Η κρίση χρέους της Ευρωζώνης μας δείχνει ότι κάτι πάει πολύ στραβά στην Ευρώπη. Αλλά τι;
Η πλειοψηφία των οικονομολόγων θεωρεί ότι το πρόβλημα είναι οικονομικό. Πολλοί εξ αυτών υποστήριζαν από χρόνια ότι η ηπειρωτική Ευρώπη αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα – χαμηλή ανάπτυξη, ακατάλληλες κυβερνήσεις, ασφυκτικά κανονιστικά πλαίσια και μια κουλτούρα που δεν ‘αρέσει’ στις αγορές. Εξίσου απαισιόδοξοι δείχνουν και οι Ευρωπαίοι πολίτες, ιδίως σε ό,τι αφορά την οικονομία. Στο πρόσφατο Ευρωβαρόμετρο, το 71% των ερωτηθέντων απάντησαν ότι δεν προσδοκούν τερματισμό της κρίσης στα επόμενα δύο χρόνια.
Όμως οι οικονομικές ανησυχίες των οικονομολόγων και των πολιτών είναι λανθασμένες. Ακόμα κι αν κινηθεί με χαμηλή ανάπτυξη για κάποια ακόμη χρόνια, η ευρωπαϊκή οικονομία θα συνεχίσει να κάνει ό,τι κάνει κάθε σύγχρονη οικονομία. Οι Ευρωπαίοι καταναλωτές είναι κατά βάση τόσο εύποροι όσο και οι Αμερικανοί. Επιπλέον, ίσως να υπάρχει μεγαλύτερη δικαιοσύνη στη διανομή των εισοδημάτων και των καταναλωτικών αγαθών στην Ευρώπη από ότι στις ΗΠΑ. Κι ας μην ξεχνάμε ότι η Ευρωζώνη έχει εξαιρετικά χαμηλό εμπορικό έλλειμμα – το ευρωπαϊκό εμπορικό έλλειμμα 22 ολόκληρων χρόνων, από το 1990 μέχρι σήμερα, είναι μικρότερο από ό,τι το αμερικάνικο εμπορικό έλλειμμα του τελευταίου 6μηνου. Κι αυτό μας λέει ότι η Ευρώπη είναι παγκοσμίως ανταγωνιστική. Το σοβαρό πρόβλημα της Ευρώπης σε σχέση με την Αμερική είναι ότι έχει υψηλότερη ανεργία, αλλά οι εθνικές κυβερνήσεις προσπαθούν τώρα να κάνουν κάτι γι’ αυτήν, έστω και καθυστερημένα.
Το αδύνατο σημείο της Ευρώπης δεν είναι στην πραγματικότητα η οικονομία αλλά η πολιτική. Η έλλειψη πολιτικής συνοχής έχει μετατρέψει κάποια σχετικώς μικρά οικονομικά προβλήματα – το πρόβλημα μιας φαύλης κυβέρνησης στην Ελλάδα και δύο απρόσεκτων κυβερνήσεων στην Πορτογαλία και την Ιρλανδία, οικονομίες κι οι τρεις μικρές σε σχέση με το σύνολο της Ευρωζώνης – σε έναν δυσανάλογα μεγάλο αγώνα προκειμένου να αποτραπεί μια σαρωτική οικονομική κατάρρευση. Παρά τους υπαρκτούς κινδύνους, οι πολιτικοί και οι γραφειοκράτες καταναλώνουν πολύτιμο χρόνο σε διαμάχες. Ίσως στο τέλος πετύχουν τον απαραίτητο συμβιβασμό ανάμεσα στην αυστηρότητα και την αλληλεγγύη αλλά μέχρι στιγμής παραμένουν αρκετά ερωτήματα αναπάντητα κι αυτό δηλώνει ότι παραμένουν ισχυρές οι πιθανότητες για μια νέα έξαρση της κρίσης.
