Ο Θάνος Φακορέλλης έχει πραγματοποιήσει μια εντυπωσιακή διαδρομή στα αμπελοτόπια σχεδόν όλου του «οινικού» κόσμου: Από τη Γαλλία στην... Ελλάδα, στην Ιταλία, στον Λίβανο και από εκεί μέχρι την Ινδία και την Κίνα, όπου οινοποιεί σπουδαία κρασιά.
Tο κομβικό σημείο της καριέρας του εντοπίζεται στη Βουργουνδία, την περιοχή που αφήνει ανεξίτηλα σημάδια στον οινολόγο και τον ψαγμένο οινόφιλο, και εν πολλοίς καθορίζει και την έννοια του μεγάλου κρασιού. Από την αρχή της καριέρας του, λοιπόν, ο Θάνος Φακορέλλης «σημαδεύτηκε» από το μεγάλο κρασί και έχοντάς το ως οδηγό «έστησε» όλες τις δουλειές του: «Στην παραγωγή πραγματικά μεγάλων κρασιών, όλη μας η δουλειά είναι να μεταφέρουμε όλα τα καλά χαρακτηριστικά του σταφυλιού στο κρασί».
Στο εργαστήρι των εμπειριών του η Βουργουνδία και το Pinot Noir δεν έχουν πλέον τόσο μεγάλη θέση, πρακτικά. Ωστόσο, παρά τη δουλειά του με άλλους τύπους κρασιών και σταφυλιών, η επιρροή του παρελθόντος είναι τόσο καταλυτική που εκφράζει από τη μία, άποψη για τη φινέτσα που προτιμά να έχουν τα κρασιά, και από την άλλη ενθουσιασμό για την ομοιότητα της ιδιοσυγκρασίας και του στυλ της Νάουσσας με το πρότυπο της Βουργουνδίας:
«Νομίζω ότι η Νάουσσα είναι η αντίστοιχη Βουργουνδία της Ελλάδας. Είναι μια αίσθηση που μου έρχεται λόγω της ομοιότητας στην απόχρωση, στα αρώματα, στη δομή με την οξύτητα και τη φρεσκάδα του κρασιού, καθώς και με τη φινέτσα του. Συγχρόνως, τα terroirs της Νάουσσας είναι τέτοια και το Ξινόμαυρο σταφύλι παρουσιάζει τέτοιο δυναμικό που μπορούμε να μιλάμε για κρασιά με μεγάλη διάρκεια ζωής». Θαυμασμός για τη Βουργουνδία, αγάπη για τη Νάουσα και το Ξινόμαυρο, ωστόσο ο ίδιος χρησιμοποιεί ως βάση του εδώ και 26 χρόνια το Μπορντό.
Οινική κουλτούρα
H φήμη χρειάστηκε χρόνια για να αποκτηθεί, όπως και η γνώση για το τι τελικά είναι «καλό» και τι «μεγάλο» κρασί. Απαιτήθηκε χρόνος για την εξοικείωση με τα πρότυπα των μεγάλων «Grands Crus» Chateaux του Bordeaux και τη συνεργασία με τον κορυφαίο οινολόγο Μισέλ Ρολάν: «Δεν ανήκα ποτέ στην ομάδα του, είχαμε όμως και εξακολουθούμε να έχουμε κάποιους κοινούς πελάτες που παρακολουθούμε μαζί». O κόσμος των μεγάλων κρασιών του πρόσφερε πολύτιμη βοήθεια και για τη συνέχιση της δουλειάς του εκτός Γαλλίας.
«Το άνοιγμα μου εκτός Γαλλίας ξεκίνησε το 1990 με την Ελλάδα, συνεχίστηκε στην Ιταλία και το 2000 άρχισε η επέκταση των δραστηριοτήτων μου και εκτός Ευρώπης». Τα πρώτα ταξίδια στην Ινδία και την Κίνα είναι σήμερα τακτική και μόνιμη δραστηριότητα με πολλαπλά αποτελέσματα. Δεν βοηθούν απλώς σε μεγαλύτερη φήμη και περισσότερα εισοδήματα, συμβάλλουν και στην κατανόηση της ανάγκης εύρεσης ενός κοινού κώδικα επικοινωνίας. Ο παγκόσμιας εμβέλειας οινολόγος έρχεται σε επαφή με ανθρώπους πολύ διαφορετικών πολιτισμών και μολονότι θεωρεί ότι «αυτός που κάθεται διαρκώς στο ίδιο μέρος και παλεύοντας συνεχώς με τα ίδια δεδομένα στο ίδιο οινοποιείο παθαίνει οινολογική αρτηριοσκλήρωση». Αν δεν υπήρχε η "γλώσσα" του κρασιού και η έννοια της υψηλής ποιότητας που πρέπει να μεταδοθεί στους πελάτες, «θα ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί το χρυσό κλειδί που θα ανοίξει τον κώδικα επικοινωνίας».
