Η Ελλάδα βγήκε βίαια από τον εθνικό μικρόκοσμο της μεταπολιτευτικής περιόδου, μετά από μια παρατεταμένη κρίση ελλειμμάτων και χρέους, η οποία μετατράπηκε σε οξύτατη κρίση δανεισμού.
Ούτε η ένταξη στην Ε.Ε, ούτε η ένταξη στην ευρωζώνη και το ευρώ στάθηκαν ικανά να αφυπνίσουν το πολιτικό σύστημα ώστε να αναπροσανατολίσει και να προσαρμόσει τους θεσμούς και την οικονομία στο νέο περιβάλλον υψηλού ανταγωνισμού στην Ευρώπη και τον κόσμο.
Αντίθετα, αυτά λειτούργησαν ως υποκατάστατο εφησυχασμού απέναντι στην όλο και μεγαλύτερη ανάγκη συγκρότησης μιας εθνικής στρατηγικής στις νέες γεωπολιτικές και γεωοικονομικές συνθήκες, που διαμόρφωναν από τη μια η παγκοσμιοποίηση και οι νέες αναδυόμενες καπιταλιστικές δυνάμεις και από την άλλη η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ (όταν η δυτική Ευρώπη κατακτούσε τις αγορές της ανατολικής, η Ελλάδα έμενε εκτός, υποκαθιστώντας την αγροτική παραγωγή με τις επιδοτήσεις.).
Στην ίδια περίοδο, η πολιτική εξουσία πίστευε πως η χώρα μπορεί να παρακάμψει την αναδιοργάνωση της βιομηχανικής της παραγωγής, απαξιώνοντας ταυτόχρονα την πρωτογενή της παραγωγή και να μετατραπεί σε χώρα υπηρεσιών και τουρισμού.
Οι τεράστιες στρεβλώσεις και ανισορροπίες που δημιούργησε αυτό το «εθνικό μοντέλο συσσώρευσης» μιας κρατικοδίαιτης οικονομίας διανομής, μιας κλεπτο-οικονομίας, την οποία συνέθεταν (το εμπόριο, οι ελλειμματικές υπηρεσίες που απορροφούσαν την εργατική δύναμη, η οποία πριν μετανάστευε καθώς και χιλιάδες εταιρίες εισαγωγών) οδήγησαν στη μόνιμη δορυφοριοποίηση ενός μη βιώσιμου ελλειμματοφόρου κοινωνικο-οικονομικού μοντέλου βαριά εξαρτημένου από τις αγορές και την Ευρώπη.
Η οικοδόμηση μιας νέας Ελληνικής Δημοκρατίας έχει ως απαράβατη προϋπόθεση μια ουσιαστική αναδιανομή του πλούτου της Χώρας.
H αναδόμηση της μεσαίας τάξης στην Χώρα, πάνω στην οποία η Ευρώπη στήριξε το οικοδόμημα μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας, μπορεί να επιτευχθεί πάνω στην στέρεη βάση της παραγωγικής αναδιάρθρωσης της χώρας.
Η κρίση ανέδειξε την πλήρη ανατροπή της μεταπολιτευτικής αναδιανεμητικής δημοκρατίας μας που εξασφάλιζε την ισορροπία ανάμεσα στη διατήρηση ενός ανεκτού βιοτικού επιπέδου για τον λαό από τη μια και τη συντήρηση μιας χαώδους παραοικονομίας και δανεισμού από την άλλη.
Δημιουργήθηκε έτσι η ψευδαίσθηση του «ελληνικού θαύματος» ενός ιδιόμορφου μοντέλου ελληνικού κλεπτοκαπιταλισμού που μπορεί να επιβιώνει παρασιτώντας, χωρίς παραγωγή και ταυτόχρονα αποφεύγοντας τη σύγκριση και τον ανταγωνισμό με τον έξω κόσμο.
Η κρίση δεν είναι τίποτα άλλο παρά η συντριβή αυτής της ψευδαίσθησης και η αποκάλυψη της τραγικής θέσης της χώρα.
Φάνηκε μόλις σήμερα, ότι οι έννοιες με τις οποίες πολιτεύτηκαν για δεκαετίες τα κυβερνητικά κόμματα στη χώρα, όπως εκσυγχρονισμός, ισχυρή-θωρακισμένη οικονομία, κοινωνία των πολιτών, ή κοινωνική συνοχή, ήταν έννοιες κενές περιεχομένου και αποκλειστικά για δημαγωγική, επικοινωνιακή χρήση.
Η περηφάνια για την οικοδόμηση της κοινωνίας των 2/3, της ανάδειξης μιας πολυπληθούς μεσαίας τάξης, της ευφορίας του λαϊκού καπιταλισμού, του χρηματιστηρίου και της Ολυμπιάδας έγινε συντρίμμια και μετατράπηκε στην Ελλάδα των ανέργων, των πεινασμένων, των αστέγων και των 2/3 της νέας φτώχειας. Το παραπλανητικό θαύμα μετατράπηκε σε εφιάλτη.
