Ο κόσμος θέλει να πιστέψει σε θαύματα. Θέλει επίσης να του χαϊδεύεις τα αυτιά και θέλει να... ακούσει αυτό που έχει στο μυαλό του.
Θέλει να πιστέψει ότι “λεφτά υπάρχουν”, ακόμα και όταν ξέρει ότι δεν υπάρχουν. Και προκειμένου να πείσει τον εαυτό του ότι “λεφτά υπάρχουν”, θα ψηφίσει αυτούς που λένε ότι “λεφτά υπάρχουν”, άσχετα αν ξέρει ότι δεν είναι αλήθεια ή ότι, αυτός που το λέει είναι ψεύτης ή στην καλύτερη περίπτωση άσχετος.
Όχι μόνο αυτό, αλλά ακόμα και όταν ξέρει ότι λεφτά δεν υπάρχουν, θα υπερασπιστεί αυτόν που το λέει, με την ελπίδα ότι πράγματι υπάρχουν, άσχετα αν ο ίδιος δεν το πιστεύει, διότι ίσως αυτός που το λέει, να έχει καλύτερη πληροφόρηση από τον ίδιον.
Έτσι λοιπόν, έχουν πάρει θάρρος οι λαϊκιστές, που επιδιώκουν να εξαργυρώσουν πολιτικό μέρισμα από την αγανάκτηση του κόσμου και πωλούν ελπίδα στις λαϊκές μάζες για εθνική ανεξαρτησία, παχουλές συντάξεις και βέβαια, υπόσχονται κρεμάλες στην πλατεία Συντάγματος για όλους αυτούς που τον έχουν προδώσει.
Και ενώ ο μέσος πολίτης γνωρίζει πολύ καλά ότι όλοι αυτοί δεν έχουν λύσεις και δεν θα κάνουν απολύτως τίποτα για να καλυτερεύσει η ζωή του, εντούτοις θέλει να τους δώσει μια ευκαιρία, μήπως κάποιος από αυτούς κάνει ή πει κάτι καλύτερο από τους προηγούμενους.
Η μόνη διαφορά σήμερα από το παρελθόν, είναι ότι παλαιότερα ο μέσος πολίτης ήθελε να πιστέψει τα παραμύθια που του έλεγαν εναλλάξ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, ενώ σήμερα θέλει να παραμυθιαστεί από μια μεγαλύτερη γκάμα κομμάτων.
Έτσι λοιπόν οι ελάχιστες φωνές της λογικής που υπάρχουν όχι μόνο δεν εισακούονται, αλλά θεωρείσαι και εχθρός του λαού αν τολμήσεις να πεις την αλήθεια.
Και η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος καταδικάζει την πολιτική ηγεσία διότι δεν μπορεί πλέον να συνεχίσει το πλιάτσικο. Κατηγορεί την πολιτική ηγεσία όχι τόσο ότι έλεγε ψέματα (διότι βαθιά μέσα του ήξερε ότι του έλεγε ψέματα) αλλά διότι δεν βρήκε τρόπο έτσι ώστε να συνεχιστεί η χρηματοδότηση του μεγάλου κράτους, της ρεμούλας και της σπάταλης.
Και τώρα που τα δυο μεγάλα κόμματα θα αναγκαστούν να συγκυβερνήσουν για πολύ καιρό ακόμα και αναγκαστικά θα πρέπει να πουν τα πράγματα όπως είναι (ή εν μέρει τέλος πάντων,) ο κόσμος έχει στραφεί σε άλλους παραμυθάδες, που θα ικανοποιήσουν τον εθισμό του για ψέματα, υποσχέσεις και παραμύθια.
Οι λαϊκιστικές δυνάμεις το γνωρίζουν αυτό πολύ καλά και δεν έχουν κανένα πρόβλημα να ικανοποιήσουν την ζήτηση. Είναι κάτι σαν τις οργανωμένες εγκληματικές συμμορίες που βλέπουμε στον κινηματογράφο. Όταν η μια συμμορία πιάνεται από την αστυνομία και πάει φυλακή, μια άλλη έρχεται να αντικαταστήσει το κενό.
Και δυστυχώς μέχρι να εξαφανιστούν όλοι αυτοί που κατέχουν την τέχνη του να πουλούν παραμύθια, ο κόσμος θα συνεχίσει να θέλει να ακούει παραμύθια, διότι πάνω από όλα, είναι εθισμένος να τα ακούει.
Η διαδικασία της αλλαγής ποτέ δεν είναι εύκολη. Κυρίως διότι αυτοί που θίγονται κατέχουν δεσπόζουσα θέση στο σύστημα και έχουν την δύναμη (οικονομική και μη) να αντισταθούν για πάρα πολύ καιρό, ελπίζοντας βέβαια ότι τελικά το ρεύμα που θέλει τις αλλαγές θα εξασθενίσει και θα παραδοθεί και η ζωή θα συνεχίσει όπως πριν.
Έρχεται όμως η στιγμή που ακόμα και το ίδιο το σύστημα γνωρίζει ότι τα ψέματα έχουν τελειώσει και ότι δεν υπάρχουν άλλα μπόσικα για να συνεχιστεί η ίδια κατάσταση.
Από ένα σημείο και μετά, ούτε οι παραμυθάδες, ούτε οι ψεύτες και ούτε οι λαϊκιστές μπορούν να επηρεάσουν την ροή των αλλαγών, διότι η χτένα έχει φτάσει σε πολλαπλούς κόμπους και οι αλλαγές είναι αναπόφευκτες.
