Διαβάστε την τραγική ιστορία ενός πατέρα που στο στενό πίσω από το μαγαζί του βίασαν, βασάνισαν και σκότωσαν την κόρη του...
- «Γειά σου ρε Κωστή», χαιρέτησε ο Πέτρος μπαίνοντας στο μπαράκι.
- «Καλώς τον Πέτρο», τον καλωσόρισε ο μαγαζάτορας...
- «Κάνε ρε έναν καφέ, ώρα για διάλειμμα».
- «Πως πάει βρε το ταξί»;
- «Γειά σου ρε Κωστή», χαιρέτησε ο Πέτρος μπαίνοντας στο μπαράκι.
- «Καλώς τον Πέτρο», τον καλωσόρισε ο μαγαζάτορας...
- «Κάνε ρε έναν καφέ, ώρα για διάλειμμα».
- «Πως πάει βρε το ταξί»;
- «Τώρα θες να σου απαντήσω ή να σε ρωτήσω κι εγώ πως πάει το μπαράκι»;
- «Άστο, κατάλαβα».
- «Τι χαμός είναι αυτός ρε συ δίπλα στο στενό»;
- «Καλά, εσύ τώρα το πρόσεξες; Έτσι είναι συνέχεια».
- «Πάω τουαλέτα. Άσε τον καφέ στο πάσο κι έρχομαι».
- «Τι έγινε ρε Κώστα; Πάλι γκρινιάζει ο ταρίφας»; σχολίασε πειραχτικά ο Παντελής που μόλις είχε μπει κι αυτός.
- «Όπως πάντα ρε Παντελή. Όπως πάντα. Τώρα θα τον μάθουμε τον Πέτρο»;
- «Εεεπ..σας άκουσα! Καλώς τον Παντελή».
- «Γειά σου ρε Πετρή…πάλι στην τουαλέτα; Μήπως να εξεταστείς για κανα προστάτη»;
- «Μπα…γρήγορος ήσουν», τον πείραξε κι ο Κώστας.
- «Τι γρήγορος ρε, που μ’ έκοψαν τα τσογλάνια»!
- «Ποια τσογλάνια ρε; Αφού μόνος σου ήσουνα εκεί μέσα».
- «Καλά δεν σου είπα ότι γίνεται χαμός στο στενό»;
- «Σιγά το νέο ρε Πέτρο….πάλι άνοιξες το παράθυρο, ε; καλά να πάθεις. Να μην το
άνοιγες, να μην τους άκουγες».
- «Ρε συ φίλε, γίνεται σφαγή εκεί πίσω».
- «Ώχου, τι σφαγή μωρέ; Έτσι κάνουνε κάθε μέρα. Πάλι ξύλο παίζουνε»;
- «Για ξύλο δεν ξέρω, αλλά ότι «κάποια έχουνε βάλει κάτω», αυτό σίγουρα».
- «Συνηθισμένα πράγματα».
- «Τι συνηθισμένα ρε; Η κοπέλα βογγάει, δείχνει πως της έχουν κλείσει το στόμα».
- «Ναι καλά. Και γιατί πήγε εκεί πίσω μαζί τους; Θα τά’ θελε. Του συναφιού τους θα είναι. Ίδια λέρα κι αυτή. Πετράκη, πολλές αστυνομικές ταινίες βλέπεις. Άντε κούλαρε και πιες τον καφέ σου. Άστους αυτούς να βγάλουνε τα μάτια τους».
- «Κώστα πάντως έχει κι ένα δίκηο ο Πέτρος. Γιατί τους αφήνετε ρε συ»;
- «Και τι θες να κάνω ρε Παντελή»;
- «Όχι μόνον εσύ Κώστα. Όλη η γειτονιά. Δεν σας ενοχλεί δηλαδή; Δεν φοβάστε»;
- «Εντάξει. Δεν είναι ωραίο. Αλλά και τι να γίνει δηλαδή»;
- «Ρε συ Κώστα, έχεις πίσω από τον τοίχο σου έμπορους ναρκωτικών, πόρνες και μαχαιροβγάλτες και το αντιμετωπίζεις έτσι άνετα; Τα παιδιά σας ρε συ περνάνε από εδώ».