Η εξοικείωση με τόσο διαφορετικούς κόσμους, ανάγκες και ανθρώπους έχει ως αποτέλεσμα και την παραγωγή κρασιών με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Από τη μία τα εύκολα, φρουτώδη και πάσης χρήσεως κρασιά χωρίς προσωπικότητα, από την άλλη τα μεγάλα κρασιά που «εκφράζουν τα χαρακτηριστικά της περιοχής τους και των ποικιλιών σταφυλιού» και τέλος η ιδιαίτερη περίπτωση των πολύ δύσκολων να παραχθούν, «απόλυτων» και «καλύτερων» κρασιών. Χώρες σαν την Ελλάδα, όπου ο Φακορέλλης φτιάχνει πολλά γνωστά κρασιά, είναι κάπου στη μέση.
Οπως επισημαίνει, το ελληνικό κρασί «έχει ακόμα δρόμο μπροστά του, αφού χρειάζεται πρώτα να πιστέψουμε ότι είμαστε ικανοί να κάνουμε κρασιά υψηλού επιπέδου». Αλλά και για τη διεθνή αγορά, που η κατάκτηση της είναι πια μονόδρομος επείγουσας ανάγκης, «ο κόσμος του ελληνικού κρασιού πρέπει να δηλώσει παρών "ελληνικά". Στρεφόμενος δηλαδή προς και αναπτύσσοντας τις τοπικές ποικιλίες σταφυλιού», καταλήγει ο καταξιωμέμένος οινολόγος.
ΙΝΔΙΑ
Με γαλλικά πρότυπα
Η Ινδία είναι από τις σημαντικότερες νέες δυνάμεις στον χώρο του κρασιού. Παραδοσιακοί λάτρεις της μπίρας και των spirits, τα τελευταία χρόνια οι Ινδοί της μεσαίας τάξης ανέπτυξαν μεγάλη αγάπη για το κρασί. Αποτέλεσμα,η κατανάλωση κρασιού να αυξάνεται καλπάζοντας (20% με 30% τον χρόνο) και τεράστιες εκτάσεις της αχανούς χώρας -κυρίως στο νότιο τμήμα της- να αφιερώνονται στην αμπελουργία και στην οινοποιία.
Κεραυνοβολημένος από έρωτα όχι απλώς για το στυλ κρασιών και τη φήμη των μεγάλων Chateaux του Bordeaux, o Ινδός επιχειρηματίας Ranjit Dhuru ξεκίνησε την περιπέτεια του Chateau d'Ori στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Εχοντας δώσει «λευκή επιταγή» στον Ελληνα οινολόγο, ο ιδιοκτήτης του Chateau μπορεί να είναι ήσυχος ότι ο Θάνος Φακορέλλης ακολουθεί το μοντέλο της δεύτερης πατρίδας του (της Γαλλίας). Και πραγματικά, ο τελευταίος φτιάχνει στην Ινδία ένα κρασί από την αρχή μέχρι το τέλος «a la Bordelaise».
schizas.com
Tο κομβικό σημείο της καριέρας του εντοπίζεται στη Βουργουνδία, την περιοχή που αφήνει ανεξίτηλα σημάδια στον οινολόγο και τον ψαγμένο οινόφιλο, και εν πολλοίς καθορίζει και την έννοια του μεγάλου κρασιού. Από την αρχή της καριέρας του, λοιπόν, ο Θάνος Φακορέλλης «σημαδεύτηκε» από το μεγάλο κρασί και έχοντάς το ως οδηγό «έστησε» όλες τις δουλειές του: «Στην παραγωγή πραγματικά μεγάλων κρασιών, όλη μας η δουλειά είναι να μεταφέρουμε όλα τα καλά χαρακτηριστικά του σταφυλιού στο κρασί».
Στο εργαστήρι των εμπειριών του η Βουργουνδία και το Pinot Noir δεν έχουν πλέον τόσο μεγάλη θέση, πρακτικά. Ωστόσο, παρά τη δουλειά του με άλλους τύπους κρασιών και σταφυλιών, η επιρροή του παρελθόντος είναι τόσο καταλυτική που εκφράζει από τη μία, άποψη για τη φινέτσα που προτιμά να έχουν τα κρασιά, και από την άλλη ενθουσιασμό για την ομοιότητα της ιδιοσυγκρασίας και του στυλ της Νάουσσας με το πρότυπο της Βουργουνδίας:
«Νομίζω ότι η Νάουσσα είναι η αντίστοιχη Βουργουνδία της Ελλάδας. Είναι μια αίσθηση που μου έρχεται λόγω της ομοιότητας στην απόχρωση, στα αρώματα, στη δομή με την οξύτητα και τη φρεσκάδα του κρασιού, καθώς και με τη φινέτσα του. Συγχρόνως, τα terroirs της Νάουσσας είναι τέτοια και το Ξινόμαυρο σταφύλι παρουσιάζει τέτοιο δυναμικό που μπορούμε να μιλάμε για κρασιά με μεγάλη διάρκεια ζωής». Θαυμασμός για τη Βουργουνδία, αγάπη για τη Νάουσα και το Ξινόμαυρο, ωστόσο ο ίδιος χρησιμοποιεί ως βάση του εδώ και 26 χρόνια το Μπορντό.
