Σε μπούμερανγκ ενδέχεται να μετατραπεί το περιβόητο πρόγραμμα ρευστότητας προς τις...
τράπεζες από την ΕΚΤ, γνωστό ως LTRO, πυροδοτώντας μια αναζωπύρωση της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη.
«Φάρμακο» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το συγκεκριμένο πρόγραμμα φθηνών δανείων τριετούς διάρκειας από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα προς τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της ευρωζώνης, με στόχο να σωθεί η περιοχή και οι χρηματαγορές από την κατάρρευση. Ωστόσο όπως κάθε φάρμακο, έχει παρενέργειες.
Το πρόγραμμα της ΕΚΤ προκάλεσε ένα μεγάλο ράλι στις παγκόσμιες μετοχές και οδήγησε στη μείωση του κόστους δανεισμού σε Ιταλία και Ισπανία, χώρες οι οποίες θα καθορίσουν στην πορεία αν θα έρθουν καλύτερες μέρες για την ευρύτερη ζώνη του ευρώ.
Το πρόγραμμα ύψους 1 τρισ, και πλέον, το οποίο ολοκληρώθηκε σε δύο στάδια, τον Δεκέμβριο και τον Φεβρουάριο και αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη κίνηση νομισματικής πολιτικής από το νέο πρόεδρο, Mario Draghi, κατάφερε να περιορίσει τους φόβους για άμεση κατάρρευση κάποιας ευρωπαϊκής τράπεζας ή ακόμα και του ίδιου του ευρώ, σημειώνουν οι Financial Times.
Η σκοτεινή πλευρά του LTRO
Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο ρόδινα όσο φαίνονται. Το LTRO έχει και τη σκοτεινή του πλευρά. Η ανησυχία ότι με το να σώσει τις τράπεζες και τις κυβερνήσεις τη δεδομένη χρονική στιγμή, απλώς καταδεικνύει την επόμενη επιδείνωση της κρίσης, αυξάνεται διαρκώς.
Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να διαταράξει την ηρεμία των αγορών παγκοσμίως και να προκαλέσει μια νέα εσωτερική διερεύνηση στους κόλπους της ευρωζώνης σχετικά με το περιεχόμενο του εγχειρήματος για κοινό νόμισμα στην περιοχή.
“Είναι δεδομένο ότι οι αγορές εντυπωσιάστηκαν από το LTRO”, ωστόσο το πρόγραμμα δεν λύνει ουσιαστικά κανένα πρόβλημα, αντιθέτως κάποιοι αναλυτές θεωρούν ότι ουσιαστικά επιδεινώνει την κατάσταση», σχολιάζει ο George Magnus, επικεφαλής σύμβουλος της UBS. Παράλληλα επισημαίνει ότι η στάση κάποιων ευρωπαίων ηγετών απέναντι στην κρίση είναι «μυωπική».
Γιατί ανησυχούν οι αναλυτές
Πολλά είναι τα σημεία που προκαλούν ανησυχία στους αναλυτές σχετικά με το πρόγραμμα, αναφέρουν οι FT.
Ωστόσο μία από τις κυριότερες ανησυχίες είναι ότι τα φθηνά κεφάλαια που παρείχε η ΕΚΤ, οδήγησαν τις τράπεζες σε άλλη μια πιστωτική κραιπάλη, ανάλογη με αυτήν που είχε ως αποτέλεσμα την μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση του 2008. Μόνο που αυτή τη φορά πρόκειται για χρέος των ίδιων τους των κυβερνήσεων.
Μπορεί οι αγορές ομολόγων να οδήγησαν σε μείωση των αποδόσεων για χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία, ωστόσο πλέον η μοίρα των τραπεζών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτήν των κυβερνήσεών τους.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των αναλυτών της UBS, οι ιταλικές τράπεζες έχουν λάβει συνολικά 260 δισ. κι όχι μόνο από το πρόγραμμα LTRO. Οι ισπανικές τράπεζες έχουν λάβει 250 δισ., πολλά περισσότερα από τις γαλλικές, οι οποίες έχουν λάβει μόλις 150 δισ.
Κι ενώ οι τράπεζες χρησιμοποίησαν τα χρήματα αυτά για σκοπούς όπως η αναχρηματοδότηση των χρεών τους, παράλληλα έριξαν χρήμα σε κρατικά «χαρτιά».