- «Και θα τα βάλω εγώ μαζί τους ρε Πέτρο; Θες να μου το κάψουν το μαγαζί»;
- «Δεν ξέρω. Πάντως κάποιες άλλες γειτονιές επειδή το πήραν ζεστά κάτι κατάφεραν. Κάπως ανάσαναν».
- «Κι εδώ μαζεύονται οι γείτονες, κουβεντιάζουν, ξανακουβεντιάζουν αλλά οι περισσότεροι δεν ανακατεύονται».
- «Όπως εσύ ας πούμε, ε»;
- «Παντελή, εγώ κοιτάω την δουλειά μου. Τα υπόλοιπα είναι δουλειά της Πολιτείας.
- «Και που είναι η Πολιτεία τώρα ρε Κωστή»;
- «Να σου πω που είναι. Δυό τρεις φορές τη μέρα περνάνε από εδώ περίπολα των δύο αστυνομικών. Μόλις εμφανίζεται το περίπολο αυτοί εξαφανίζονται. Μετά από λίγα λεπτά που φεύγει το περίπολο, αυτοί ξανάρχονται. Το’ πιασες τώρα»;
- «Και γιατί δεν παίρνεις ας πούμε τηλέφωνο τώρα την αστυνομία»;
- «Σου είπα το γιατί εν μέρει. Άντε και τους πήρα. Κάποια στιγμή – αναλόγως τα πιο επείγοντα περιστατικά που θα έχουν – θα έρθουν. Με το που θα τους δουν οι τσιλιαδόροι θα εξαφανιστούν όλοι. Οι αστυνομικοί θα μου την χαρίσουν μια φορά. Εάν επαναληφθεί αυτό μερικές φορές ακόμη καταλαβαίνεις πόσο δύσκολη θα είναι η θέση μου απέναντί τους; Και το χειρότερο; Αυτοί εκεί πίσω δεν θα «μου τη χαρίσουν». Απλά και μόνο η «υποψία» ότι εγώ «τους την έκανα» καταλαβαίνεις τι «επιπτώσεις» θα έχει πάνω μου; Πάει το μαγαζί…και πιθανόν να φάω κι εγώ καμιά μαχαιριά. Πως το βλέπεις τώρα»;
- «Βρε Κώστα, εμπόλεμη ζώνη είναι γύρω από το μαγαζί σου. Σ’ αρέσει αυτό»;
- «Ούτε μένα μ’ αρέσει Πέτρο, αλλά δεν μπορώ να κάνω και τίποτα. Δεν θα βγάλω εγώ το φίδι από την τρύπα».
- «Εμ βέβαια, εσύ πρόλαβεςκαι τη βόλεψες την οικογένειά σου στα βόρεια προάστια».
- «Ρε φίλε, τον ήρωα θες να κάνω; Τώρα δεν σου εξήγησα; Άσε με σε παρακαλώ. Ας το λύσουν οι πολιτικοί το πρόβλημα. Δουλειά τους είναι».
- «Δουλειά τους είναι αλλά δεν την κάνουνε ρε Κωστή. Και το αντίτιμο είναι η δική σας ζωή. Όχι η δική τους. Αυτοί καλά είναι βολεμένοι με εκατό φρουρούς ο καθένας. Εσάς, εδώ των φτωχοπολιτών είναι που κινδυνεύει η ζωή σας κάθε λεπτό απ’ αυτή την κατάσταση».
- «Και τι θες να κάνω βρε Πέτρο; Να ρισκάρω τη ζωή μου και την περιουσία μου για να λύσω ένα πρόβλημα που ολόκληρη Πολιτεία και δεν μπορεί να λύσει; Άσε με σε παρακαλώ».
- «Ρε φίλε θα σε σφάξουνε κανένα βράδυ. Λίγα γίνονται κάθε μέρα»;
- «Δεν παθαίνω τίποτα. Προσέχω. Άμα δεν τους πειράξεις δεν σε πειράζουν».
- «Ρε Παντελή, το κινητό σου είναι αυτό που χτυπάει τόση ώρα»; ρώτησε ο Πέτρος.
