του Χρήστου Ιακώβου-Διευθυντή του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
Τριάντα τρία χρόνια μετά την επανάσταση η οποία ανέτρεψε την μοναρχία, το Ιράν συνεχίζει να αναζητεί την ταυτότητα της κοινωνίας και του πολιτικού του συστήματος.Αυτό είναι το γενικό συμπέρασμα από τις βουλευτικές εκλογές της περασμένης εβδομάδας. Το αποτέλεσμα των εκλογών θα πρέπει να αναλυθεί στην αντίφαση και διαπάλη που δημιουργεί η έντονη εσωτερική πίεση για μεταρρυθμίσεις και στον ανταγωνισμό ισχύος μεταξύ της ηγετικής ομάδας η οποία κυριάρχησε και βρίσκεται στην εξουσία μετά την επανάσταση του 1979, από την μια, και στην αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ σχετικά με το πυρηνικό του πρόγραμμα, από την άλλη.
Η Ιρανική επανάσταση υπήρξε η αντανάκλαση των επώδυνων διλημμάτων που αντιμετώπισε ο αναπτυσσόμενος μουσουλμανικός κόσμος κατά τη διάρκεια του δευτέρου ημίσεως του 20ου αιώνα, όπως η σχέση μεταξύ πολιτικής εξουσίας και θρησκευτικής, της ταυτότητας των πηγών της πολιτικής κυριαρχίας και του προσδιορισμού των ορίων της πολιτικής δράσης. Η σταδιακή επιβολή ισλαμικού καθεστώτος υπήρξε συνδυασμός της ανάγκης για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις μετά την ανατροπή της μοναρχίας και της εδραίωση της ισχύος του Χομείνι στην σταθεροποιητική και μεταβατική περίοδο της επανάστασης.
Οι εκλογές του 1997 και η σαρωτική νίκη (69%) του μετριοπαθούς κληρικού Μοχάμμαντ Χαταμί έφερε στην επιφάνεια την ανάγκη για αλλαγές μέσα στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, κάτι που άρχισε να διαγράφεται μετά τον θάνατο του Αγιατόλλαχ Χομείνι το 1989. Ενώ αυτή η τάση φαινόταν να διαγράφει μία πορεία μη αναστρέψιμη, ήρθε η Αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003 να επηρεάσει καθοριστικά τις εσωτερικές τάσεις εντός του Ιράν, προς όφελος των συντηρητικών
Μετά την εισβολή στο Ιράκ, οι συντηρητικοί της Τεχεράνης χρησιμοποίησαν την αμερικανική απροθυμία να δεχθεί βελτίωση των σχέσων με την κυβέρνηση Χαταμί, που ήταν προτεραιότητα της εξωτερικής της πολιτικής, προκειμένου να εκθέσουν στο εσωτερικό τους μεταρρυθμιστές και να κερδίσουν τις εκλογές του 2005. Με την άνοδο του Αχμαντινετζάτ στην εξουσία επιταχύνθηκε το πρόγραμμα ανάπτυξης πυρηνικών όπλων. Επιπλέον, η συντηρητική κυβέρνηση εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία των Αμερικανών να ελέγξουν τις εξελίξεις στο Ιράκ, μετά την ανατροπή του Σαντάμ Χουσείν, και σκλήρυνε τη στάση της χρησιμοποιώντας τις κατά καιρούς εξεγέρσεις των σιιτών προκειμένου να εκβιάζει τους αμερικανούς να αποδεχθούν το Ιράν ως ένα σημαντικό στρατηγικό παράγοντα στη διαμόρφωση της νέας τάξης πραγμάτων. Σταδιακώς, αυτό εξελίχθηκε σε ένα στρατηγικό παιχνίδι που ενίσχυσε γεωπολιτικά το Ιράν και εξασφάλισε την επιβίωση του θεοκρατικού καθεστώτος, δίδοντας της ιδεολογικό και πολιτικό προβάδισμα έναντι των μεταρρυθμιστών.