Το ερώτημα είναι, έχουμε άραγε φτάσει σε αυτό το σημείο; Νομίζω πως όχι, αλλά δεν απέχουμε και πολύ μακριά.
Θέλει να πιστέψει ότι “λεφτά υπάρχουν”, ακόμα και όταν ξέρει ότι δεν υπάρχουν. Και προκειμένου να πείσει τον εαυτό του ότι “λεφτά υπάρχουν”, θα ψηφίσει αυτούς που λένε ότι “λεφτά υπάρχουν”, άσχετα αν ξέρει ότι δεν είναι αλήθεια ή ότι, αυτός που το λέει είναι ψεύτης ή στην καλύτερη περίπτωση άσχετος.
Όχι μόνο αυτό, αλλά ακόμα και όταν ξέρει ότι λεφτά δεν υπάρχουν, θα υπερασπιστεί αυτόν που το λέει, με την ελπίδα ότι πράγματι υπάρχουν, άσχετα αν ο ίδιος δεν το πιστεύει, διότι ίσως αυτός που το λέει, να έχει καλύτερη πληροφόρηση από τον ίδιον.
Έτσι λοιπόν, έχουν πάρει θάρρος οι λαϊκιστές, που επιδιώκουν να εξαργυρώσουν πολιτικό μέρισμα από την αγανάκτηση του κόσμου και πωλούν ελπίδα στις λαϊκές μάζες για εθνική ανεξαρτησία, παχουλές συντάξεις και βέβαια, υπόσχονται κρεμάλες στην πλατεία Συντάγματος για όλους αυτούς που τον έχουν προδώσει.
Και ενώ ο μέσος πολίτης γνωρίζει πολύ καλά ότι όλοι αυτοί δεν έχουν λύσεις και δεν θα κάνουν απολύτως τίποτα για να καλυτερεύσει η ζωή του, εντούτοις θέλει να τους δώσει μια ευκαιρία, μήπως κάποιος από αυτούς κάνει ή πει κάτι καλύτερο από τους προηγούμενους.
Η μόνη διαφορά σήμερα από το παρελθόν, είναι ότι παλαιότερα ο μέσος πολίτης ήθελε να πιστέψει τα παραμύθια που του έλεγαν εναλλάξ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, ενώ σήμερα θέλει να παραμυθιαστεί από μια μεγαλύτερη γκάμα κομμάτων.
Έτσι λοιπόν οι ελάχιστες φωνές της λογικής που υπάρχουν όχι μόνο δεν εισακούονται, αλλά θεωρείσαι και εχθρός του λαού αν τολμήσεις να πεις την αλήθεια.
Και η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος καταδικάζει την πολιτική ηγεσία διότι δεν μπορεί πλέον να συνεχίσει το πλιάτσικο. Κατηγορεί την πολιτική ηγεσία όχι τόσο ότι έλεγε ψέματα (διότι βαθιά μέσα του ήξερε ότι του έλεγε ψέματα) αλλά διότι δεν βρήκε τρόπο έτσι ώστε να συνεχιστεί η χρηματοδότηση του μεγάλου κράτους, της ρεμούλας και της σπάταλης.
Και τώρα που τα δυο μεγάλα κόμματα θα αναγκαστούν να συγκυβερνήσουν για πολύ καιρό ακόμα και αναγκαστικά θα πρέπει να πουν τα πράγματα όπως είναι (ή εν μέρει τέλος πάντων,) ο κόσμος έχει στραφεί σε άλλους παραμυθάδες, που θα ικανοποιήσουν τον εθισμό του για ψέματα, υποσχέσεις και παραμύθια.
Οι λαϊκιστικές δυνάμεις το γνωρίζουν αυτό πολύ καλά και δεν έχουν κανένα πρόβλημα να ικανοποιήσουν την ζήτηση. Είναι κάτι σαν τις οργανωμένες εγκληματικές συμμορίες που βλέπουμε στον κινηματογράφο. Όταν η μια συμμορία πιάνεται από την αστυνομία και πάει φυλακή, μια άλλη έρχεται να αντικαταστήσει το κενό.
Και δυστυχώς μέχρι να εξαφανιστούν όλοι αυτοί που κατέχουν την τέχνη του να πουλούν παραμύθια, ο κόσμος θα συνεχίσει να θέλει να ακούει παραμύθια, διότι πάνω από όλα, είναι εθισμένος να τα ακούει.
Η διαδικασία της αλλαγής ποτέ δεν είναι εύκολη. Κυρίως διότι αυτοί που θίγονται κατέχουν δεσπόζουσα θέση στο σύστημα και έχουν την δύναμη (οικονομική και μη) να αντισταθούν για πάρα πολύ καιρό, ελπίζοντας βέβαια ότι τελικά το ρεύμα που θέλει τις αλλαγές θα εξασθενίσει και θα παραδοθεί και η ζωή θα συνεχίσει όπως πριν.
Έρχεται όμως η στιγμή που ακόμα και το ίδιο το σύστημα γνωρίζει ότι τα ψέματα έχουν τελειώσει και ότι δεν υπάρχουν άλλα μπόσικα για να συνεχιστεί η ίδια κατάσταση.
Από ένα σημείο και μετά, ούτε οι παραμυθάδες, ούτε οι ψεύτες και ούτε οι λαϊκιστές μπορούν να επηρεάσουν την ροή των αλλαγών, διότι η χτένα έχει φτάσει σε πολλαπλούς κόμπους και οι αλλαγές είναι αναπόφευκτες.
Το ερώτημα είναι, έχουμε άραγε φτάσει σε αυτό το σημείο; Νομίζω πως όχι, αλλά δεν απέχουμε και πολύ μακριά.