«Έρχονται γυναίκες μεσοαστές, καλοντυμένες, και προσπαθούν, με πολλή ντροπή, να μας πουλήσουν αντικείμενα που δεν χρησιμοποιούν στο σπίτι τους» αναφέρει στο ΑΜΠΕ ο πρόεδρος του Σωματείου Παλαιοπωλών Καταστηματαρχών Θεσσαλονίκης Παναγιώτης Κοτίδης.
«Μία φορά, μάλιστα, ήρθε μία γυναίκα, με ρώτησε αν αγοράζω ρούχα και μοy έδειξε ένα γυναικείο τζιν σε μια σακούλα» προσθέτει, εξηγώντας ότι στην ουσία φέρνουν στην αγορά πράγματα που παλαιότερα μπορεί να πετούσαν.
«Τώρα, όμως, ελέω οικονομικής κρίσης, σκέφτονται ότι αν τα πουλήσουν, κάτι μπορεί να πάρουν, κάποια ‘τρύπα’ μπορούν να κλείσουν» λέει ο κ. Κοτίδης.
Πολλοί καταστηματάρχες στο Μπιτ Παζάρ, στα παλιατζίδικα της Θεσσαλονίκης, αντιμετωπίζουν καθημερινά πλέον μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Άνθρωποι που τους γνώριζαν, γείτονες και καθημερινοί επισκέπτες της αγοράς, οι οποίοι έρχονταν για ψώνια ή απλά για βόλτα, προσπαθούν να τους πουλήσουν πράγματα για λίγα ευρώ.
Ακόμη και κάποια ξεχασμένα CD, DVD και είδη οικιακής χρήσης, «επιστρατεύονται» στο κυνήγι του χρήματος, αν και πολλές φορές υπερτιμούν την αξία των πραγμάτων.
«Θυμάμαι μια γυναίκα, η οποία έφερε ένα μπρίκι και μου ζητούσε γι’ αυτό 50 ευρώ και μία άλλη που έφερε μια κασετίνα με μαχαιροπήρουνα και ήθελε να τα πουλήσει 100 ευρώ» λέει ο παλαιοπώλης Μανασής Αγγέλογλου.
«Με βάση, μάλιστα, το γεγονός» συνεχίζει «ότι οι τιμές στην αγορά παραμένουν καθηλωμένες την τελευταία πενταετία και η κίνηση έχει πέσει ραγδαία, είναι αδύνατο να ανταποκριθούμε σε τέτοια αιτήματα».
Κοινή αντίληψη των περισσοτέρων καταστηματαρχών είναι ότι όσοι έρχονται στην αγορά για να πουλήσουν αντικείμενα, υπερτιμούν την αξία τους, λόγω συναισθηματικής φόρτισης ή λανθασμένης αντίληψης περί παλαιότητας.
Είναι ενδεικτικό ότι παλιές ραπτομηχανές- βαλιτσάκια, που ήταν ευρέως διαδεδομένες τη δεκαετία του ‘70, πωλούνται από τους παλαιοπώλες προς 20 ευρώ η μία, ενώ όσοι θέλουν να τις πουλήσουν ζητούν πάνω από 100 ευρώ!
«Μιλάμε ως επί των πλείστον για απελπισμένους ανθρώπους που φέρνουν στην αγορά διάφορα πράγματα, προσδοκώντας μια μικρή οικονομική ανάσα» σημειώνει ο κ. Αγγέλογλου.
«Μία γυναίκα ήθελε να μου πουλήσει μία… κατσαρόλα, ενώ πολλοί νέοι, έρχονται για πρώτη φορά στο Μπιτ Παζάρ, κουβαλώντας προς πώληση βιβλία τους και ρούχα» υπογραμμίζει ο κ. Κοτίδης.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Σωματείου, οι παλαιοπώλες αδυνατούν να αγοράσουν μεγάλο όγκο αντικειμένων καθώς η οικονομική κρίση, έχει «στεγνώσει» όλη την αγορά. Έτσι, δεν είναι λίγοι αυτοί που πηγαίνουν να πουλήσουν πράγματα και επιστρέφουν άπραγοι στα σπίτια τους.
«Οι περισσότεροι πια που κυκλοφορούν στην αγορά είναι αυτοί που θέλουν να πουλήσουν και όχι να αγοράσουν» σκιαγραφεί την κατάσταση ο κ. Κοτίδης ο οποίος αντιμετωπίζει, όπως λέει, πρώτη φορά αυτή την κατάσταση, ύστερα από 23 χρόνια που διαθέτει κατάστημα στο Μπιτ Παζάρ.
Μέχρι στιγμής, πάντως, ο κόσμος φέρνει για πώληση από τα σπίτια, αντικείμενα που δεν έχουν ιδιαίτερη αξία, εκτιμούν οι παλαιοπώλες.
Ωστόσο, αν συνεχιστεί η κρίση, θα αρχίσουν να «γυμνώνουν» τις κατοικίες τους, ξεπουλώντας πολύτιμα πράγματα προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες τους.
Να κάνει πράξη ο Δήμος την υπόσχεση για υπαίθριο παζάρι
Η ζοφερή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει γενικότερα η αγορά της Θεσσαλονίκης, αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι, πολλές φορές, τα εμπορεύματα από καταστήματα που κλείνουν, καταλήγουν στα παλιατζίδικα.
Είκοσι χρόνια παλαιοπώλης ο Ντίνος Μαρκούδης, έχει δει την τελευταία διετία μεγάλη αύξηση στα καταστήματα που κλείνουν και πουλούν, σε τιμές κόστους, τα εμπορεύματά τους.
«Αγοράζω ό,τι μπορείς να φανταστείς, από σιδηρικά μέχρι βιβλία και είδη δώρων, ενώ ο κόσμος που έρχεται καθημερινά, ζητάει κυρίως φθηνά ρούχα» εξηγεί.
Αίτημα, πάντως, των παλαιοπωλών για να μπορέσει η αγορά να επιβιώσει παραμένει η καθιέρωση υπαίθριου παζαριού. Ο Δήμος έχει αποδεχθεί αρχικά το αίτημά τους, αλλά ακόμα δεν έχει γίνει τίποτε προς αυτή την κατεύθυνση.
«Μετά την αρχική συναίνεση του Δήμου Θεσσαλονίκης για τη λειτουργία υπαίθριου παζαριού στο Πεδίον του Άρεως, μία Κυριακή τον μήνα, η υπόθεση έχει ‘μπλοκάρει’ σε γραφειοκρατικές αγκυλώσεις. Αναμένουμε σύντομα το ‘πράσινο φως’ από το δήμο Θεσσαλονίκης, μήπως και ανθίσουν’ ξανά τα παλαιοπωλεία με την έλευση της άνοιξης» καταλήγει ο πρόεδρος του Σωματείου Παλαιοπωλών.