Η έρευνα, η οποία δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Pediatrics, δεν είναι η πρώτη που συνδέει ζητήματα συμπεριφοράς με διαταραχές στην αναπνοή στη διάρκεια του ύπνου με τα παιδιά είτε να ροχαλίζουν, είτε να αναπνέουν από το στόμα ή να πάσχουν από υπνική άπνοια.
«Δεν επινοήσαμε τον συσχετισμό» είπε η επικεφαλής ερευνήτρια Κάρεν Μπόνακ στο Κολλέγιο Ιατρικής Άινσταϊν της Νέας Υόρκης.
Αλλά η έρευνα της ομάδας της, η οποία παρακολούθησε περισσότερα από 13.000 παιδιά από τη νηπιακή ηλικία ως τα επτά τους χρόνια, είναι η μεγαλύτερη που έχει γίνει για αυτό το πρόβλημα.
Από τα παιδιά αυτά, το 45% παραμένει χωρίς προβλήματα αναπνοής τη νύχτα, σύμφωνα με τους γονείς τους. Τα υπόλοιπα εμφάνισαν συμπτώματα κάποια στιγμή στη διάρκεια της νηπιακής ηλικίας ή τα πρώτα χρόνια της παιδικής.
Το 8% των παιδιών εμπίπτει στην «χειρότερη» κατά τους ερευνητές κατηγορία με προβλήματα αναπνοής που κορυφώθηκαν στην ηλικία των δύο και των τριών και επέμειναν.
Συνολικά, η ομάδα της Μπόνακ διαπίστωσε ότι τα παιδιά με προβλήματα αναπνοής στον ύπνο ήταν πιθανότερο να εμφανίσουν μέχρι τα επτά τους χρόνια διαταραχές της συμπεριφοράς ή συναισθηματικές, όπως Σύνδρομο Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ADHD) ή άγχος.
Σχεδόν το 13,5% είχαν τέτοια συμπτώματα στα επτά τους, σε αντίθεση με λίγο πάνω από το 8% των παιδιών που είχαν απαλλαγεί από προβλήματα αναπνοής στον ύπνο.