- «Όχι. Του Κώστα μάλλον είναι. Από μέσα από τον πάγκο ακούγεται».
Ο Κώστας έκανε λίγα βήματα πιο πέρα και το πήρε κάτω από τον πάγκο που το είχε καταχωνιασμένο.
- «Έλα».
- «Σήκωσέ το επιτέλους βρε Κώστα, είναι τόση ώρα που σε παίρνω», έκανε τσαντισμένη η γυναίκα του.
- «Έλα βρε Μαρία, τι συμβαίνει; Είχα δουλειά και δεν το άκουγα».
- «Η Ελένη…»
- «Ε, τι έγινε με την Ελένη; Δεν είναι σπίτι»;
- «Έχει τρεις ώρες που τελείωσε το φροντιστήριο. Θα πέρναγε από σένα να πάρει χρήματα και θα πήγαινε για καφέ με την παρέα της μετά. Την καλώ συνέχεια εδώ και μια ώρα και το’ χει κλειστό. Ήρθε σε σένα»;
- «Όχι ….δεν ήρθε…»
- «Κώστα ανησυχώ».
- «Έλα μωρέ θα το ανοίξει. Δεν μπορεί. Κανένα πονηρό ραντεβουδάκι θα είχε και ξεχάστηκε. Ξαναπάρτην. Θα παίρνω κι εγώ».
- «Καλά», είπε κι έκλεισε.
- «Τι έγινε»; έκανε ο Κώστας κλείνοντας το κινητό, «πάλι τουαλέτα ο Πέτρος; Α, κατά φωνή. Καλώστονα».
- «Άντε ρε τους ματιάσαμε. Αποφασίσανε να ησυχάσουν εκεί πίσω. Δεν ακούγεται ψυχή τώρα».
- «Ησυχάσανε, ε; Δεν σας το’ πα; Έτσι γίνεται πάντα».
- «Τι συνέβη ρε Κωστή; Κάπως ανήσυχο σε βλέπω».
- «Η Ελένη η κόρη μου, έχει κλειστό το κινητό. Και την ψάχνει η γυναίκα μου κανά δυό ώρες τώρα».
- «Έλα μωρέ, μην ανησυχείς. Με κανέναν πιτσιρικά θα είναι και το’ κλεισε για λίγο».
- «Αυτό είπα κι εγώ. Θα δούμε. Τέλος πάντων».
- «Ρε παιδιά, τι συνέβη»; Πετάχτηκε ο Παντελής,κοίτα έξω, «χαμός γίνεται από περιπολικά κι αστυνομία».
- «Πάμε να δούμε; Πρότεινε ο Πέτρος. Να δεις που κάτι έγινε στο στενό».
- «Μα γαμώ το πείσμα σου», αντέδρασε ο Κώστας, «τι εμμονή είναι αυτή με το στενό ρε Πέτρο; Φαγώθηκες απόψε».
- «Ίσως έχει δίκαιο ο Πέτρος Κώστα», είπε ο Παντελής, «πάμε ρε να δούμε τι γίνεται».
- «Να πάτε όπου θέλετε. Εγώ θα κάτσω στο μαγαζί. Δεν θέλω μπερδέματα με την αστυνομία. Άσε
τώρα. Να με τρέχουν για μάρτυρα; Ούτε σείς να πείτε τίποτα γι’ αυτά που λέγατε προηγουμένως. Ξηγηθήκαμε»;
- «Πάμε ρε Παντελή. Άστον αυτόν».
- «Με γρήγορα βήματα ο Πέτρος κι ο Παντελής βγήκαν από το μαγαζί κι έκαναν να στρίψουν αμέσως αριστερά προς το στενάκι. Η αστυνομία όμως είχε αποκλείσει το χώρο».
- «Τι έγινε ρε παιδιά»; ρωτήσανε τους μαζεμένους περίεργους.
- «Βρήκανε μια σκοτωμένη εκεί πίσω. Της έλιωσαν το κεφάλι. Αφού το ξέσκισαν πρώτα το κορίτσι. Την βίασαν καμιά δεκαριά. Κάποιοι είδαν να φεύγει τρέχοντας πριν κάμποση ώρα ένα μπουλούκι από δαύτους. Την τσάκισαν στο ξύλο και μετά την σκότωσαν».