Οι πραγματικές διαστάσεις της κρίσης παίρνουν τα χαρακτηριστικά μιας εθνικής πολιτιστικής, πολιτικής και κοινωνικής «αποκάλυψης» για τον ελληνικό λαό.
Όμως οι παθογένειες της μεταπολίτευσης, που μας οδήγησαν ως εδώ, παραμένουν και υπονομεύουν τις θυσίες του λαού μας για την έξοδο από την κρίση.
Η δημιουργία ενός διαχρονικού, διακομματικού, πολιτικού κατεστημένου, το οποίο προσάρμοσε ακόμα και τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις στα μέτρα του, η διαμόρφωση ενός φαυλοκρατικού πολιτικού συστήματος εξουσίας, η τριτοκοσμική θεσμική συγκρότηση της χώρας με επίκεντρο το κράτος, η επιδοματοποίηση της κοινωνικής πολιτικής – αντί της παροχής υπηρεσιών, η διάχυτη διαφθορά, το καθεστώς ανομίας, οι συνθήκες βαριάς ανισότητας των πολιτών και το ιστορικά ανεκπλήρωτο αίσθημα δικαίου του λαού δημιουργούν εκρηκτικό κλίμα αποσύνθεσης και κατακερματισμού της κοινωνίας, αποτελώντας ανυπέρβλητα εμπόδια στην προσπάθεια εξόδου από την κρίση και χαρακτηρίζουν ανάγλυφα το μοντέλο της ελληνικής δημοκρατίας.
Η κυρίαρχη επιλογή της αυτονόμησης του πολιτικού συστήματος και κυρίως της κυβέρνησης, από την κοινωνία, με σημαία την υπερβατική θεωρία «της σωτηρίας της Πατρίδας» είναι διάτρητη και επικίνδυνη.
Πατρίδα είναι η γλώσσα, η ταυτότητα του ελληνισμού, είναι η ιστορία ενός λαού, το έμψυχο και άψυχο υλικό και τα εδάφη του. Ο κίνδυνος για την πατρίδα προϋποθέτει εξωτερική απειλή και ορατό εχθρό, εκτός αν τη θέση του υπέχει η Τρόικα των εταίρων του δανεισμού.
Παράλληλα, αποκρύπτει την πραγματικότητα, ότι ο αντίπαλος σε αυτή την κρίση βρίσκεται κυρίως στο εσωτερικό μέτωπο, στους διαχειριστές της κρίσης.
Ταυτόχρονα, δεν μπορεί να γίνεται επίκληση του κινδύνου για την Πατρίδα, όταν ο τρόπος διαχείρισης της κρίσης προκαλεί τη ρήξη του εθνικού μετώπου και της κοινωνικής συμμαχίας, που είναι αναγκαία για την έξοδο απ’ αυτή. Η επίκληση του πατριωτισμού δεν μπορεί να αφορά αποκλειστικά στις δυνάμεις της εργασίας.
Δεν μπορούμε να ζητάμε Ευρωπαϊκή και Διεθνή αλληλεγγύη, που ήδη αναπτύσσεται στην Ευρώπη και αλλού, χωρίς να την επιδιώκουμε στο εσωτερικό της χώρας. Η επιδίωξη μιας πειθαρχημένης κοινωνικής προσπάθειας εξόδου από την κρίση, θα απαιτούσε αποκατάσταση του αισθήματος κοινωνικής αλληλεγγύης στο εσωτερικό, η οποία μπορεί να γίνει μόνο με τη μεταφορά του παράνομα συσσωρευθέντος πλούτου, για την ανακούφιση από την μονόπλευρη επιβάρυνση της εργασίας, ενώ θα συνέβαλε και στη δημιουργία του αρχικού αναπτυξιακού πλεονάσματος.
Προωθείται νέα βαριά αναδιανομή πλούτου, μόνο σε βάρος του εργασιακού κόστους. Αυτή η πολιτική είναι σκανδαλωδώς άδικη και άκρως αναποτελεσματική, διότι η χώρα, που σε 8-10 χρόνια θα βγει από την κρίση, θα έχει απωλέσει πάνω από το ¼ του ΑΕΠ της, θα έχει οδηγήσει σε έναν εξαθλιωμένο λαό, ενώ τα συμφέροντα που την οδήγησαν στην κρίση θα παραμείνουν κυρίαρχα και μετά από αυτή. Ο λαός και η ιστορία δε θα δικαιολογήσουν ποτέ, ότι ένα κόμμα, όπως το ΠΑΣΟΚ θα έχει μεσολαβήσει για να γίνει αυτό.
Όταν κλείνει ένας ιστορικός κύκλος, με τον σημερινό μάλιστα τρόπο, τότε συμπαρασύρει και τις πολιτικές δυνάμεις που τον υπηρέτησαν.