Οινική κουλτούρα
H φήμη χρειάστηκε χρόνια για να αποκτηθεί, όπως και η γνώση για το τι τελικά είναι «καλό» και τι «μεγάλο» κρασί. Απαιτήθηκε χρόνος για την εξοικείωση με τα πρότυπα των μεγάλων «Grands Crus» Chateaux του Bordeaux και τη συνεργασία με τον κορυφαίο οινολόγο Μισέλ Ρολάν: «Δεν ανήκα ποτέ στην ομάδα του, είχαμε όμως και εξακολουθούμε να έχουμε κάποιους κοινούς πελάτες που παρακολουθούμε μαζί». O κόσμος των μεγάλων κρασιών του πρόσφερε πολύτιμη βοήθεια και για τη συνέχιση της δουλειάς του εκτός Γαλλίας.
«Το άνοιγμα μου εκτός Γαλλίας ξεκίνησε το 1990 με την Ελλάδα, συνεχίστηκε στην Ιταλία και το 2000 άρχισε η επέκταση των δραστηριοτήτων μου και εκτός Ευρώπης». Τα πρώτα ταξίδια στην Ινδία και την Κίνα είναι σήμερα τακτική και μόνιμη δραστηριότητα με πολλαπλά αποτελέσματα. Δεν βοηθούν απλώς σε μεγαλύτερη φήμη και περισσότερα εισοδήματα, συμβάλλουν και στην κατανόηση της ανάγκης εύρεσης ενός κοινού κώδικα επικοινωνίας. Ο παγκόσμιας εμβέλειας οινολόγος έρχεται σε επαφή με ανθρώπους πολύ διαφορετικών πολιτισμών και μολονότι θεωρεί ότι «αυτός που κάθεται διαρκώς στο ίδιο μέρος και παλεύοντας συνεχώς με τα ίδια δεδομένα στο ίδιο οινοποιείο παθαίνει οινολογική αρτηριοσκλήρωση». Αν δεν υπήρχε η "γλώσσα" του κρασιού και η έννοια της υψηλής ποιότητας που πρέπει να μεταδοθεί στους πελάτες, «θα ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί το χρυσό κλειδί που θα ανοίξει τον κώδικα επικοινωνίας».
Η εξοικείωση με τόσο διαφορετικούς κόσμους, ανάγκες και ανθρώπους έχει ως αποτέλεσμα και την παραγωγή κρασιών με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Από τη μία τα εύκολα, φρουτώδη και πάσης χρήσεως κρασιά χωρίς προσωπικότητα, από την άλλη τα μεγάλα κρασιά που «εκφράζουν τα χαρακτηριστικά της περιοχής τους και των ποικιλιών σταφυλιού» και τέλος η ιδιαίτερη περίπτωση των πολύ δύσκολων να παραχθούν, «απόλυτων» και «καλύτερων» κρασιών. Χώρες σαν την Ελλάδα, όπου ο Φακορέλλης φτιάχνει πολλά γνωστά κρασιά, είναι κάπου στη μέση.
Οπως επισημαίνει, το ελληνικό κρασί «έχει ακόμα δρόμο μπροστά του, αφού χρειάζεται πρώτα να πιστέψουμε ότι είμαστε ικανοί να κάνουμε κρασιά υψηλού επιπέδου». Αλλά και για τη διεθνή αγορά, που η κατάκτηση της είναι πια μονόδρομος επείγουσας ανάγκης, «ο κόσμος του ελληνικού κρασιού πρέπει να δηλώσει παρών "ελληνικά". Στρεφόμενος δηλαδή προς και αναπτύσσοντας τις τοπικές ποικιλίες σταφυλιού», καταλήγει ο καταξιωμέμένος οινολόγος.
ΙΝΔΙΑ
Με γαλλικά πρότυπα
Η Ινδία είναι από τις σημαντικότερες νέες δυνάμεις στον χώρο του κρασιού. Παραδοσιακοί λάτρεις της μπίρας και των spirits, τα τελευταία χρόνια οι Ινδοί της μεσαίας τάξης ανέπτυξαν μεγάλη αγάπη για το κρασί. Αποτέλεσμα,η κατανάλωση κρασιού να αυξάνεται καλπάζοντας (20% με 30% τον χρόνο) και τεράστιες εκτάσεις της αχανούς χώρας -κυρίως στο νότιο τμήμα της- να αφιερώνονται στην αμπελουργία και στην οινοποιία.
Κεραυνοβολημένος από έρωτα όχι απλώς για το στυλ κρασιών και τη φήμη των μεγάλων Chateaux του Bordeaux, o Ινδός επιχειρηματίας Ranjit Dhuru ξεκίνησε την περιπέτεια του Chateau d'Ori στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Εχοντας δώσει «λευκή επιταγή» στον Ελληνα οινολόγο, ο ιδιοκτήτης του Chateau μπορεί να είναι ήσυχος ότι ο Θάνος Φακορέλλης ακολουθεί το μοντέλο της δεύτερης πατρίδας του (της Γαλλίας). Και πραγματικά, ο τελευταίος φτιάχνει στην Ινδία ένα κρασί από την αρχή μέχρι το τέλος «a la Bordelaise».
schizas.com