Συμπληρώνεται ότι η συμφωνία έγινε στις αρχές του 1971 και ότι μεγάλο μέρος των στρεμμάτων που δόθηκαν στο Κράτος, 73% περίπου, βρίσκονται σήμερα κάτω από τουρκική κατοχή, ενώ το υπόλοιπο 27% της γης βρίσκεται στις ελεύθερες περιοχές. «Σύμφωνα με προκαταρκτική εκτίμηση που προέβηκε η Εκκλησία για την αξία των στρεμμάτων στην ελεύθερη Κύπρο, αυτή ανέρχεται τουλάχιστο στο ποσό των 80-85 εκ. ευρώ», αναφέρεται. Ακόμη, προστίθεται ότι με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αποσυνδέθηκε το ύψος της επιχορήγησης των Ιερέων της υπαίθρου από τις απολαβές των προσδιοριζόμενων δασκάλων, που αναβαθμίστηκαν στην κλίμακα Α8 το 1992, με αποτέλεσμα η επιχορήγηση να γίνεται στο 50% της πρώτης βαθμίδας της κλίμακας Α5, δηλαδή σε 674 αντί για 1.020 ευρώ το μήνα.
«Με τον τρόπο αυτό το κράτος ουσιαστικά μονομερώς και χωρίς τη συγκατάθεση της Εκκλησίας, αθέτησε σε αυτό το σημείο τη συμφωνία του 1971», αναφέρεται και προστίθεται ότι η Εκκλησία εξέφρασε την απαρέσκεια της αλλά ουδέποτε βγήκε δημόσια να καταγγείλει το κράτος. Στην ανακοίνωση εκφράζεται ετοιμότητα από την πλευρά της Εκκλησίας για μεταβίβαση των κτημάτων στο κράτος, υπενθυμίζοντας σχετική δήλωση του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου το 2006 και προστίθεται ότι «το κράτος για τους δικούς του λόγους είχε αποφασίσει να μην γίνει η μεταβίβαση των ακινήτων μέχρι σήμερα». Προστίθεται ότι παρόλο που δεν έχει γίνει η μεταβίβαση, το κράτος διευθύνει, διαχειρίζεται και εποπτεύει όλα τα τεμάχια γης όπως αυτό θέλει από την ημέρα της συμφωνίας καιν ότι η Εκκλησία δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε διαχείριση τους.
Σε σχέση με τις αναφορές για περιορισμένα έσοδα του κράτους, η Εκκλησία αναφέρει ότι δεν έχει καμία ευθύνη και καμία σχέση για τον τρόπο διαχείρισης ή ανάπτυξης των τεμαχίων αυτών. «Χαιρετίζουμε το γεγονός ότι τελικά το Κράτος αποφάσισε να γίνει η μεταβίβαση και είμαστε έτοιμοι όταν ζητηθεί από το Κράτος να προχωρήσουμε στην μεταβίβαση», καταλήγει η ανακοίνωση της Εκκλησίας.