Αρρυθμία χαρακτηρίζεται η κατάσταση εκείνη κατά την οποία ο ρυθμός λειτουργίας της καρδιάς δεν είναι ρυθμικός.
Πολλές φορές ο άρρωστος όταν καταφέρνει να ψηλαφά το σφυγμό του παρατηρεί ότι παρουσιάζει διακοπές. Άλλοτε το αισθάνεται σαν σκίρτημα της καρδιάς. Άλλοτε πάλι μπορεί να έχει αρρυθμίες και να μην αισθάνεται τίποτα.
Ο άρρωστος όταν διαπιστώσει ότι η καρδιά του λειτουργεί άρρυθμα έχει πολλές φορές το συναίσθημα ότι η καρδιά του θα σταματήσει. Γι’ αυτό και ανησυχεί ιδιαίτερα. Ο φόβος ότι η καρδιά του μπορεί να σταματήσει απότομα τον κατακυριεύει. Ευτυχώς όμως, που κατά κανόνα οι ανησυχίες του αυτές είναι υπερβολικές.
Φυσιολογικά η καρδιά διεγείρεται από τον φλεβόκομβο. Το ερέθισμα μετά διαχέεται στους κόλπους και τους ερεθίζει (κολπική συστολή). Μετά μέσω του κολποκοιλιακού κόμβου διαχέεται στις κοιλίες που τις διεγείρει και αυτές (κοιλιακή συστολή). Εάν για κάποια αιτία αυτή η ρυθμική διέγερση της καρδιάς διακοπεί λέμε ότι εμφανίζεται αρρυθμία.
Τα κυριότερα συμπτώματα είναι τα εξής:
• Αίσθημα παλμών δηλαδή αίσθημα «φτερουγίσματος» της καρδιάς
• Αίσθημα διακοπών του φυσιολογικού παλμού της καρδιάς
• Δύσπνοια – λαχάνιασμα
• Εύκολη κόπωση
• Ζάλη, λιποθυμία
• Συγκοπή
Σε ορισμένες περιπτώσεις επικίνδυνων αρρυθμιών ακόμα και αιφνίδιος θάνατος.
Φλεβοκομβικός ρυθμός
Φυσιολογικά η καρδιά διεγείρεται από το φλεβόκομβο που βρίσκεται στο δεξιό κόλπο σε περιοχή μεταξύ της εκβολής της άνω και κάτω κοίλης φλέβας. Στην περίπτωση αυτή λέμε ότι ο ρυθμός είναι φλεβοκομβικός και με τον όρο αυτό εννοούμε ότι δεν υπάρχει αρρυθμία από προσωρινή ή μονιμότερη επικράτηση κέντρου εκπομπής ερεθισμάτων έξω από τον φλεβόκομβο. Ακόμη με τον όρο «φλεβοκομικός ρυθμός» οι περισσότεροι γιατροί στην καθημερινή πράξη εννοούν ότι δεν υπάρχει αρρυθμία.
Σε φλεβοκομβικό ρυθμό με φυσιολογική αγωγή του ερεθίσματος το ηλεκτροκαρδιογράφημα δείχνει φυσιολογικό έπαρμα Ρ, διάστημα PR 0,12-0,20 sec και στενό σύμπλεγμα QRS εύρους μικρότερου των 0,11 sec.
Πως γίνεται η διάγνωση των αρρυθμιών;
Η διάγνωση των αρρυθμιών γίνεται με το απλό ηλεκτροκαρδιογράφημα, την 24ωρη καταγραφή του ηλεκτροκαρδιογραφήματος κατά Hοlter και τον ηλεκτροφυσιολογικό έλεγχο.
Σε κάθε περίπτωση αρρυθμίας της καρδιάς που επιμένει, ο άρρωστος πρέπει να επισκέπτεται τον γιατρό του. Ο καρδιολόγος με το απλό ηλεκτροκαρδιογράφημα ή την 24ωρη καταγραφή του ηλεκτροκαρδιο-γραφήματος (Ηοlter) όταν διαπιστώσει την αρρυθμία με μία σειρά καρδιολογικών εξετάσεων, θα διερευνήσει την πιθανότητα υπάρξεως κάποιας καρδιοπάθειας που να σχετίζεται με τη δεδομένη αρρυθμία.
Αρρυθμίες και καρδιακός κίνδυνος
Αν όλες οι εργαστηριακές εξετάσεις αποδειχθούν φυσιολογικές, τότε η αρρυθμία είναι καλοήθης άνευ ιδιαίτερης σημασίας.
Αντίθετα εάν η αρρυθμία αποδειχθεί ότι συνδέεται με καρδιολογική πάθηση που πιθανόν να απειλήσει και τη ζωή τότε η περαιτέρω διερεύνηση της αρρυθμίας χρειάζεται ηλεκτροφυσιολογική μελέτη. Η μελέτη αυτή γίνεται με τη χρήση ηλεκτροδίων τα οποία δίνουν ηλεκτρικά ερεθίσματα στην καρδιά και ταυτόχρονα καταγράφουν το αποτέλεσμά τους. Έτσι είναι δυνατόν κατά τη διάρκεια της μελέτης να προκληθεί αρρυθμία ή ακόμα και η συγκεκριμένη αρρυθμία που καταγράφηκε στο ηλεκτροκαρδιογράφημα. Με αυτόν τον τρόπο διευκρινίζεται ο μηχανισμός που παράγει την αρρυθμία.