Οι υπεύθυνοι των μεγάλων στρεβλώσεων της μεταπολίτευσης (η ενσωμάτωση στο κράτος που έπρεπε να αλλάξουμε, η συμφιλίωση και η τροφοδότηση της τεράστιας παραοικονομίας, η οποία εκτόπισε την πραγματική οικονομία, η εκτροπή των δημοκρατικών διεκδικήσεων προς την συνδιοίκηση και την συνδιαχείριση με τα κρατικά συνδικάτα) δεν μπορούν να αποτελέσουν τους φορείς του εγχειρήματος εξόδου από την κρίση.
Στον αντίποδα τώρα η υιοθέτηση ενός νεοφιλελεύθερου μονόδρομου ως συνταγή εξόδου από την κρίση είναι καταστροφική και αδιέξοδη για τον λαό και την Χώρα.
Η οικοδόμηση νέου μοντέλου δημοκρατικών κομμάτων, ικανών να εξαλείψουν το χάσμα των νέων γενεών με την πολιτική και το μεγάλο δημοκρατικό έλλειμμα συμμετοχής και απόφασης του ελληνικού λαού, καταργώντας τη συντηρητική διαίρεση εργασίας και ρόλων στο εσωτερικό τους.
Η αναγέννηση της πολιτικής προϋποθέτει την αναγέννηση του δημοκρατικού πολιτικού κόμματος και την επανατοποθέτηση του στο κέντρο του δημοκρατικού μας συστήματος. Η λαϊκή βούληση δεν μπορεί να εκφραστεί από το Κοινοβούλιο χωρίς δημοκρατικά κόμματα μαζικής συμμετοχής και απόφασης.
Γνωρίσαμε στη χώρα την «μετακομματική δημοκρατία», που οδήγησε στην απώλεια της αυτονομίας της πολιτικής και στη δημιουργία υποκατάστατων εξωθεσμικών κέντρων εξουσίας, τα οποία εξυπηρετούν τα πιο αναχρονιστικά και μεταπρατικά οικονομικά συμφέροντα. Ένα μοντέλο Δημοκρατίας που προωθεί τη μαζοποίηση ενός λαού στο περιθώριο.
Στοιχεία μιας ουσιαστικής πρότασης εξόδου από την κρίση και ανοικοδόμησης της χώρας.
Η έως τώρα διαπραγμάτευση της κυβερνητικής ηγεσίας της χώρας έγινε χωρίς εθνικό διαπραγματευτικό σχέδιο, δεν ήταν ούτε σκληρή, ούτε μαλακή. Αποτέλεσε ουσιαστικά προσχώρηση στη δημοσιονομική, διαπραγματευτική λογική των δανειστών.
Στο εσωτερικό της Χώρας μεταφέραμε μόνο τα εκβιαστικά τους διλλήματα, γιατί έτσι υποτάσσαμε και το λαό και την αντιπολίτευση.
Μια νέα Εθνική διαπραγματευτική γραμμή αποτελεί ουσιαστικά το εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση και συνιστά το εθνικό διαπραγματευτικό ισοδύναμο σε δύο κατευθύνσεις:
1. Αναστροφή του διλλήματος και του εκβιασμού που υπέστη η χώρα προς τους δανειστές, με την κατηγορηματική παραδοχή ότι η χώρα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αντιμετώπισης του χρέους (άτακτη ή επιλεκτική χρεοκοπία) είναι αποφασισμένη να παραμείνει στο ευρώ.
2. Αποφασιστική προβολή του εθνικού ισοδύναμου σε δύο επίπεδα:
ΠΟΛΙΤΙΚΟ: Η χώρα έχει ανάγκη από μια σαρωτική μεταρρυθμιστική επανάσταση στο πολιτικό σύστημα της χώρας (από το σύνταγμα ως την άμεση συμμετοχική δημοκρατία) στο κρατικό μόρφωμα και τους θεσμούς της χώρας, στην άρση ανοχής, υπόθαλψης και στο ξερίζωμα της παραοικονομίας.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ: Τον αναδρομικό έλεγχο νομιμότητας του πλούτου που αποκτήθηκε στη χώρα τις δεκαετίες της «ανάπτυξης» στους τομείς της παραοικονομίας (υγεία, δημόσια έργα, λαθρεμπόριο καυσίμων, χρηματοδοτήσεις του δημοσίου κτλ.)
Την χρήση αυτών των πόρων στη δημοσιονομική προσαρμογή, στην ανακούφιση των βαρύτερα πληγέντων κοινωνικών στρωμάτων και στη δημιουργία εθνικού αναπτυξιακού αποθέματος.
Η Προοπτική της ανάπτυξης
Δεν υπάρχει στη χώρα ούτε σε πολιτικό, ούτε σε ακαδημαϊκό επίπεδο επεξεργασμένη πολιτική ανάπτυξης.
