Σύμφωνα με το SIPRI, οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες το 2011 ανήλθαν σε 1,74 τρισ. δολάρια το 2011, αυξημένες κατά 0,3% από το 2010. Οι δαπάνες αυτές ανήλθαν συνολικά σε 1,74 τρισ. δολάρια, από 1,63 τρισ. το 2010, αλλά η αύξησή τους ήταν σχεδόν αμελητέα εάν συνυπολογιστούν οι μεταβολές των νομισματικών ισοτιμιών και ο πληθωρισμός, σύμφωνα με την έρευνα που έδωσε σήμερα στην δημοσιότητα το ινστιτούτο. Ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ, οι στρατιωτικές δαπάνες στην πραγματικότητα μειώθηκαν στο 2,5%, από 2,6% την προηγούμενη χρονιά.
Αν και οι ΗΠΑ μείωσαν τις στρατιωτικές τους δαπάνες 1,2% σε πραγματικούς όρους --πρόκειται για την πρώτη μείωση των αμερικανικών στρατιωτικών δαπανών από το 1998-- παρέμειναν στην πρώτη θέση με ποσοστό 41%, ή 711 δισ. δολάρια. Οι δαπάνες των ΗΠΑ ανήλθαν σε πενταπλάσιο ύψος από αυτές της Κίνας, που κατέλαβε την δεύτερη θέση σε παγκόσμιο επίπεδο στις στρατιωτικές δαπάνες με 143 δισ. δολάρια, κατά εκτιμήσεις. Σε πραγματικές τιμές το Πεκίνο έχει αυξήσει τις στρατιωτικές της δαπάνες 170% από το 2002. Η Ρωσία βρέθηκε στην τρίτη θέση με 4%, ξεπερνώντας την Βρετανία και τη Γαλλία. Οι άλλες χώρες οι οποίες συμπληρώνουν την δεκάδα είναι η Ιαπωνία, η Ινδία, η Σαουδική Αραβία, η Γερμανία και η Βραζιλία.
Η αύξηση 0,3% που κατεγράφη το 2011 είναι η χαμηλότερη της δεκαετίας, και σημαίνει «το τέλος των συνεχόμενων αυξήσεων στις στρατιωτικές δαπάνες ανάμεσα στο 1998 και στο 2010», με μέση ετήσια αύξηση 4,5% από το 2001 ως το 2009, ανέφερε το SIPRI.
Το ινστιτούτο πάντως επισήμανε ότι είναι «πολύ νωρίς» για να εκτιμηθεί εάν και κατά πόσον αυτή είναι μια «μακροπρόθεσμη αλλαγή ή τάση».
Το SIPRI σημείωσε πως οι αμερικανικές στρατιωτικές δαπάνες επιβραδύνθηκαν καθώς οι ΗΠΑ απέσυραν τα στρατεύματά τους από το Ιράκ και αναμένεται να μειώσουν τις δυνάμεις τους στο Αφγανιστάν, ενώ κάνουν περικοπές στις δημόσιες δαπάνες για να μειώσουν το έλλειμμα στον προϋπολογισμό.
Η Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία είναι χώρες που κάνουν μεγάλες στρατιωτικές δαπάνες και τα μέτρα λιτότητας που έχουν θέσει σε εφαρμογή αναμένεται να οδηγήσουν σε μείωσή τους τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με το ινστιτούτο. Η Ελλάδα, η Ισπανία, η Ιταλία και η Ιρλανδία, χώρες οι οποίες βρίσκονται στο επίκεντρο της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη, μείωσαν επίσης τις στρατιωτικές τους δαπάνες, σημείωσε.
Στην Ασία οι δαπάνες στον τομέα αυξήθηκαν 2,4% το 2011, κυρίως λόγω της Κίνας, που αύξησε τις στρατιωτικές κι εξοπλιστικές της δαπάνες 6,7% το 2010. Ο υψηλός πληθωρισμός σχεδόν εξανέμισε τις αυξήσεις στις στρατιωτικές δαπάνες της Ινδίας, ανέφερε το SIPRI.
Στη Λατινική Αμερική, όπου το 2010 είχε καταγραφεί η μεγαλύτερη αύξηση κατά περιφέρεια στις στρατιωτικές δαπάνες με 5%, δεν διατηρήθηκε η ίδια τάση το 2011. Η πτώση 3,3% αποδόθηκε κυρίως στην περιστολή των στρατιωτικών δαπανών της Βραζιλίας, η οποία προσπαθεί να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό και να αποφύγει την «υπερθέρμανση» της οικονομίας της.
Στην Μέση Ανατολή οι στρατιωτικές δαπάνες εκτιμάται ότι αυξήθηκαν 4,6% αλλά τα δεδομένα δεν είναι επαρκή για πολλές χώρες, περιλαμβανομένου του Ιράν. Στην Αφρική, οι στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν 8%, κυρίως εξαιτίας των αγορών από την Αλγερία και τη Νιγηρία.
Σύμφωνα με το SIPRI, οι στρατιωτικές δαπάνες συμπεριλαμβάνουν την μισθοδοσία των ένοπλων δυνάμεων, τα λειτουργικά κι επιχειρησιακά κόστη, τις αγορές κόστους κι εξοπλισμού καθώς και την έρευνα και ανάπτυξη.
«Οι συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, ειδικά τα μέτρα για την μείωση του ελλείμματος στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, επιτέλους έφεραν την ανάσχεση της αύξησης των στρατιωτικών δαπανών που διαρκούσε μια δεκαετία--τουλάχιστον προς το παρόν», σημείωσε ένας από τους συντάκτες της έκθεσης του SIPRI, ο Σαμ Πέρλο-Φρίμαν.
«Αν και είναι πιθανό να δούμε περαιτέρω μειώσεις στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη τα επόμενα χρόνια, οι τάσεις στην Ασία, στην Αφρική και στην Μέση Ανατολή συνεχίζουν να είναι ανοδικές και εάν υπάρξει κάποια μεγάλη νέα ένοπλη σύρραξη η εικόνα θα μεταβληθεί δραματικά».
Το ανεξάρτητο Ινστιτούτο ιδρύθηκε το 1966 από το κοινοβούλιο της Σουηδίας. Παρακολουθεί τις εξοπλιστικές δαπάνες και τις ένοπλες συρράξεις και δημοσιεύει κάθε χρόνο σχετικά στοιχεία. Ειδικεύεται επίσης σε ζητήματα ελέγχου όπλων και αφοπλισμού.