Ομολογιούχοι, οι μεγάλοι χαμένοι
Για έναν επενδυτή, το να έχει στην κατοχή τους ομόλογα σε τράπεζες ή στο κράτος, ήταν κάτι πολύ απλό. Η τοποθέτηση ήταν ξεκάθαρη. Ωστόσο η οικονομική και δημοσιονομική κρίση άλλαξε αυτό το δεδομένο.
Πλέον οι ομολογιούχοι είναι πολύ πιο υποτιμημένοι έναντι των υπόλοιπων επενδυτών. Τυπικό παράδειγμα αποτελούν οι κάτοχοι ομολόγων των τραπεζών της ευρωζώνης.
Όπως δείχνει έρευνα της Citigroup, το 2007 αντιπροσώπευαν το 80% των ιδίων κεφαλαίων μιας τράπεζας. Τώρα αυτό το ποσοστό έχει υποχωρήσει στο 10%!
Επίσης, έχει σημειωθεί μια σημαντική αλλαγή στα κρατικά ομόλογα, όπως κατέδειξε η διαδικασία αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους.
Οι ιδιώτες ομολογιούχοι ανακάλυψαν ξαφνικά ότι τοποθετούνται πολύ χαμηλότερα σε όρους πληρωμής, όχι μόνο έναντι του ΔΝΤ, όπως ήταν αναμενόμενο, αλλά και έναντι της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Επενδυτικής Τράπεζας.
Αυτή η υποτίμηση, σύμφωνα με τη Citigroup, θα μπορούσε να είναι ακόμη χειρότερη σε άλλες διασώσεις.
Όπως σημειώνει ο Alberto Gallo της RBS, το πρόγραμμα LTRO βοήθησε τις τράπεζες να αναχρηματοδοτήσουν το χρέος τους, ωστόσο το τίμημα για την παροχή ρευστότητας σήμερα, θα είναι η υποτίμηση των ομολογιούχων στο προσεχές μέλλον.
Η Ισπανία στο επίκεντρο της ανησυχίας
Οι ανησυχίες επικεντρώνονται κυρίως στην Ισπανία παρά στην Ιταλία, κυρίως γιατί το τραπεζικό σύστημα της πρώτες θεωρείται πιο εύθραυστο.
Άλλωστε η Ισπανία, σε αντίθεση με την Ιταλία, βίωσε μια μεγάλη «φούσκα» στην αγορά κατοικίας και πολλοί επενδυτές εκτιμούν ότι το «ξεσκαρτάρισμα» στους ισολογισμούς των ισπανικών τραπεζών, μόλις ξεκίνησε.
Καθώς υποχωρούσαν οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων και ενισχύονται οι τιμές των ομολόγων, οι τράπεζες κέρδιζαν από το carry trade. Ωστόσο τις τελευταίες εβδομάδες τα ισπανικά και σε μικρότερο βαθμό, τα ιταλικά επιτόκια άρχισαν ξανά να παίρνουν την ανιούσα.
Αν τα επιτόκια συνεχίσουν ανοδικά, μερίδα αναλυτών ανησυχεί ότι οι τράπεζες μπορεί να ωθήθηκαν ώστε να αγοράσουν ομόλογα ακριβώς στην πιο λανθασμένη στιγμή.
Ωστόσο οι αξιωματούχοι της Ε.Ε. δεν φαίνεται να συμμερίζονται αυτούς τους φόβους, με την ΕΚΤ να επιμένει ότι το LTRO ήταν απαραίτητο για να «καλμάρει» τις αγορές.
Ωστόσο αναγνωρίζουν ότι υπάρχουν κάποιοι κίνδυνοι, με τον Jens Weidmann, επικεφαλής της Bundesbank, να πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα, προειδοποιώντας με ομιλία του τον περασμένο Φεβρουάριο, ότι η γενναία παροχή ρευστότητας στις τράπεζες, μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερους κινδύνους.
Μεταρρυθμίσεις, το μεγάλο αγκάθι
Ένα δεύτερο μεγάλο πρόβλημα, το οποίο εντοπίζουν οι επικριτές του προγράμματος, είναι ότι το LTRO «χαλαρώνει» τις πιέσεις για ριζικές μεταρρυθμίσεις τόσο στις τράπεζες, όσο και στα κράτη μέλη της ευρωζώνης..