Η τρέχουσα λογική που προτείνει άμεση επανεκκίνηση της οικονομίας με φορολογικά κίνητρα, εννοεί την επανεκκίνηση των ίδιων παθολογικών τομέων της οικονομίας. Αγνοεί την εθνική ανάγκη αναπροσανατολισμού της ελληνικής οικονομίας σε παραγωγική κατεύθυνση, η οποία πρέπει να προηγηθεί.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, η αναβάθμιση της Χώρας στην κλίμακα του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, έρευνας, τεχνολογίας και παραγωγής αποτελεί μια δύσκολη αλλά απολύτως αναγκαία πορεία προς το μέλλον.
Η εκπόνηση ενός στρατηγικού αναπτυξιακού σχεδίου που λαμβάνει υπ’ οψιν τη γεωοικονομική θέση της χώρας και τον γεωπολιτικό της ρόλο απαιτεί μακρόπνοο σχεδιασμό και αποτελεί εθνική αναγκαιότητα.
Τα Διευρωπαϊκά, Ευρασιατικά δίκτυα οδικών και σιδηροδρομικών μεταφορών, που αξιοποιούν τη στρατηγική θέση της χώρας, ενώ αποτελούν κοινό τόπο συμφερόντων με πολλές ευρωπαϊκές και άλλες χώρες.
Τα Διηπειρωτικά και υποθαλάσσια δίκτυα μεταφοράς ενέργειας των οποίων η χώρα αποτελεί φυσικό κόμβο και πέρασμα
Την σχεδιασμένη πολιτικά υποκατάσταση των εισαγωγών, αρχίζοντας από τομείς προτεραιότητας όπως υγείας, μεταποίησης ορυκτού πλούτου, ναυπηγοεπισκευαστική, πολεμική βιομηχανία κλπ.
Οικοδόμηση μιας ολοκληρωμένης αγροδιατροφικής βιομηχανίας στη χώρα με εξαγωγικές κατευθύνσεις
Ολοκλήρωση της αξιοποίησης όλων των μορφών τουρισμού για μια συνολική ποιοτική αναβάθμιση των προσφερόμενων υπηρεσιών στη χώρα
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για τις οποίες τόσος λόγος γίνεται ήδη στη χώρα στην κατεύθυνση μιας βιώσιμης αειφόρου ανάπτυξης που θα διαπερνά όλες τις αναπτυξιακές πρωτοβουλίες
Η αξιοποίηση του λεγόμενου γίγαντα του ενεργειακού και μεταλλευτικού ορυκτού πλούτου της χώρας και η ανάπτυξη μιας μεταποιητικής βιομηχανίας σ’ αυτούς τους τομείς που θα αυξάνει σημαντικά την προστιθέμενη αξία στην Χώρα και τις εξαγωγικές της δυνατότητες.
Η αναπτυξιακή στρατηγική της χώρας μπορεί να κινηθεί αξιοποιώντας τη νέα περιφερειακή δομή της χώρας, αποφεύγοντας τον κεντρικό υδροκεφαλισμό, προωθώντας την περιφερειακή ανάπτυξη και την πραγματική ενσωμάτωση της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι εκλογές που έρχονται θα αποτελέσουν την πρώτη φάση αποδόμησης, πολτοποίησης ενός ανίκανου πολιτικού συστήματος, αυτού που αποτελεί τον κύριο υπεύθυνο της κρίσης.
Η πρωτοφανής μετατόπιση των κοινωνικών στρωμάτων, η κατάρρευση της μεσαίας τάξης άδειασε τις κομματικές πυραμίδες από την κοινωνική τους αναφορά και εκπροσώπηση και οδηγεί αναπόφευκτα στην ανασύνθεση των πολιτικών δυνάμεων της χώρας.
Μια νέα κοινωνική συμμαχία εργαζομένων, επιστημόνων, παραγωγών και παραγωγικών επιχειρήσεων θα αναδειχθεί ως πολιτική συμμαχία όλων των δημιουργικών δυνάμεων για την ανοικοδόμηση μιας νέας Ελλάδας.
Ένα νέο μοντέλο νεοελληνικού πολιτισμού (αξιών-προτύπων-συμβόλων) θα αναδειχθεί στην θέση του παλιού.
Oι νέες γενεές της πατρίδας μας, σπάζοντας το φράγμα της πολιτικής απομόνωσης θα συμμετέχουν ενεργά στην διαμόρφωση της Δημοκρατικής αναγέννησης της Ελληνικής κοινωνίας.
Η ανασύνθεση ενός πλουραλιστικού δημοκρατικού εναλλακτικού συνασπισμού πολιτικών δυνάμεων σε μια ριζοσπαστική κατεύθυνση διακυβέρνησης της Χώρας στα πλαίσια του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού αποτελεί το ζητούμενο για τον Ελληνικό λαό.
ΟΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ
Ηλιας Θεοδωρίδης (Πέλλας),
Γιάννης Mιχελογιαννακης (Ηρακλείου)
Θεόδωρος Παραστατιδης (Κιλκίς),
Τσετιν Μουχαμερ Μαντατζη (Ξάνθης)
Γεώργιος Παπαμανωλης (Κυκλάδων)
Γιάννης Αμοιριδης (Πιερίας)
Ούτε η ένταξη στην Ε.Ε, ούτε η ένταξη στην ευρωζώνη και το ευρώ στάθηκαν ικανά να αφυπνίσουν το πολιτικό σύστημα ώστε να αναπροσανατολίσει και να προσαρμόσει τους θεσμούς και την οικονομία στο νέο περιβάλλον υψηλού ανταγωνισμού στην Ευρώπη και τον κόσμο.
Αντίθετα, αυτά λειτούργησαν ως υποκατάστατο εφησυχασμού απέναντι στην όλο και μεγαλύτερη ανάγκη συγκρότησης μιας εθνικής στρατηγικής στις νέες γεωπολιτικές και γεωοικονομικές συνθήκες, που διαμόρφωναν από τη μια η παγκοσμιοποίηση και οι νέες αναδυόμενες καπιταλιστικές δυνάμεις και από την άλλη η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ (όταν η δυτική Ευρώπη κατακτούσε τις αγορές της ανατολικής, η Ελλάδα έμενε εκτός, υποκαθιστώντας την αγροτική παραγωγή με τις επιδοτήσεις.).
Στην ίδια περίοδο, η πολιτική εξουσία πίστευε πως η χώρα μπορεί να παρακάμψει την αναδιοργάνωση της βιομηχανικής της παραγωγής, απαξιώνοντας ταυτόχρονα την πρωτογενή της παραγωγή και να μετατραπεί σε χώρα υπηρεσιών και τουρισμού.
Οι τεράστιες στρεβλώσεις και ανισορροπίες που δημιούργησε αυτό το «εθνικό μοντέλο συσσώρευσης» μιας κρατικοδίαιτης οικονομίας διανομής, μιας κλεπτο-οικονομίας, την οποία συνέθεταν (το εμπόριο, οι ελλειμματικές υπηρεσίες που απορροφούσαν την εργατική δύναμη, η οποία πριν μετανάστευε καθώς και χιλιάδες εταιρίες εισαγωγών) οδήγησαν στη μόνιμη δορυφοριοποίηση ενός μη βιώσιμου ελλειμματοφόρου κοινωνικο-οικονομικού μοντέλου βαριά εξαρτημένου από τις αγορές και την Ευρώπη.
Η οικοδόμηση μιας νέας Ελληνικής Δημοκρατίας έχει ως απαράβατη προϋπόθεση μια ουσιαστική αναδιανομή του πλούτου της Χώρας.
H αναδόμηση της μεσαίας τάξης στην Χώρα, πάνω στην οποία η Ευρώπη στήριξε το οικοδόμημα μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας, μπορεί να επιτευχθεί πάνω στην στέρεη βάση της παραγωγικής αναδιάρθρωσης της χώρας.
Η κρίση ανέδειξε την πλήρη ανατροπή της μεταπολιτευτικής αναδιανεμητικής δημοκρατίας μας που εξασφάλιζε την ισορροπία ανάμεσα στη διατήρηση ενός ανεκτού βιοτικού επιπέδου για τον λαό από τη μια και τη συντήρηση μιας χαώδους παραοικονομίας και δανεισμού από την άλλη.
Δημιουργήθηκε έτσι η ψευδαίσθηση του «ελληνικού θαύματος» ενός ιδιόμορφου μοντέλου ελληνικού κλεπτοκαπιταλισμού που μπορεί να επιβιώνει παρασιτώντας, χωρίς παραγωγή και ταυτόχρονα αποφεύγοντας τη σύγκριση και τον ανταγωνισμό με τον έξω κόσμο.
Η κρίση δεν είναι τίποτα άλλο παρά η συντριβή αυτής της ψευδαίσθησης και η αποκάλυψη της τραγικής θέσης της χώρα.
Φάνηκε μόλις σήμερα, ότι οι έννοιες με τις οποίες πολιτεύτηκαν για δεκαετίες τα κυβερνητικά κόμματα στη χώρα, όπως εκσυγχρονισμός, ισχυρή-θωρακισμένη οικονομία, κοινωνία των πολιτών, ή κοινωνική συνοχή, ήταν έννοιες κενές περιεχομένου και αποκλειστικά για δημαγωγική, επικοινωνιακή χρήση.
Η περηφάνια για την οικοδόμηση της κοινωνίας των 2/3, της ανάδειξης μιας πολυπληθούς μεσαίας τάξης, της ευφορίας του λαϊκού καπιταλισμού, του χρηματιστηρίου και της Ολυμπιάδας έγινε συντρίμμια και μετατράπηκε στην Ελλάδα των ανέργων, των πεινασμένων, των αστέγων και των 2/3 της νέας φτώχειας. Το παραπλανητικό θαύμα μετατράπηκε σε εφιάλτη.