Οι αρρυθμίες διακρίνονται σε:
• καλοήθεις
• δυνητικά κακοήθεις και
• κακοήθεις.
Καλοήθεις:
Οι καλοήθεις αρρυθμίες είναι αραιοί (λιγότεροι από 10/ώρα) μονοεστιακοί έκτοποι παλμοί, που συμβαίνουν σε άτομα χωρίς καρδιακή νόσο (ή με μικρή ανατομική βλάβη χωρίς κανένα αιμοδυναμικό επηρεασμό).
Σε αυτά τα άτομα αρκεί η εξωνοσοκομειακή αξιολόγηση, το πολύ κάνοντας και μια δοκιμασία Holter.
Ο κίνδυνος αιφνίδιου θανάτου σε αυτά τα άτομα είναι ασήμαντος.
Δυνητικά Κακοήθεις:
Εδώ υπάγονται συχνοί ή πολυεστιακοί κοιλιακοί έκτοποι παλμοί ή κατά ζεύγη, ή η μη εμμένουσα κοιλιακή ταχυκαρδία (που σταματά αυτόματα σε λιγότερο από 30 δευτερόλεπτα).
Απαντούν σε καρδιοπάθειες με μέση ή σοβαρή ανατομική βλάβη.
Η πρόγνωση εξαρτάται από την επίδοση της αριστερής κοιλίας.
Αν ο άρρωστος δεν έχει καρδιακή ανεπάρκεια και το κλάσμα εξώθησης είναι μεγαλύτερο του 30% ο κίνδυνος αιφνίδιου θανάτου είναι μικρός.
Η αξιολόγηση του αρρώστου μπορεί να γίνει εξωνοσοκομειακά μόνο με δοκιμασία Holter.
Αν όμως το κλάσμα εξώθησης είναι μικρότερο του 30% ή ο άρρωστος έχει σύνδρομο καρδιακής ανεπάρκειας, ο κίνδυνος είναι σοβαρός.
Χρειάζεται πλήρης μελέτη εξω- ή ενδο- νοσοκομειακή με σύστημα Holter και ίσως ηλεκτροφυσιολογική μελέτη.
Κακοήθεις:
Εδώ υπάγονται ο κολποκοιλιακός αποκλεισμός, η κοιλιακή μαρμαρυγή και η εμμένουσα κοιλιακή ταχυκαρδία.
Ο κίνδυνος αιφνίδιου θανάτου σε άτομα που είχαν επεισόδια τέτοιων αρρυθμιών είναι μεγάλος, ανεξάρτητα από την αιμοδυναμική τους κατάσταση.
Πρέπει να αξιολογηθούν ενδονοσοκομειακά με ηλεκτροφυσιολογική μελέτη.
Από τις υπερκοιλιακές αρρυθμίες κακοήθεις είναι μόνο η κολπική μαρμαρυγή που συμβαίνει σε σύνδρομο Wolff Parkinson White, αν συμβαίνει με ταχεία κοιλιακή ανταπόκριση.
Αν η μέση κοιλιακή συχνότητα είναι τότε περί τους 300 ανά λεπτό, ο κίνδυνος να μεταπέσει σε κοιλιακή μαρμαρυγή είναι άμεσος.
Μόνο το 10% των αρρυθμιών αποδεικνύεται με τη διερεύνηση ότι είναι επικίνδυνο για τη ζωή. Αλλά και γι’ αυτές ακόμα τις αρρυθμίες υπάρχει αισιοδοξία γιατί με τις σύγχρονες καρδιολογικές εξελίξεις είναι αντιμετωπίσιμες.
Πώς θεραπεύεται η Αρρυθμία;
Η θεραπεία των αρρυθμιών εξαρτάται από τη φύση τους (από το αν δηλαδή πρόκειται για απλές έκτακτες συστολές, ταχυκαρδίες, βραδυκαρδίες, διακοπές του καρδιακού ρυθμού, κολπική μαρμαρυγή κ.τ.λ.) και από την ύπαρξη ή όχι υποκείμενης καρδιοπάθειας.
Η θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει αντιαρρυθμικά φάρμακα, ηρεμιστικά φάρμακα και ανάλογα με την περίπτωση αντιπηκτικά φάρμακα.
Σε συγκεκριμένες αρρυθμίες (βραδυαρρυθμίες) μπορεί να γίνει εμφύτευση βηματοδότη (ειδικό μηχάνημα που με ηλεκτρικό ρεύμα δίνει ρυθμό στην καρδιά όταν παρουσιάζονται παύσεις του ρυθμού), ενώ αν εμφανιστούν αρρυθμίες επικίνδυνες για αιφνίδιο θάνατο γίνεται εμφύτευση ειδικού απινιδωτή, δηλαδή ενός μηχανήματος που επαναφέρει το ρυθμό της καρδιάς όταν αυτή παρουσιάσει θανατηφόρο αρρυθμία.
Πώς μπορεί να προληφθεί η Αρρυθμία;
Για τις απλές αρρυθμίες, δηλαδή τις απλές έκτακτες συστολές, συνιστάται αποφυγή του στρες, των μεγάλων γευμάτων και της υπερκατανάλωσης αλκοόλ και καφέ, καθώς και διακοπή του καπνίσματος και ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης.
Στις πιο σύνθετες αρρυθμίες που υπάρχει υπόστρωμα καρδιακής νόσου, απαιτείται συμμόρφωση με τη φαρμακευτική αγωγή και τακτική παρακολούθηση με ειδικές διαγνωστικές εξετάσεις.
medlabgr.blogspot.com