Ωστόσο, θα πρέπει να τοποθετούμε την αναποφασιστικότητα και τις διαφωνίες της Ευρώπης μέσα στο ιστορικό τους πλαίσιο. Πολιτικά μιλώντας, η Ευρώπη είναι σήμερα πολύ πιο σταθερή από ό,τι πριν 100 χρόνια, όταν ένα πολύ μικρότερο επεισόδιο προκάλεσε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Και είναι πολύ πιο ενοποιημένη – δημοσιονομικά και οικονομικά – από ό,τι την επαύριο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου όταν οι πολιτικοί των γερμανικών επανορθώσεων και η απουσία ευελιξίας του ‘χρυσού κανόνα’ συσσώρευσαν ερείπια.
Παρόλα αυτά η Ευρώπη μπορεί και πρέπει να κάνει κάτι πολύ καλύτερο. Και γι’ αυτό πρέπει να αναλάβει ένα εγχείρημα με τρία άξονες.
Ο πρώτος άξονας υποτίθεται ότι έχει ήδη δρομολογηθεί: ισοσκελισμένοι εθνικοί προϋπολογισμοί στις καλές οικονομικές συγκυρίες. Η προγενέστερη προσπάθεια για την επιβολή αυτής της αρχής μέσω του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης απέτυχε, αλλά η κρίση που έχει μεσολαβήσει μπορεί να ενισχύσει τις σχετικές προσπάθειες και την αποφασιστικότητα. Δίχως ισοσκελισμένους εθνικούς προϋπολογισμούς στις καλές συγκυρίες, το σχέδιο του ευρώ είναι καταδικασμένο να καταρρεύσει σε συγκυρία οικονομικής κρίσης.
Δεύτερον, οι εθνικές πολιτικές αρχές και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να συμφωνήσουν – και να το δηλώσουν δημόσια με ξεκάθαρο και κατηγορηματικό τρόπο – ότι η εισαγωγή του νέου δημοσιονομικού συμφώνου σημαίνει πως το κόστος κάθε μελλοντικής εθνικής δημοσιονομικής κατάρρευσης θα μοιράζεται μεταξύ των κρατών πιστωτών και των κρατών δανειοληπτών. Πάντοτε θα υπάρχουν διαμάχες για το πώς θα μοιραστούν οι ζημιές, αλλά οι διαμάχες αυτές δεν θα μπορέσουν να λυθούν αν δεν ξεκινήσουν όλοι αποδεχόμενοι την αρχή της κοινής ευθύνης. Ένα προβληματικό δάνειο δηλώνει ότι και οι δύο πλευρές έκαναν λάθη. Μια πολυεθνική νομισματική ένωση δεν μπορεί να επιβιώσει δίχως αλληλεγγύη ανάμεσα στα μέλη της.
Τρίτον, η Ευρώπη πρέπει να θέσει την οικονομία στην υπηρεσία κάποιου ευρύτερου σκοπού με μεγαλύτερο πολιτικό νόημα από ό,τι ένα σύμφωνο ευημερίας. Οι αμιγώς υλιστικές συμφωνίες θα είναι πάντα ευάλωτες σε συγκυρίες κρίσης.
Πριν από 50 χρόνια, όταν ιδρύθηκε το πρόδρομο σχήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι Ευρωπαίοι ηγέτες είχαν κάθε λόγο να αποδώσουν την έμφαση στην οικονομική ενότητα: κάθε άλλος τύπος πολυεθνικής σύγκλισης παρουσίαζε ισχυρότερες δυσκολίες και προκλήσεις. Η Ευρώπη δεν μοιάζει με τις Ηνωμένες Πολιτείες που μπορούν να επαίρονται για τον ενιαίο ‘αμερικανικό τρόπο ζωής’, στις πολιτισμικές και πολιτικές διαστάσεις του. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε πως η κυριαρχία των αμερικανικών Πολιτειών συνετρίβη πριν 150 χρόνια με τον Αμερικάνικο Εμφύλιο. Η Ευρώπη δεν μοιάζει ούτε με την Κίνα που έχει ενιαία γλώσσα και πολιτισμό εδώ και 3.000 χρόνια.