Οι πραγματικές διαστάσεις της κρίσης παίρνουν τα χαρακτηριστικά μιας εθνικής πολιτιστικής, πολιτικής και κοινωνικής «αποκάλυψης» για τον ελληνικό λαό.
Όμως οι παθογένειες της μεταπολίτευσης, που μας οδήγησαν ως εδώ, παραμένουν και υπονομεύουν τις θυσίες του λαού μας για την έξοδο από την κρίση.
Η δημιουργία ενός διαχρονικού, διακομματικού, πολιτικού κατεστημένου, το οποίο προσάρμοσε ακόμα και τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις στα μέτρα του, η διαμόρφωση ενός φαυλοκρατικού πολιτικού συστήματος εξουσίας, η τριτοκοσμική θεσμική συγκρότηση της χώρας με επίκεντρο το κράτος, η επιδοματοποίηση της κοινωνικής πολιτικής – αντί της παροχής υπηρεσιών, η διάχυτη διαφθορά, το καθεστώς ανομίας, οι συνθήκες βαριάς ανισότητας των πολιτών και το ιστορικά ανεκπλήρωτο αίσθημα δικαίου του λαού δημιουργούν εκρηκτικό κλίμα αποσύνθεσης και κατακερματισμού της κοινωνίας, αποτελώντας ανυπέρβλητα εμπόδια στην προσπάθεια εξόδου από την κρίση και χαρακτηρίζουν ανάγλυφα το μοντέλο της ελληνικής δημοκρατίας.
Η κυρίαρχη επιλογή της αυτονόμησης του πολιτικού συστήματος και κυρίως της κυβέρνησης, από την κοινωνία, με σημαία την υπερβατική θεωρία «της σωτηρίας της Πατρίδας» είναι διάτρητη και επικίνδυνη.
Πατρίδα είναι η γλώσσα, η ταυτότητα του ελληνισμού, είναι η ιστορία ενός λαού, το έμψυχο και άψυχο υλικό και τα εδάφη του. Ο κίνδυνος για την πατρίδα προϋποθέτει εξωτερική απειλή και ορατό εχθρό, εκτός αν τη θέση του υπέχει η Τρόικα των εταίρων του δανεισμού.
Παράλληλα, αποκρύπτει την πραγματικότητα, ότι ο αντίπαλος σε αυτή την κρίση βρίσκεται κυρίως στο εσωτερικό μέτωπο, στους διαχειριστές της κρίσης.
Ταυτόχρονα, δεν μπορεί να γίνεται επίκληση του κινδύνου για την Πατρίδα, όταν ο τρόπος διαχείρισης της κρίσης προκαλεί τη ρήξη του εθνικού μετώπου και της κοινωνικής συμμαχίας, που είναι αναγκαία για την έξοδο απ’ αυτή. Η επίκληση του πατριωτισμού δεν μπορεί να αφορά αποκλειστικά στις δυνάμεις της εργασίας.
Δεν μπορούμε να ζητάμε Ευρωπαϊκή και Διεθνή αλληλεγγύη, που ήδη αναπτύσσεται στην Ευρώπη και αλλού, χωρίς να την επιδιώκουμε στο εσωτερικό της χώρας. Η επιδίωξη μιας πειθαρχημένης κοινωνικής προσπάθειας εξόδου από την κρίση, θα απαιτούσε αποκατάσταση του αισθήματος κοινωνικής αλληλεγγύης στο εσωτερικό, η οποία μπορεί να γίνει μόνο με τη μεταφορά του παράνομα συσσωρευθέντος πλούτου, για την ανακούφιση από την μονόπλευρη επιβάρυνση της εργασίας, ενώ θα συνέβαλε και στη δημιουργία του αρχικού αναπτυξιακού πλεονάσματος.
Προωθείται νέα βαριά αναδιανομή πλούτου, μόνο σε βάρος του εργασιακού κόστους. Αυτή η πολιτική είναι σκανδαλωδώς άδικη και άκρως αναποτελεσματική, διότι η χώρα, που σε 8-10 χρόνια θα βγει από την κρίση, θα έχει απωλέσει πάνω από το ¼ του ΑΕΠ της, θα έχει οδηγήσει σε έναν εξαθλιωμένο λαό, ενώ τα συμφέροντα που την οδήγησαν στην κρίση θα παραμείνουν κυρίαρχα και μετά από αυτή. Ο λαός και η ιστορία δε θα δικαιολογήσουν ποτέ, ότι ένα κόμμα, όπως το ΠΑΣΟΚ θα έχει μεσολαβήσει για να γίνει αυτό.
Όταν κλείνει ένας ιστορικός κύκλος, με τον σημερινό μάλιστα τρόπο, τότε συμπαρασύρει και τις πολιτικές δυνάμεις που τον υπηρέτησαν.
