tromaktiko: Ελεύθεροι πολιορκημένοι!

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Ελεύθεροι πολιορκημένοι!



Όταν σε μια ελεύθερη χώρα ο εορτασμός της Επανάστασης που οδήγησε στην απελευθέρωσή της προστατεύεται από κιγκλιδώματα, σώματα ασφαλείας και ένοπλους «παρατηρητές» στις στέγες... καταλαβαίνεις ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά.

Είναι ο ορισμός του οξύμωρου. Είναι το θέατρο του παραλόγου στην πιο επιτυχημένη του μεταφορά στην πραγματικότητα.

Ίσως να πασχίζεις ακόμα για να μην ενδώσεις στον υποτιθέμενο λαϊκισμό που βαφτίζει «χούντα» την ελληνική Δημοκρατία του 2012. Μα τα μάτια σου δεν λένε ψέματα. Κάγκελα παντού, ακροβολιστές στις στέγες, πλάνα φυγάδευσης των επισήμων από την αστυνομία. Η ΕΥΠ με πολιτικά να παρακολουθεί, χιλιάδες αστυνομικοί στους δρόμους.

Για τον εορτασμό της ελευθερίας μας.

Δεν μπορείς να αποφύγεις τον παραλληλισμό με την 25η Μαρτίου του 1942. Τον πρώτο εορτασμό της Επανάστασης του 1821 στην κατοχική Ελλάδα. Τότε που η ψευδοκυβέρνηση του Τσολάκογλου προσποιήθηκε ότι τιμούσε την επέτειο παραλληλίζοντας την επανάσταση των Ελλήνων με εκείνη του φασισμού και του εθνικοσοσιαλισμού!

Γιατί «μόνο με τας νέας ιδέας το έθνος μας δύναται να ευτυχήσει εντός της νέας Ευρωπαϊκής και Μεσογειακής τάξεως». Το σημερινό όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μοιάζει επικίνδυνα με εκείνο του ευρωπαϊκού ολοκληρωτισμού του 1942.

Απαγορεύοντας κάθε εκδήλωση από τους απλούς πολίτες, έστησαν ένα θέατρο με επισήμους, με στολές και σημαίες και με έφιππους καραμπινιέρους για να μαζέψουν όσους τόλμησαν να αψηφήσουν τις διαταγές. Ήταν όμως πολλοί. Οι αστυνομικοί δεν μπόρεσαν να τους συγκρατήσουν.

Τελικά οι φασίστες, Έλληνες και μη, αποχώρησαν και άφησαν χιλιάδες κόσμου να καταθέσει τα πραγματικά στεφάνια στα μνημεία. Φοιτητές, ήρωες του μετώπου, χήρες και παιδιά. «Νέους με πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, άντρες και γυναίκες και λαβωμένους με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια».

Σήμερα δεν έχουμε κατοχικά στρατεύματα. Δεν υπήρξε ποτέ εισβολή. Τουλάχιστον όχι με τανκς και αλεξιπτωτιστές. Ήταν μια εισβολή ύπουλη, με δάνεια και ομόλογα, στην οποία άνοιξαν την Κερκόπορτα οι ίδιες μας οι κυβερνήσεις.

Για το καλό της χώρας μας.

Και έστησαν κάγκελα παντού, μοίρασαν λίστες προσκεκλημένων σε οικογένειες στρατιωτικών και αστυνομικών για το πλήθος των ευρισκομένων γύρω από τους επίσημους, ώστε να παρακολουθήσουν όλοι μαζί με τάξη και ασφάλεια τα κοριτσάκια με τα μίνι με το σκίσιμο και τα ψηλοτάκουνα να παρελαύνουν κρατώντας σημαίες.

Για να τιμήσουν τους αγωνιστές μας.

Αναρωτιέμαι τι θα έκαναν εκείνοι: θα γελούσαν; Θα έκλαιγαν; Δεν έχω απάντηση σε αυτό. Ίσως και να έπιαναν ξανά τα άρματα αν έβλεπαν το χάλι της «ελεύθερης» Ελλάδας. Της Ελλάδας που βρίσκεται σε αστυνομικό κλοιό. Της «ελεύθερης» Ελλάδας σε καθεστώς πολιορκίας.

