρετούσα τότε ως Σύμβουλος Τύπου και Μορφωτικός Ακόλουθος στην Ελληνική Πρεσβεία στην Πράγα.
Έχω την διόλου απίθανη άποψη πως και κάποιοι κύκλοι της πατρίδας μας έβαλαν το …χεράκι τους, αφού ήταν γνωστό πως εκείνη την εποχή είχαν βαλθεί με κάθε τρόπο να δυσφημήσουν στο εξωτερικό τον διάσημο Έλληνα συγγραφέα π.χ. διανοούμενοι, εγχώριοι, Εκκλησία και πολιτεία…
Ο Μπόχουσλαβ Μαρκινού γεννήθηκε στην Πολίσκα, μια μικρή πολιτειούλα της Βοημίας, που σήμερα πια είναι γνωστή ως γενέτειρα του Μαρκινού, αφού εκεί μπορεί κανείς πια να επισκεφτεί το Μουσείο Μαρκινού.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 γνωρίζεται με τον Έλληνα συγγραφέα, το όνομα του οποίου ήταν αρκετά γνωστό στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες κι ενθουσιάστηκε από το πολύ γνωστό έργο του Καζαντζάκη Αλέξη (Γιώργη) Ζορμπά. Μάλιστα αρχικά σκέφτονταν το έργο αυτό να διασκευάσει, όμως η σκηνική δυσκολία τον απέτρεψε και καταπιάστηκε με το: «Χριστός Ξανασταυρώνεται», που προσφέρονταν περισσότερο θεματογραφικά και σκηνικά. Ο Καζαντζάκης επισκέπτεται τον Μαρκινού και συζητούν για κάποια συνεργασία. Τελικά καταλήγουν στο: «Ελληνικό Πάθος». Η δραματική πλοκή, τα πάθη ενός λαού που προσπαθεί να στεριώσει και δεν βρίσκει στον κόσμο μοίρα, ούτε κι από τους ομοθρήσκους και ομοεθνείς του ακόμα, ήταν για τον Μαρκινού θαυμάσια ιδέα. Το λιμπρέτο το έγραψε ο ίδιος παίρνοντας την αγγλική μετάφραση του Γκρίφιν. Ο Καζαντζάκης αφού διάβασε το λιμπρέτο συμφώνησε απόλυτα. Στο γράμμα που του απέστειλε σημείωνε μεταξύ άλλων: « Αγαπητέ μου φίλε το διάβασα με προσοχή και το βρήκα πολύ καλό. Θαρρώ πως δεν πρέπει να αλλάξω τίποτα. Άλλωστε εσύ ξέρεις πολύ καλύτερα τι ταιριάζει περισσότερο στην όπερά σου κι ως είναι φυσικό η μουσική εδώ έχει τον πρώτο λόγο….»
Κρίμα όμως που ο Καζαντζάκης δεν πρόλαβε να δει την όπερα που βασίζονταν στο έργο του να αναβαίνει στη σκηνή. Τον πρόλαβε ο θάνατος στις 28 Οκτωβρίου 1957 στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας, αλλά την ίδια μοίρα επεφύλαξε και στον μουσικοσυνθέτη το ανέβασμα της όπερας. Στα μέσα της δεκαετίας 1950 η παρτιτούρα της όπερας ήταν έτοιμη κι ενώ είχε προτάσεις από την Σκάλα του Μιλάνου, κι από την Κρατική Όπερα της Βιέννης, της οποίας τη διεύθυνση είχε ο δικός μας Χέρμπερτ φον Κάραγιανν, από την Όπερα της Ζυρίχης και βέβαια από την Βασιλική Όπερα του Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου, που τύχαινε να είναι διευθυντής ο φίλος και συμπατριώτης του Ράφαελ Κιούμπελικ Κι όμως η φλεγματικότητα των άσημων μουσικών του Δ.Σ. της Βασιλικής Όπερας, αποφάνθηκαν, πως το εξαίρετο αυτό μουσικό έργο δεν είχε κάτι αξιόλογο και πως δεν θα ενδιέφερε το εκλεκτό κοινό του Κόβεντ Γκάρντεν*. Ο Μαρκινού στενοχωρήθηκε πολύ και απευθύνθηκε στην Όπερα της Ζυρίχης, η οποία για κάποιους άγνωστους λόγους δεν το ανέβασε, παρόλο που αρχικά και πριν ακόμα το στείλει στο Λονδίνο, επίμονα το είχε ζητήσει. Ωστόσο παρουσιάστηκε αργότερα εκεί σε παγκόσμια πρώτη, το 1961, μα ο Τσέχος μουσουργός δεν ζούσε πια.. Γεγονός είναι πως ο Μαρκινού μετά την απογοήτευσή του από το Λονδίνο, ανασυνέθεσε την όπερά του, πριν την στείλει στην όπερα της Ζυρίχης και φαίνεται πως εξαφάνισε τα ίχνη της πρώτης παρτιτούρας…
Προσωπικά ευτύχησα τον Ιανουάριο του 1984 να δω την όπερα στο μέγαρο του μουσικού θεάτρου της Πράγας, Σμέτανα και μάλιστα δυο φορές κι είχα την τιμή να ευχαριστήσω εκ μέρους της Ελλάδας τους συντελεστές της εξαίρετης παράστασης. Υπηρετούσα τότε ως Σύμβουλος Τύπου και Μορφωτικός Ακόλουθος στην Ελληνική Πρεσβεία στην Πράγα.
Έχω την διόλου απίθανη άποψη πως και κάποιοι κύκλοι της πατρίδας μας έβαλαν το …χεράκι τους, αφού ήταν γνωστό πως εκείνη την εποχή είχαν βαλθεί με κάθε τρόπο να δυσφημήσουν στο εξωτερικό τον διάσημο Έλληνα συγγραφέα π.χ. διανοούμενοι, εγχώριοι, Εκκλησία και πολιτεία…
thoureios.blogspot.com