Οι υπεύθυνοι των μεγάλων στρεβλώσεων της μεταπολίτευσης (η ενσωμάτωση στο κράτος που έπρεπε να αλλάξουμε, η συμφιλίωση και η τροφοδότηση της τεράστιας παραοικονομίας, η οποία εκτόπισε την πραγματική οικονομία, η εκτροπή των δημοκρατικών διεκδικήσεων προς την συνδιοίκηση και την συνδιαχείριση με τα κρατικά συνδικάτα) δεν μπορούν να αποτελέσουν τους φορείς του εγχειρήματος εξόδου από την κρίση.
Στον αντίποδα τώρα η υιοθέτηση ενός νεοφιλελεύθερου μονόδρομου ως συνταγή εξόδου από την κρίση είναι καταστροφική και αδιέξοδη για τον λαό και την Χώρα.
Η οικοδόμηση νέου μοντέλου δημοκρατικών κομμάτων, ικανών να εξαλείψουν το χάσμα των νέων γενεών με την πολιτική και το μεγάλο δημοκρατικό έλλειμμα συμμετοχής και απόφασης του ελληνικού λαού, καταργώντας τη συντηρητική διαίρεση εργασίας και ρόλων στο εσωτερικό τους.
Η αναγέννηση της πολιτικής προϋποθέτει την αναγέννηση του δημοκρατικού πολιτικού κόμματος και την επανατοποθέτηση του στο κέντρο του δημοκρατικού μας συστήματος. Η λαϊκή βούληση δεν μπορεί να εκφραστεί από το Κοινοβούλιο χωρίς δημοκρατικά κόμματα μαζικής συμμετοχής και απόφασης.
Γνωρίσαμε στη χώρα την «μετακομματική δημοκρατία», που οδήγησε στην απώλεια της αυτονομίας της πολιτικής και στη δημιουργία υποκατάστατων εξωθεσμικών κέντρων εξουσίας, τα οποία εξυπηρετούν τα πιο αναχρονιστικά και μεταπρατικά οικονομικά συμφέροντα. Ένα μοντέλο Δημοκρατίας που προωθεί τη μαζοποίηση ενός λαού στο περιθώριο.
Στοιχεία μιας ουσιαστικής πρότασης εξόδου από την κρίση και ανοικοδόμησης της χώρας.
Η έως τώρα διαπραγμάτευση της κυβερνητικής ηγεσίας της χώρας έγινε χωρίς εθνικό διαπραγματευτικό σχέδιο, δεν ήταν ούτε σκληρή, ούτε μαλακή. Αποτέλεσε ουσιαστικά προσχώρηση στη δημοσιονομική, διαπραγματευτική λογική των δανειστών.
Στο εσωτερικό της Χώρας μεταφέραμε μόνο τα εκβιαστικά τους διλλήματα, γιατί έτσι υποτάσσαμε και το λαό και την αντιπολίτευση.
Μια νέα Εθνική διαπραγματευτική γραμμή αποτελεί ουσιαστικά το εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση και συνιστά το εθνικό διαπραγματευτικό ισοδύναμο σε δύο κατευθύνσεις:
1. Αναστροφή του διλλήματος και του εκβιασμού που υπέστη η χώρα προς τους δανειστές, με την κατηγορηματική παραδοχή ότι η χώρα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αντιμετώπισης του χρέους (άτακτη ή επιλεκτική χρεοκοπία) είναι αποφασισμένη να παραμείνει στο ευρώ.
2. Αποφασιστική προβολή του εθνικού ισοδύναμου σε δύο επίπεδα:
ΠΟΛΙΤΙΚΟ: Η χώρα έχει ανάγκη από μια σαρωτική μεταρρυθμιστική επανάσταση στο πολιτικό σύστημα της χώρας (από το σύνταγμα ως την άμεση συμμετοχική δημοκρατία) στο κρατικό μόρφωμα και τους θεσμούς της χώρας, στην άρση ανοχής, υπόθαλψης και στο ξερίζωμα της παραοικονομίας.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ: Τον αναδρομικό έλεγχο νομιμότητας του πλούτου που αποκτήθηκε στη χώρα τις δεκαετίες της «ανάπτυξης» στους τομείς της παραοικονομίας (υγεία, δημόσια έργα, λαθρεμπόριο καυσίμων, χρηματοδοτήσεις του δημοσίου κτλ.)
Την χρήση αυτών των πόρων στη δημοσιονομική προσαρμογή, στην ανακούφιση των βαρύτερα πληγέντων κοινωνικών στρωμάτων και στη δημιουργία εθνικού αναπτυξιακού αποθέματος.
Η Προοπτική της ανάπτυξης
Δεν υπάρχει στη χώρα ούτε σε πολιτικό, ούτε σε ακαδημαϊκό επίπεδο επεξεργασμένη πολιτική ανάπτυξης.