Διάλειμμα #8

…Τίς ἡμέρες ἐκεῖνες ἔκαναν σύναξη μυστική τά παιδιά καί λάβανε τήν ἀπόφαση, ἐπειδή τά κακά μαντάτα πλήθαιναν στήν πρωτεύουσα, νά βγοῦν ἔξω σέ δρόμους καί σέ πλατεῖες μέ τό μόνο πρᾶγμα πού τούς εἶχε ἀπομείνει: μιά παλάμη τόπο κάτω ἀπό τ’ ἀνοιχτό πουκάμισο, μέ τίς μαῦρες τρίχες καί τό σταυρουδάκι τοῦ ἥλιου. Ὅπου είχε κράτος ἡ Ἄνοιξη.

Καί ἐπειδή σίμωνε ἡ μέρα πού τό Γένος εἶχε συνήθειο νά γιορτάζει τόν ἄλλο Σηκωμό, τή μέρα πάλι ἐκείνη ὁρίσανε γιά τήν Ἔξοδο. Καί νωρίς ἐβγήκανε καταμπροστά στόν ἥλιο, μέ πάνου ὡς κάτου ἁπλωμένη τήν ἀφοβιά σά σημαία, οἱ νέοι μέ τά πρησμένα πόδια πού τούς έλεγαν ἀλῆτες.

Καί ἀκολουθούσανε ἄντρες πολλοί, καί γυναῖκες, καί λαβωμένοι μέ τόν ἐπίδεσμο καί τά δεκανίκια. Ὅπου έβλεπες ἄξαφνα στήν ὄψη τους τόσες χαρακιές, πού ‘λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σέ λίγην ὥρα. Τέτοιας λογῆς ἀποκοτιές, ὡστόσο, μαθαίνοντες οἱ Ἄλλοι, σφοδρά ταράχτηκαν. Καί φορές τρεῖς μέ τό μάτι ἀναμετρῶντας τό ἔχει τους, λάβανε τήν ἀπόφαση νά βγοῦν ἔξω σέ δρόμους καί σέ πλατεῖες, μέ τό μόνο πρᾶγμα πού τούς εἶχε ἀπομείνει: μιά πήχη φωτιά κάτω ἀπ’ τά σίδερα, μέ τίς μαῦρες κάνες καί τά δόντια τοῦ ἥλιου. Ὅπου μήτε κλῶνος μήτε ἀνθός, δάκρυο ποτέ δέν ἔβγαλαν. Καί χτυπούσανε ὅπου νά ‘ναι, σφαλῶντας τά βλέφαρα μέ ἀπόγνωση.

Καί ἡ Ἄνοιξη ὁλοένα τούς κυρίευε. Σάν νά μήν ἤτανε ἄλλος δρόμος πάνω σ’ ὁλακέρη τή γῆ, γιά νά περάσει ἡ Ἄνοιξη παρά μονάχα αὐτός, καί νά τόν εἶχαν πάρει ἀμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, περ’ ἀπ’ τήν ἄκρη τῆς ἀπελπισιᾶς, τή Γαλήνη πού έμελλαν νά γίνουν, οἱ νέοι μέ τά πρησμένα πόδια πού τούς έλεγαν ἀλῆτες, καί οἱ ἄντρες, καί οἱ γυναῖκες, καί οἱ λαβωμένοι μέ τόν ἐπίδεσμο καί τά δεκανίκια.
Καί περάσανε μέρες πολλές μέσα σέ λίγην ὥρα. Καί θερίσανε πλῆθος τά θηρία, καί άλλους ἐμάζωξαν. Καί τήν άλλη μέρα ἐστήσανε στόν τοῖχο τριάντα…

“Άξιον Εστί” – Οδυσσέας Ελύτης.

xreokopimenoikairoi.wordpress.com
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!