Η έντονη προσπάθεια της συντηρητικής ηγετικής ομάδας να αποκτήσει πυρηνική τεχνογνωσία οδήγησε στη δημιουργία ενός ισχυρού διαπραγματευτικού «χαρτιού» που η ανταλλαγή του με τις ΗΠΑ θα οδηγήσει το Ιράν εκτός του κλοιού απομόνωσης στον οποίο έχει περιέλθει μετά την επανάσταση του 1979. Επιπλέον, σήμερα το Ιράν είναι η μοναδική ισχυρή δύναμη της Μέσης Ανατολής με περιφερειακή εμβέλεια, διότι δεν υπάρχει κανένα μουσουλμανικό κράτος που να διεκδικεί αυτό το ρόλο. Η κυβέρνηση Αχμαντινετζάτ πέραν του ότι κατάφερε να επεκτείνει την επιρροή της στο Ιράκ, λόγω τις ειδικής σχέσης με τους σιίτες, αύξησε την επιρροή της στο Λίβανο, λόγω της υποστήριξης προς τη Χιζμπολλάχ, στις Παλαιστινιακές περιοχές, λόγω της Χαμάς, στο Αφγανιστάν, λόγω τις ειδικής σχέσης που διεμόρφωσε με κάποιες φυλές και τέλος έχει καταστεί ο κύριος προστάτης της Συρίας έναντι των αμερικανικών πιέσεων προς τη Δαμασκό.
Το Ιράν είναι ένα μεγάλο κράτος με μεγάλο δημογραφικό εκτόπισμα, που ξεπερνά αθροιστικά όλους τους πληθυσμούς των κρατών του Περσικού Κόλπου. Επίσης διαθέτει και την πρόσθετη δυνατότητα που πηγάζει από τις αυξημένες τιμές πετρελαίου των τελευταίων ετών, να διευρύνει δηλαδή το μέγεθος της οικονομίας του.
Το Ιράν είναι σήμερα πιο ισχυρό όσο ποτέ άλλοτε στην σύγχρονή του ιστορία. Ταυτοχρόνως, διαθέτει στην εξουσία ένα συντηρητικό καθεστώς, το οποίο δείχνει αποφασισμένο να αναλαμβάνει ρίσκα έναντι των ΗΠΑ, γεγονός που του προσδίδει ιδιαίτερο κύρος ανάμεσα στο μουσουλμανικό κόσμο της Μέσης Ανατολής επιτρέποντάς του να καλλιεργεί το θρησκευτικό και εθνικιστικό συναίσθημα στο εσωτερικό προς όφελός του. Επιπλέον, βρίσκεται πολύ κοντά στην απόκτηση πυρηνικών όπλων. Με αυτά τα δεδομένα, η σταδιακή αύξηση της ισχύος του Ιράν είναι μία από τις πιο έντονες προκλήσεις που έχει πλέον να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση Ομπάμα στην εξωτερική της πολιτική. Αν λάβεις κανείς υπόψη και την εκβιαστική πίεση που θέτει στην αμερικανική κυβέρνηση το Ισραήλ για πιθανό στρατιωτικό πλήγμα κατά του Ιράν, η πρόκληση γίνεται πιο επώδυνη.
Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι ο αρχιτέκτονας της ανάδυσης του Ιράν σε περιφερειακή δύναμη ήταν ο άνθρωπος που μισούσε πιο πολύ το σημερινό ισλαμικό καθεστώς της Τεχεράνης, ο σάχης Μοχάμμεντ Ρεζά Παχλαβί, τον οποίο ο Χομείνι ανέτρεψε με την επανάσταση του 1979. Ό,τι ήταν για το σάχη η φιλοδοξία να οικοδομήσει ένα ισχυρό κράτος πάνω στον εθνικισμό είναι σήμερα, για τους διαδόχους του, μία παράλληλη φιλοδοξία να οικοδομήσουν ένα ισχυρό Ιράν πάνω στο πολιτικό Ισλάμ. Ό,τι ήταν για το σάχη ο ισχυρός πυλώνας των φιλοδοξιών του είναι σήμερα για τους ισλαμιστές μία αντικειμενική πραγματικότητα.
sofokleous10.gr