Κάθε άλλο, τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν διαγράψει ξεχωριστές πορείες εδώ και δεκάδες αιώνες αναπτύσσοντας καθένα τη δική του εθνική γλώσσα και τον δικό του εθνικό πολιτισμό. Τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν μάλιστα πολλές φορές συμπεριφερθεί σαν έφηβα μέλη συμμοριών, πεπεισμένα το καθένα για τη δική του ανωτερότητα και πάντα έτοιμα για νέες – αμοιβαία καταστροφικές – συγκρούσεις.
Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι δυνάμεις της ειρήνης ακολούθησαν την καλύτερη πρακτική της εποχής: προσπάθησαν να οικοδομήσουν ένα πνεύμα εμπιστοσύνης εστιάζοντας σε μια κοινή προσπάθεια, αυτή που ήταν η λιγότερο αμφιλεγόμενη εκείνη την εποχή – στην οικονομία. Η προσπάθειά τους έφερε αποτελέσματα, αν και σχεδόν κάθε βήμα συνοδεύτηκε από σοβαρές δυσκολίες. Το τελευταίο βήμα, η ενοποίηση των νομισματικών και δημοσιονομικών πολιτικών, απέβη ωστόσο άκρως τραυματικό.
Αλλά έπειτα από 60 χρόνια οικονομικής επιτυχίας, θα έπρεπε να είναι σαφές σε όλους ότι η ενίσχυση της ενότητας δεν χρειάζεται να σαρώσει την εθνική διαφορετικότητα. Οι Ιταλοί ποτέ δεν μοιάσουν αρκετά με τους Γερμανούς όπως δεν μοιάζουν οι κάτοικοι της Νέας Υόρκης με τους κατοίκους της Καλιφόρνιας ή ο κόσμος της Σαγκάης με τους ανθρώπους του Πεκίνου. Αλλά οι Ευρωπαίοι πρέπει να μπορέσουν να βρουν το κοινό έδαφος – έστω και μόνο ως μία οντότητα που επιδιώκει να διατηρήσει την ισχύ της απέναντι στην Αμερική και την Κίνα – προκειμένου να στηρίξουν την ευρωπαϊκή κοινή υπόθεση αντί του εθνικού τους οικονομικού συμφέροντος και μόνο. Αν αυτό δεν γίνει, τότε πράγματι κάτι πάει στραβά στην Ευρώπη.
sofokleous10.gr
Η πλειοψηφία των οικονομολόγων θεωρεί ότι το πρόβλημα είναι οικονομικό. Πολλοί εξ αυτών υποστήριζαν από χρόνια ότι η ηπειρωτική Ευρώπη αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα – χαμηλή ανάπτυξη, ακατάλληλες κυβερνήσεις, ασφυκτικά κανονιστικά πλαίσια και μια κουλτούρα που δεν ‘αρέσει’ στις αγορές. Εξίσου απαισιόδοξοι δείχνουν και οι Ευρωπαίοι πολίτες, ιδίως σε ό,τι αφορά την οικονομία. Στο πρόσφατο Ευρωβαρόμετρο, το 71% των ερωτηθέντων απάντησαν ότι δεν προσδοκούν τερματισμό της κρίσης στα επόμενα δύο χρόνια.
Όμως οι οικονομικές ανησυχίες των οικονομολόγων και των πολιτών είναι λανθασμένες. Ακόμα κι αν κινηθεί με χαμηλή ανάπτυξη για κάποια ακόμη χρόνια, η ευρωπαϊκή οικονομία θα συνεχίσει να κάνει ό,τι κάνει κάθε σύγχρονη οικονομία. Οι Ευρωπαίοι καταναλωτές είναι κατά βάση τόσο εύποροι όσο και οι Αμερικανοί. Επιπλέον, ίσως να υπάρχει μεγαλύτερη δικαιοσύνη στη διανομή των εισοδημάτων και των καταναλωτικών αγαθών στην Ευρώπη από ότι στις ΗΠΑ. Κι ας μην ξεχνάμε ότι η Ευρωζώνη έχει εξαιρετικά χαμηλό εμπορικό έλλειμμα – το ευρωπαϊκό εμπορικό έλλειμμα 22 ολόκληρων χρόνων, από το 1990 μέχρι σήμερα, είναι μικρότερο από ό,τι το αμερικάνικο εμπορικό έλλειμμα του τελευταίου 6μηνου. Κι αυτό μας λέει ότι η Ευρώπη είναι παγκοσμίως ανταγωνιστική. Το σοβαρό πρόβλημα της Ευρώπης σε σχέση με την Αμερική είναι ότι έχει υψηλότερη ανεργία, αλλά οι εθνικές κυβερνήσεις προσπαθούν τώρα να κάνουν κάτι γι’ αυτήν, έστω και καθυστερημένα.
