ξενικά είδη που μεταφέρονται στην Ανταρκτική και αποτελούν την μεγαλύτερη ίσως απειλή για την λευκή ήπειρο.
Οι επιστήμονες που υπογράφουν την έρευνα, από το Πανεπιστήμιο του Στέλενμπος της Νοτίου Αφρικής, εξηγούν πως τα εδάφη της Ανταρκτικής ήταν σχεδόν παρθένα, εξαιτίας των ψυχρών και καιρικών συνθηκών που επικρατούν εκεί. Ωστόσο, ο αυξημένος αριθμός των τουριστών που κουβαλούν πάνω τους φυτά και ζωύφια και η δραματική αύξηση της θερμοκρασίας (σχεδόν 3 βαθμοί Κελσίου το τελευταίο μισό του αιώνα) έχουν ήδη ανατρέψει την ισορροπία του τοπικού περιβάλλοντος.
Για να πραγματοποιήσουν την έρευνα, ο επικεφαλής Steven Chown και οι συνεργάτες του μάζεψαν δείγματα από τα ρούχα και τα παπούτσια, τις τσάντες και τον εξοπλισμο χιλιάδων τουριστών, αλλά και των συναδέλφων τους. Χρησιμοποίησαν ακόμα και τσιμπιδάκια, για να μπορέσουν να συμπεριλάβουν και τους σπόρους που κατά λάθος είχαν βρεθεί σε τσέπες ταξιδιωτών.
Παρέμειναν στην Ανταρκτική από τα τέλη του 2007 έως τις αρχές του 2008, όσο διαρκούσε το καλοκαίρι στην ήπειρο. Μελετώντας την παρουσία 45.000 τουριστών και 7.000 ερευνητών ανακάλυψαν πως περίπου 2.600 ξενικά είδη βρίσκονταν μόνο στα ρούχα τους. Κατά μέσο όρο οι τουρίστες κουβαλούσαν 2-3 σπόρους και οι επιστήμονες 6.
Συνολικά, ένας μέσος επισκέπτης είχε πάνω του 9,5 ξένους σπόρους. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι κάθε χρόνο επισκέπτονται την Ανταρκτική περισσότεροι από 33.000 τουρίστες και 7.000 επιστήμονες, κάθε χρόνο οι ξενικοί σπόροι που φτάνουν στην ήπειρο είναι πάνω από 70.000. Πολλοί από αυτούς προέρχονται από άλλες ψυχρές περιοχές και μπορούν εύκολα να ανταπεξέλθουν στο νέο τους ακραίο περιβάλλον.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας μπορούμε να μεταφέρουμε στην Ανταρκτική είδη που είναι ανταγωνιστικά. Τα είδη της τοπικής χλωρίδας και πανίδας όμως δεν είναι , επισημαίνει η Dana Bergstrom, του Τμήματος Αυστραλιανής Ανταρκτικής και συμπληρώνει πως υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να χαθεί πολύτιμη βιοποικιλότητα στην περιοχή .
Μερικοί από τους σπόρους που απαντούνται πιο συχνά είναι η παπαρούνα της Ισλανδίας (Papaver nudicaule) και ένα είδος μονοετούς πόας του Βορείου Ημισφαιρίου, το Poa annua, το οποίο βρίσκεται στα νησιά Κινγκ Τζόρτζ και Ντισέπσιον, κοντά στην ηπειρωτική Ανταρκτική. Χαρακτηριστικό είναι ότι βρέθηκαν και είδη που κανονικά απαντώνται στην Αρκτική.
Αυτό που προκαλεί μεγαλύτερη ανησυχία στους ερευνητές είναι η ευκολία προσαρμογής στο περιβάλλον της ηπείρου.
Στο παρελθόν οι άνθρωποι ήταν συνήθως επιφυλακτικοί, καθώς πιστεύουν πως επειδή η Ανταρκτική σε πολύ μεγάλο βαθμό καλύπτεται από πάγο, είναι απίθανο τα φυτά να εγκατασταθούν , δήλωσε ο Steven Chown.
Συμπληρώνει πως αυτό πρόκειται για κοινό λάθος, καθώς υπάρχει ένα ποσοστό μικρότερο από 1% στο οποίο πάγος δεν υπάρχει. Φαίνεται μικρό, αλλά ένα μεγάλο κομμάτι του ποσοστού βρίσκεται στην περιοχή της Χερσονήσου .
Στη Χερσόνησο της Ανταρκτικής, που βρίσκεται στο νότιο άκρο της Νότιας Αμερικής, η θερμοκρασία έχει αυξηθεί περίπου 3 βαθμούς Κελσίου και οι πάγοι βρίσκονται σε φθήνουσα πορεία. Αυτό αφήνει και άλλο πεδίο δράσης και ανάπτυξης των ξένων ειδών. Δεν υπάρχει επαρκής τρόπος αντιμετώπισης του κινδύνου που αντιμετωπίζει η περιοχή. Τα ξενικά είδη είναι μία από τις σημαντικότερες αιτίες εξαφάνισης των ενδημικών ειδών σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς δε γίνεται να σταματήσει η συνεχής ανάπτυξη του τουρισμού.
Αυτό που ίσως θα μπορούσε να περιορίσει κάπως το πρόβλημα είναι όσοι επισκέπτονται την Ανταρκτική να καθαρίζουν ενδελεχώς τα ρούχα και τις αποσκευές τους.
axortagos.gr