Η τρέχουσα λογική που προτείνει άμεση επανεκκίνηση της οικονομίας με φορολογικά κίνητρα, εννοεί την επανεκκίνηση των ίδιων παθολογικών τομέων της οικονομίας. Αγνοεί την εθνική ανάγκη αναπροσανατολισμού της ελληνικής οικονομίας σε παραγωγική κατεύθυνση, η οποία πρέπει να προηγηθεί.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, η αναβάθμιση της Χώρας στην κλίμακα του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, έρευνας, τεχνολογίας και παραγωγής αποτελεί μια δύσκολη αλλά απολύτως αναγκαία πορεία προς το μέλλον.
Η εκπόνηση ενός στρατηγικού αναπτυξιακού σχεδίου που λαμβάνει υπ’ οψιν τη γεωοικονομική θέση της χώρας και τον γεωπολιτικό της ρόλο απαιτεί μακρόπνοο σχεδιασμό και αποτελεί εθνική αναγκαιότητα.
Τα Διευρωπαϊκά, Ευρασιατικά δίκτυα οδικών και σιδηροδρομικών μεταφορών, που αξιοποιούν τη στρατηγική θέση της χώρας, ενώ αποτελούν κοινό τόπο συμφερόντων με πολλές ευρωπαϊκές και άλλες χώρες.
Τα Διηπειρωτικά και υποθαλάσσια δίκτυα μεταφοράς ενέργειας των οποίων η χώρα αποτελεί φυσικό κόμβο και πέρασμα
Την σχεδιασμένη πολιτικά υποκατάσταση των εισαγωγών, αρχίζοντας από τομείς προτεραιότητας όπως υγείας, μεταποίησης ορυκτού πλούτου, ναυπηγοεπισκευαστική, πολεμική βιομηχανία κλπ.
Οικοδόμηση μιας ολοκληρωμένης αγροδιατροφικής βιομηχανίας στη χώρα με εξαγωγικές κατευθύνσεις
Ολοκλήρωση της αξιοποίησης όλων των μορφών τουρισμού για μια συνολική ποιοτική αναβάθμιση των προσφερόμενων υπηρεσιών στη χώρα
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για τις οποίες τόσος λόγος γίνεται ήδη στη χώρα στην κατεύθυνση μιας βιώσιμης αειφόρου ανάπτυξης που θα διαπερνά όλες τις αναπτυξιακές πρωτοβουλίες
Η αξιοποίηση του λεγόμενου γίγαντα του ενεργειακού και μεταλλευτικού ορυκτού πλούτου της χώρας και η ανάπτυξη μιας μεταποιητικής βιομηχανίας σ’ αυτούς τους τομείς που θα αυξάνει σημαντικά την προστιθέμενη αξία στην Χώρα και τις εξαγωγικές της δυνατότητες.
Η αναπτυξιακή στρατηγική της χώρας μπορεί να κινηθεί αξιοποιώντας τη νέα περιφερειακή δομή της χώρας, αποφεύγοντας τον κεντρικό υδροκεφαλισμό, προωθώντας την περιφερειακή ανάπτυξη και την πραγματική ενσωμάτωση της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι εκλογές που έρχονται θα αποτελέσουν την πρώτη φάση αποδόμησης, πολτοποίησης ενός ανίκανου πολιτικού συστήματος, αυτού που αποτελεί τον κύριο υπεύθυνο της κρίσης.
Η πρωτοφανής μετατόπιση των κοινωνικών στρωμάτων, η κατάρρευση της μεσαίας τάξης άδειασε τις κομματικές πυραμίδες από την κοινωνική τους αναφορά και εκπροσώπηση και οδηγεί αναπόφευκτα στην ανασύνθεση των πολιτικών δυνάμεων της χώρας.
Μια νέα κοινωνική συμμαχία εργαζομένων, επιστημόνων, παραγωγών και παραγωγικών επιχειρήσεων θα αναδειχθεί ως πολιτική συμμαχία όλων των δημιουργικών δυνάμεων για την ανοικοδόμηση μιας νέας Ελλάδας.
Ένα νέο μοντέλο νεοελληνικού πολιτισμού (αξιών-προτύπων-συμβόλων) θα αναδειχθεί στην θέση του παλιού.
Oι νέες γενεές της πατρίδας μας, σπάζοντας το φράγμα της πολιτικής απομόνωσης θα συμμετέχουν ενεργά στην διαμόρφωση της Δημοκρατικής αναγέννησης της Ελληνικής κοινωνίας.
Η ανασύνθεση ενός πλουραλιστικού δημοκρατικού εναλλακτικού συνασπισμού πολιτικών δυνάμεων σε μια ριζοσπαστική κατεύθυνση διακυβέρνησης της Χώρας στα πλαίσια του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού αποτελεί το ζητούμενο για τον Ελληνικό λαό.
ΟΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ
Ηλιας Θεοδωρίδης (Πέλλας),
Γιάννης Mιχελογιαννακης (Ηρακλείου)
Θεόδωρος Παραστατιδης (Κιλκίς),
Τσετιν Μουχαμερ Μαντατζη (Ξάνθης)
Γεώργιος Παπαμανωλης (Κυκλάδων)
Γιάννης Αμοιριδης (Πιερίας)