Το αδύνατο σημείο της Ευρώπης δεν είναι στην πραγματικότητα η οικονομία αλλά η πολιτική. Η έλλειψη πολιτικής συνοχής έχει μετατρέψει κάποια σχετικώς μικρά οικονομικά προβλήματα – το πρόβλημα μιας φαύλης κυβέρνησης στην Ελλάδα και δύο απρόσεκτων κυβερνήσεων στην Πορτογαλία και την Ιρλανδία, οικονομίες κι οι τρεις μικρές σε σχέση με το σύνολο της Ευρωζώνης – σε έναν δυσανάλογα μεγάλο αγώνα προκειμένου να αποτραπεί μια σαρωτική οικονομική κατάρρευση. Παρά τους υπαρκτούς κινδύνους, οι πολιτικοί και οι γραφειοκράτες καταναλώνουν πολύτιμο χρόνο σε διαμάχες. Ίσως στο τέλος πετύχουν τον απαραίτητο συμβιβασμό ανάμεσα στην αυστηρότητα και την αλληλεγγύη αλλά μέχρι στιγμής παραμένουν αρκετά ερωτήματα αναπάντητα κι αυτό δηλώνει ότι παραμένουν ισχυρές οι πιθανότητες για μια νέα έξαρση της κρίσης.
Ωστόσο, θα πρέπει να τοποθετούμε την αναποφασιστικότητα και τις διαφωνίες της Ευρώπης μέσα στο ιστορικό τους πλαίσιο. Πολιτικά μιλώντας, η Ευρώπη είναι σήμερα πολύ πιο σταθερή από ό,τι πριν 100 χρόνια, όταν ένα πολύ μικρότερο επεισόδιο προκάλεσε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Και είναι πολύ πιο ενοποιημένη – δημοσιονομικά και οικονομικά – από ό,τι την επαύριο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου όταν οι πολιτικοί των γερμανικών επανορθώσεων και η απουσία ευελιξίας του ‘χρυσού κανόνα’ συσσώρευσαν ερείπια.
Παρόλα αυτά η Ευρώπη μπορεί και πρέπει να κάνει κάτι πολύ καλύτερο. Και γι’ αυτό πρέπει να αναλάβει ένα εγχείρημα με τρία άξονες.
Ο πρώτος άξονας υποτίθεται ότι έχει ήδη δρομολογηθεί: ισοσκελισμένοι εθνικοί προϋπολογισμοί στις καλές οικονομικές συγκυρίες. Η προγενέστερη προσπάθεια για την επιβολή αυτής της αρχής μέσω του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης απέτυχε, αλλά η κρίση που έχει μεσολαβήσει μπορεί να ενισχύσει τις σχετικές προσπάθειες και την αποφασιστικότητα. Δίχως ισοσκελισμένους εθνικούς προϋπολογισμούς στις καλές συγκυρίες, το σχέδιο του ευρώ είναι καταδικασμένο να καταρρεύσει σε συγκυρία οικονομικής κρίσης.
Δεύτερον, οι εθνικές πολιτικές αρχές και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να συμφωνήσουν – και να το δηλώσουν δημόσια με ξεκάθαρο και κατηγορηματικό τρόπο – ότι η εισαγωγή του νέου δημοσιονομικού συμφώνου σημαίνει πως το κόστος κάθε μελλοντικής εθνικής δημοσιονομικής κατάρρευσης θα μοιράζεται μεταξύ των κρατών πιστωτών και των κρατών δανειοληπτών. Πάντοτε θα υπάρχουν διαμάχες για το πώς θα μοιραστούν οι ζημιές, αλλά οι διαμάχες αυτές δεν θα μπορέσουν να λυθούν αν δεν ξεκινήσουν όλοι αποδεχόμενοι την αρχή της κοινής ευθύνης. Ένα προβληματικό δάνειο δηλώνει ότι και οι δύο πλευρές έκαναν λάθη. Μια πολυεθνική νομισματική ένωση δεν μπορεί να επιβιώσει δίχως αλληλεγγύη ανάμεσα στα μέλη της.
