αντικαθιστούσαν το παλιό καθεστώς. Κάθε θεραπεία που προτείνεται μοιάζει ανεπαρκής και καμιά δεν εμπνέει απόλυτη εμπιστοσύνη.
Μετά το 1917, η Ρωσία είχε προτείνει μια μαγική συνταγή: Να περάσει όλη η εξουσία στα χέρια των πολιτικών κομισάριων και σε ένα μόνο κόμμα, μαζί με την κρατικοποίηση των πάντων.
Στην Αμερική του 1932 επελέγη το New Deal: Περισσότερο κράτος, και πολλά δημόσια έργα για να τονωθεί η οικονομία.
Το 1933, η Γερμανία πέρασε σε μια παρόμοια λογική, μαζί όμως με τον πόλεμο. Το σκεπτικό των Γερμανών ήταν να τα πάρουν από τους εχθρούς τους, και να τα μοιράσουν στους δικούς τους, ενισχύοντας την οικονομία μέσα από εξοπλιστικά προγράμματα, με απώτερο σκοπό τα κόστη να καλυφθούν από τις κατακτήσεις. Ένα Ράιχ, ένα έθνος, ένας απόλυτος ηγέτης.
Μετά το 1945 βρέθηκαν άλλες λύσεις.
Στην Ανατολή, το σύνθημα ήταν κρατικοποίηση, βαριά βιομηχανία, κεντρικός οικονομικός σχεδιασμός. Το άτομο δεν μετράει, παρά μόνο το κόμμα.
Στη Δύση ενισχύθηκε η κρατική βοήθεια, και η συνεργασία με πρώην αντιπάλους, παράλληλα με μια οικονομία κοινωνικής αγοράς, πλουραλισμού, και ελεύθερου εμπορίου. Τέλος, καθιέρωση υψηλής φορολογίας, για να χρηματοδοτηθούν οι κοινωνικές παροχές που θα διασφάλιζαν την σταθερότητα.
Αυτό το μοντέλο αποδείχθηκε αποτελεσματικό στην Δυτική Ευρώπη, όπου εγγυήθηκε την ευμάρεια, και τις ατομικές ελευθερίες που προέρχονταν από τις ιδεολογίες του 19ου αιώνα: Φιλελευθερισμός, συντηρητισμός, σοσιαλισμός.
Στη δεκαετία του 1970, το κοινωνικό κράτος, με την σοσιαλδημοκρατική ή την χριστιανοδημοκρατική του προβιά, αποτελούσε το ιδανικό μοντέλο για τα κράτη στα οποία βασίλευε ο «πραγματικός σοσιαλισμός».
Τώρα, δεν υπάρχει επιστροφή σε αυτό το μοντέλο. Η οικονομία βασίζεται στην εμπιστοσύνη προς τους κανόνες της και στο γεγονός ότι η αξία ενός αγαθού μπορεί, χάρη στο χρήμα, να ανταλλαγεί με ένα άλλο.
Πριν από την κρίση, οι μεγάλοι παίκτες στις χρηματαγορές βασίζονταν στην προχωρημένη τεχνολογία η οποία υποτίθεται ότι θα μείωνε τις πιθανότητες μιας κατάρρευσης. Όταν όμως ήρθε η κατάρρευση, άρχισαν να μιλάνε για το αναπόφευκτο του μέλλοντος και ζήτησαν από τις κυβερνήσεις να τις διασώσουν. Οι αγανακτισμένοι πολίτες το έριξαν στα θρησκευτικά, κατηγορώντας την πλεονεξία και άλλες θανάσιμες αμαρτίες καλώντας σε μετάνοια.
Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στα μοντέλα του παρελθόντος. Ούτε υπάρχει εύκολος δρόμος προς τα εμπρός. Οι παραδοσιακές ιδεολογίες έχασαν την πειθώ τους. Βέβαια, μπορούμε να υπερασπιστούμε τη θέση ότι η έλευση αυτής της νέας μετά-ιδεολογικής εποχής είναι απλά μια έκφανση της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, που επίτηδες θολώνει τις διαφορές μεταξύ αριστεράς και δεξιάς, μεταξύ σοσιαλισμού και συντηρητισμού, για να εγκαθιδρύσει την κυριαρχία της. Όμως θα πρέπει επίσης να παραδεχτούμε πως η κινητήριος δύναμη σήμερα δεν είναι οι ιδεολογίες του παρελθόντος, αλλά οι αγορές.