- «Ξένη»;
- «Όχι, Ελληνίδα. Είδαν την ταυτότητά της οι αστυνομικοί».
- «Ο Παντελής κι ο Πέτρος επέστρεψαν συγκλονισμένοι στο μαγαζί».
Ζήτησαν
από ένα ουίσκι ο καθένας και του είπαν τα μαύρα μαντάτα κάτασπροι από
το σοκ. Ο Κώστας μόλις τ’ άκουσε πάνιασε, κοκκάλωσε και του έπεσε το
μπουκάλι από τα χέρια.
Ξαφνικά, τινάχτηκε σαν να τον χτύπησε ρεύμα και με ένα σάλτο πετάχτηκε
έξω από τον πάγκο. Τρέχοντας σαν μανιασμένος βγήκε έξω από το μαγαζί και
κατευθύνθηκε προς το στενάκι. Έσπρωξε τον αστυνομικό που πήγε να τον
εμποδίσει και πριν προλάβει να τον σταματήσει κανείς μαρμάρωσε με
ανοιχτό το στόμα και κέρινο βλέμμα μπροστά στο πτώμα της κοπέλας.
Έμεινε εκεί αποσβολωμένος να το κοιτάει να κείτεται μέσα σε μια λίμνη
αίματος. Το είχαν σκεπάσει με ένα λευκό σεντόνι που ήδη είχε γίνει
κατακόκκινο από το αίμα. Φαινόταν μόνο το χέρι της. Δάχτυλα στρεβλωμένα
σε αφύσικες στάσεις. Εξαρθρωμένα. Σπασμένα.
Οι αστυνομικοί τον
συγκρατούσαν. Να μην πλησιάσει, να μην σωριαστεί. Κάτι του έλεγαν αλλά
δεν μπορούσε να τους ακούσει. Δεν μπορούσε ν’ ακούσει τίποτα. Κοιτούσε
μόνον μαγνητισμένος το άψυχο νεανικό κορμί.
- «Παρακαλώ…σηκώστε το σεντόνι», μπόρεσε μόνο να ψελλίσει.
Ένας αστυνομικός το σήκωσε αργά αφήνοντας να φανεί ότι είχε απομείνει από το πρόσωπό της….
…Ήταν αρκετό….
….αναγνώρισε την Κόρη του….
(Εις
μνήμην και προς Τιμήν κάποιας Ελληνίδας που κάποια Πρωτοχρονιά που την
περίμεναν οι δικοί της άνθρωποι να γιορτάσουν μαζί, δεν επέστρεψε ποτέ
στο σπίτι της. Την βρήκαν τρεις μέρες μετά νεκρή και παραμορφωμένη
στην Γκράβα. Επί τρείς ημέρες και τρεις νύχτες κάποια ανθρωπόμορφα
κτήνη την βίαζαν, την ξυλοκοπούσαν και την βασάνιζαν. Στο τέλος την
σκότωσαν λιώνοντάς της με τούβλα το κεφάλι. Μόνον σε μια περίπτωση ο
βιαστής, όσο μανιώδης φονιάς κι αν είναι, κάνει κάτι τέτοιο. Όταν το
θύμα του, ακόμη και μετά από τόσα βασανιστήρια, έχει το θάρρος να τον
φτύσει κατάμουτρα, έργω και λόγω. Ποτέ δεν αποδόθηκε δικαιοσύνη γι’ αυτό
το «Έγκλημα κατά της Ελληνίδας». Ποτέ η Πολιτεία δεν το θεώρησε ως
Ζήτημα Τιμής για να το διαλευκάνει πάση θυσία. Ποτέ κανένα από τα
Ελληνικά ΜΜΕ δεν του έδωσε καμία απολύτως σημασία. Ποτέ κανένας έλληνας
δημοσιογράφος δεν αφιερώθηκε στο θέμα αυτό. Ποτέ κανένας Έλληνας
Πολιτικός δεν «πίεσε» γι’ αυτό το Θέμα Τιμής και Ήθους)…
Γιώργος Ανεστόπουλος
Γεράκι του Αιγαίου