Τρίτον, η Ευρώπη πρέπει να θέσει την οικονομία στην υπηρεσία κάποιου ευρύτερου σκοπού με μεγαλύτερο πολιτικό νόημα από ό,τι ένα σύμφωνο ευημερίας. Οι αμιγώς υλιστικές συμφωνίες θα είναι πάντα ευάλωτες σε συγκυρίες κρίσης.
Πριν από 50 χρόνια, όταν ιδρύθηκε το πρόδρομο σχήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι Ευρωπαίοι ηγέτες είχαν κάθε λόγο να αποδώσουν την έμφαση στην οικονομική ενότητα: κάθε άλλος τύπος πολυεθνικής σύγκλισης παρουσίαζε ισχυρότερες δυσκολίες και προκλήσεις. Η Ευρώπη δεν μοιάζει με τις Ηνωμένες Πολιτείες που μπορούν να επαίρονται για τον ενιαίο ‘αμερικανικό τρόπο ζωής’, στις πολιτισμικές και πολιτικές διαστάσεις του. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε πως η κυριαρχία των αμερικανικών Πολιτειών συνετρίβη πριν 150 χρόνια με τον Αμερικάνικο Εμφύλιο. Η Ευρώπη δεν μοιάζει ούτε με την Κίνα που έχει ενιαία γλώσσα και πολιτισμό εδώ και 3.000 χρόνια.
Κάθε άλλο, τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν διαγράψει ξεχωριστές πορείες εδώ και δεκάδες αιώνες αναπτύσσοντας καθένα τη δική του εθνική γλώσσα και τον δικό του εθνικό πολιτισμό. Τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν μάλιστα πολλές φορές συμπεριφερθεί σαν έφηβα μέλη συμμοριών, πεπεισμένα το καθένα για τη δική του ανωτερότητα και πάντα έτοιμα για νέες – αμοιβαία καταστροφικές – συγκρούσεις.
Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι δυνάμεις της ειρήνης ακολούθησαν την καλύτερη πρακτική της εποχής: προσπάθησαν να οικοδομήσουν ένα πνεύμα εμπιστοσύνης εστιάζοντας σε μια κοινή προσπάθεια, αυτή που ήταν η λιγότερο αμφιλεγόμενη εκείνη την εποχή – στην οικονομία. Η προσπάθειά τους έφερε αποτελέσματα, αν και σχεδόν κάθε βήμα συνοδεύτηκε από σοβαρές δυσκολίες. Το τελευταίο βήμα, η ενοποίηση των νομισματικών και δημοσιονομικών πολιτικών, απέβη ωστόσο άκρως τραυματικό.
Αλλά έπειτα από 60 χρόνια οικονομικής επιτυχίας, θα έπρεπε να είναι σαφές σε όλους ότι η ενίσχυση της ενότητας δεν χρειάζεται να σαρώσει την εθνική διαφορετικότητα. Οι Ιταλοί ποτέ δεν μοιάσουν αρκετά με τους Γερμανούς όπως δεν μοιάζουν οι κάτοικοι της Νέας Υόρκης με τους κατοίκους της Καλιφόρνιας ή ο κόσμος της Σαγκάης με τους ανθρώπους του Πεκίνου. Αλλά οι Ευρωπαίοι πρέπει να μπορέσουν να βρουν το κοινό έδαφος – έστω και μόνο ως μία οντότητα που επιδιώκει να διατηρήσει την ισχύ της απέναντι στην Αμερική και την Κίνα – προκειμένου να στηρίξουν την ευρωπαϊκή κοινή υπόθεση αντί του εθνικού τους οικονομικού συμφέροντος και μόνο. Αν αυτό δεν γίνει, τότε πράγματι κάτι πάει στραβά στην Ευρώπη.
sofokleous10.gr