Ο τραπεζικός αναλυτής της UBS, Alastair Ryan, σημειώνει ότι οι τράπεζες θα έπρεπε πλέον να λειτουργούν με διαφορετικούς όρους από ότι πριν από την κρίση, τόσο σε επίπεδο κεφαλαίων αλλά και μεγέθους των ισολογισμών τους. Ωστόσο ενώ οι βρετανικές τράπεζες υποχρεώθηκαν να αλλάξουν τη δομή τους, καμία αλλαγή δεν έχει συντελεστεί μέχρι τώρα στις ιταλικές, τις ισπανικές και τις γαλλικές τράπεζες.
Από την πλευρά του ο Nick Gartside της JPMorgan Asset Management, δηλώνει χαρακτηριστικά ότι «κάθε φάρμακο έχει παρενέργειες. Μόνο που αυτή τη στιγμή δεν γνωρίζουμε ποιες είναι ακριβώς».
Το μεγάλο ερώτημα είναι τι θα συμβεί σε τρία χρόνια από τώρα, όταν όλο αυτό το τραπεζικό χρέος θα λήξει. Μόνη ελπίδα είναι ότι μέχρι τότε η οικονομική ανάπτυξη θα έχει πάρει τα πάνω της, δίνοντας τη δυνατότητα στις τράπεζες να εξυπηρετήσουν μόνες τους το χρέος.
Πάντως αρκετοί αναλυτές εκτιμούν ότι οι τράπεζες των περιφερειακών χωρών της ευρωζώνης δεν θα είναι έτοιμες να ανταποκριθούν σε ορίζοντα τριετίας , γεγονός που αυξάνει τις πιθανότητες να μετατραπούν σε τράπεζες-ζόμπι.
sofokleous10.gr
τράπεζες από την ΕΚΤ, γνωστό ως LTRO, πυροδοτώντας μια αναζωπύρωση της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη.
«Φάρμακο» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το συγκεκριμένο πρόγραμμα φθηνών δανείων τριετούς διάρκειας από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα προς τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της ευρωζώνης, με στόχο να σωθεί η περιοχή και οι χρηματαγορές από την κατάρρευση. Ωστόσο όπως κάθε φάρμακο, έχει παρενέργειες.
Το πρόγραμμα της ΕΚΤ προκάλεσε ένα μεγάλο ράλι στις παγκόσμιες μετοχές και οδήγησε στη μείωση του κόστους δανεισμού σε Ιταλία και Ισπανία, χώρες οι οποίες θα καθορίσουν στην πορεία αν θα έρθουν καλύτερες μέρες για την ευρύτερη ζώνη του ευρώ.
Το πρόγραμμα ύψους 1 τρισ, και πλέον, το οποίο ολοκληρώθηκε σε δύο στάδια, τον Δεκέμβριο και τον Φεβρουάριο και αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη κίνηση νομισματικής πολιτικής από το νέο πρόεδρο, Mario Draghi, κατάφερε να περιορίσει τους φόβους για άμεση κατάρρευση κάποιας ευρωπαϊκής τράπεζας ή ακόμα και του ίδιου του ευρώ, σημειώνουν οι Financial Times.
Η σκοτεινή πλευρά του LTRO
Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο ρόδινα όσο φαίνονται. Το LTRO έχει και τη σκοτεινή του πλευρά. Η ανησυχία ότι με το να σώσει τις τράπεζες και τις κυβερνήσεις τη δεδομένη χρονική στιγμή, απλώς καταδεικνύει την επόμενη επιδείνωση της κρίσης, αυξάνεται διαρκώς.
Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να διαταράξει την ηρεμία των αγορών παγκοσμίως και να προκαλέσει μια νέα εσωτερική διερεύνηση στους κόλπους της ευρωζώνης σχετικά με το περιεχόμενο του εγχειρήματος για κοινό νόμισμα στην περιοχή.
