Σε προηγούμενο άρθρο μας ασχοληθήκαμε με το λαθρεμπόριο καυσίμων. Το κείμενο που ακολουθεί, επικεντρώνει την προσοχή του... σε ένα άλλο ζήτημα σχετικό πάλι με τα πετρελαιοειδή, που παρουσιάζει επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Αναλυτικότερα, στις 21 Οκτωβρίου 2010 με μια υπουργική απόφαση, υπογραφής Γ. Παπακωνσταντίνου, επαναλειτούργησαν τα πρατήρια πώλησης πετρελαιοειδών προϊόντων της εταιρίας «Καταστήματα Αφορολογήτων Ειδών» Α.Ε, στους μεθοριακούς σταθμούς Κήπων, Έβρου, Προμαχώνα, Ευζώνων, Ορμενίου και Κακαβιάς.
Τα ανωτέρω πρατήρια που ανήκουν λοιπόν σε μια μόνο ιδιωτική εταιρία διαθέτουν αφορολόγητο πετρέλαιο κίνησης σε φορτηγά Δημόσιας Χρήσης, που φέρουν ξένες πινακίδες χωρών εκτός ΕΕ και μόνο. Αποδεχόμαστε καταρχάς τη θέση των ιδιοκτητών (έως αποδείξεως του αντιθέτου), κατά την οποία τα εν λόγω πρατήρια δεν είναι μέρος του λαθρεμπορίου καυσίμων της χώρας.
Ερώτηση: Τι εξυπηρετεί η συγκεκριμένη ρύθμιση εκτός από τα συμφέροντα μιας μόνο εταιρίας; Το δημόσιο χάνει έσοδα, που θα εισέπραττε (έστω και μέρος τους) αν οι οδηγοί εφοδιάζονταν πετρέλαιο από τα υφιστάμενα πρατήρια των ευρύτερων περιοχών πλησίον των συνόρων. Επιπλέον τα πρατήρια υγρών καυσίμων κοντά στα σύνορα χάνουν πελάτες υπέρ μιας εταιρίας, η οποία λίγα χιλιόμετρα μετά, πουλά σχεδόν μισοτιμής το πετρέλαιο κίνησης.
Δεύτερον, η άνιση μεταχείριση στο υπό εξέταση θέμα μεταξύ των φορτηγών τρίτων χωρών (εκτός ΕΕ) και των υπολοίπων οδηγεί σε στρεβλώσεις ως προς τον ανταγωνισμό, καθώς το πετρέλαιο κίνησης που χρησιμοποιείται από τα ελληνικά φορτηγά επιβαρύνεται με όλους τους φόρους.
Βέβαια, το επιχείρημα υπέρ της λειτουργίας των πρατηρίων αυτών είναι το εξής: Τα εν λόγω πρατήρια εφοδιάζουν με φθηνό πετρέλαιο τα ξένα φορτηγά, οπότε ανταγωνίζονται τα πρατήρια καυσίμων μετά τα σύνορα. Έτσι, μένουν χρήματα στη χώρα (στον επιχειρηματία) και φόροι εισοδήματος για το κράτος.
Αν δεχθούμε αυτό το επιχείρημα τότε θέτουμε την επόμενη ερώτηση: Γιατί συγκεντρώθηκαν όλα τα πρατήρια στα σύνορα στα χέρια μιας μόνο επιχείρησης; Υπάρχουν δεκάδες άλλοι τρόποι διαχείρισης αυτού του προβλήματος με άλλες επιπτώσεις πολύ θετικότερες, τόσο για την τοπική οικονομία όσο και τον προϋπολογισμό του κράτους.
Τέτοιες ρυθμίσεις που ευνοούν δακτυλοδεικτούμενους επιχειρηματίες, θέτουν εύλογα ερωτήματα αναφορικά με τον σκοπό που καλούνται να εξυπηρετήσουν.
Προς τι λοιπόν τόση ζέση για την εξυπηρέτηση μιας και μοναδικής εταιρίας όταν ή όποια απόφασή: α) δεν έχει αναπτυξιακό χαρακτήρα, β) δεν αναφέρεται σε έναν κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, και γ) προκαλεί στρεβλώσεις στην αγορά της περιοχής;. Το τελευταίο μπορούσε να αποφευχθεί με μια άλλη ρύθμιση, που θα έβαζε στο ‘παιγνίδι’ αρκετούς πωλητές καυσίμων και όχι μια εταιρία. Όποιος υποστηρίξει ότι η σχετική νομοθεσία της ΕΕ εμποδίζει ρυθμίσεις αυτής της μορφής, τότε σφάλει ή δεν ξέρει να χειρίζεται τέτοιες καταστάσεις.
*Αν. καθηγητή Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