Οι παλιές ιδεολογίες ήταν προϊόντα της πίστης του διαφωτισμού, ότι ο κόσμος μπορεί να διαπλαστεί βάσει της θέλησης των ανθρώπων και των λογικών τους σχεδίων. Για να πιστέψει όμως κάτι ο πληθυσμός, αυτό θα πρέπει να στηρίζεται σε μια ενδιαφέρουσα περιγραφή, κάτι σαν την εκδίωξη του ανθρώπου από τον παράδεισο και την είσοδό του στην γη της επαγγελίας.
Για τους συντηρητικούς, αυτό θα ήταν μια επιστροφή στην χρυσή εποχή.
Για τους μαρξιστές, μια επιστροφή στην αταξική κοινωνία.
Για τους εθνικιστές, ένα εθνικό κράτος που στηρίζει τον λαό του.
Για τους φιλελεύθερους, μια γενική ελευθερία.
Οι διανοούμενοι, αυτοί δηλαδή που δημιουργούν τις ιδεολογίες, δεν πιστεύουν στην ύπαρξη ενός ισχυρού μοχλού, που θα μπορούσε να ανασηκώσει τα θεμέλια του κόσμου.
Αυτό όμως δεν είναι το τέλος. Το τέλος των ιδεολογιών δεν είναι απαραίτητα και το τέλος της πολιτικής. Απλά, η πολιτική παραπαίει.
Τα παραδοσιακά κόμματα, όπως οι Χριστιανοδημοκράτες, οι Σοσιαλδημοκράτες, οι Συντηρητικοί, και οι Φιλελεύθεροι, εξασθενούν. Η φθορά της ιδεολογίας, διαβρώνει τα πολιτικά πιστεύω. Η αποδοχή του κομματικού συστήματος, γίνεται μέσα στα πλαίσια ενός συστήματος στο οποίο τα κόμματα διαγκωνίζονται για να ξεχωρίσουν και στο οποίο οι διαμάχες μοιάζουν τεχνητές και δεν έχουν καμία σχέση με το οτιδήποτε, παρά μόνο με τον ναρκισσισμό των πρωταγωνιστών.
Ο νικητής, σε αυτό το παιχνίδι του οργισμένου λαϊκισμού, δεν έχει σχέδιο, ούτε όραμα για το μέλλον. Γνωρίζει πολύ καλά, πως αυτό δεν ενδιαφέρει τους οπαδούς του. Στα παλιά ιδεολογικά κινήματα, ο θυμός ήταν συγκεντρωμένος και υπήρχε η δυνατότητα μέσα από την πικρία να δημιουργηθεί ένα συλλογικό ήθος.
Ο σημερινός όμως λαϊκισμός έχει να κάνει με την ραγδαία εκτόνωση των εντάσεων και της απόγνωσης. Προκαλεί διαδηλώσεις και καταστροφές και τίποτα παραπάνω. Δεν πρόκειται δηλαδή να γεννήσει έναν νέο Λένιν, Στάλιν ή Χίτλερ….
Αν αναλογιστούμε τις καταστροφές που επέφεραν οι ιδεολογίες του 20ου αιώνα, σίγουρα υπάρχουν και χειρότερα από αυτά που ζούμε σήμερα. Όμως, η σημερινή ιδεολογική κρίση συνοδεύεται και από μια εγγενή κρίση εμπιστοσύνης στην πολιτική. Οι αλλαγές κάποιων ηγετικών φυσιογνωμιών μοιάζουν τυχαίες. Και δυστυχώς, αν και το σημερινό πολιτικό σκηνικό δεν μας οδηγεί προς κράτη διοικούμενα από τυράννους, ούτε φαίνεται να γεννά κάποιους πραγματικούς πολιτικούς ηγέτες με την έννοια των statesmen.