“Είναι δεδομένο ότι οι αγορές εντυπωσιάστηκαν από το LTRO”, ωστόσο το πρόγραμμα δεν λύνει ουσιαστικά κανένα πρόβλημα, αντιθέτως κάποιοι αναλυτές θεωρούν ότι ουσιαστικά επιδεινώνει την κατάσταση», σχολιάζει ο George Magnus, επικεφαλής σύμβουλος της UBS. Παράλληλα επισημαίνει ότι η στάση κάποιων ευρωπαίων ηγετών απέναντι στην κρίση είναι «μυωπική».
Γιατί ανησυχούν οι αναλυτές
Πολλά είναι τα σημεία που προκαλούν ανησυχία στους αναλυτές σχετικά με το πρόγραμμα, αναφέρουν οι FT.
Ωστόσο μία από τις κυριότερες ανησυχίες είναι ότι τα φθηνά κεφάλαια που παρείχε η ΕΚΤ, οδήγησαν τις τράπεζες σε άλλη μια πιστωτική κραιπάλη, ανάλογη με αυτήν που είχε ως αποτέλεσμα την μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση του 2008. Μόνο που αυτή τη φορά πρόκειται για χρέος των ίδιων τους των κυβερνήσεων.
Μπορεί οι αγορές ομολόγων να οδήγησαν σε μείωση των αποδόσεων για χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία, ωστόσο πλέον η μοίρα των τραπεζών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτήν των κυβερνήσεών τους.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των αναλυτών της UBS, οι ιταλικές τράπεζες έχουν λάβει συνολικά 260 δισ. κι όχι μόνο από το πρόγραμμα LTRO. Οι ισπανικές τράπεζες έχουν λάβει 250 δισ., πολλά περισσότερα από τις γαλλικές, οι οποίες έχουν λάβει μόλις 150 δισ.
Κι ενώ οι τράπεζες χρησιμοποίησαν τα χρήματα αυτά για σκοπούς όπως η αναχρηματοδότηση των χρεών τους, παράλληλα έριξαν χρήμα σε κρατικά «χαρτιά».
Ομολογιούχοι, οι μεγάλοι χαμένοι
Για έναν επενδυτή, το να έχει στην κατοχή τους ομόλογα σε τράπεζες ή στο κράτος, ήταν κάτι πολύ απλό. Η τοποθέτηση ήταν ξεκάθαρη. Ωστόσο η οικονομική και δημοσιονομική κρίση άλλαξε αυτό το δεδομένο.
Πλέον οι ομολογιούχοι είναι πολύ πιο υποτιμημένοι έναντι των υπόλοιπων επενδυτών. Τυπικό παράδειγμα αποτελούν οι κάτοχοι ομολόγων των τραπεζών της ευρωζώνης.
Όπως δείχνει έρευνα της Citigroup, το 2007 αντιπροσώπευαν το 80% των ιδίων κεφαλαίων μιας τράπεζας. Τώρα αυτό το ποσοστό έχει υποχωρήσει στο 10%!
Επίσης, έχει σημειωθεί μια σημαντική αλλαγή στα κρατικά ομόλογα, όπως κατέδειξε η διαδικασία αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους.
Οι ιδιώτες ομολογιούχοι ανακάλυψαν ξαφνικά ότι τοποθετούνται πολύ χαμηλότερα σε όρους πληρωμής, όχι μόνο έναντι του ΔΝΤ, όπως ήταν αναμενόμενο, αλλά και έναντι της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Επενδυτικής Τράπεζας.
Αυτή η υποτίμηση, σύμφωνα με τη Citigroup, θα μπορούσε να είναι ακόμη χειρότερη σε άλλες διασώσεις.
Όπως σημειώνει ο Alberto Gallo της RBS, το πρόγραμμα LTRO βοήθησε τις τράπεζες να αναχρηματοδοτήσουν το χρέος τους, ωστόσο το τίμημα για την παροχή ρευστότητας σήμερα, θα είναι η υποτίμηση των ομολογιούχων στο προσεχές μέλλον.
Η Ισπανία στο επίκεντρο της ανησυχίας
Οι ανησυχίες επικεντρώνονται κυρίως στην Ισπανία παρά στην Ιταλία, κυρίως γιατί το τραπεζικό σύστημα της πρώτες θεωρείται πιο εύθραυστο.
Άλλωστε η Ισπανία, σε αντίθεση με την Ιταλία, βίωσε μια μεγάλη «φούσκα» στην αγορά κατοικίας και πολλοί επενδυτές εκτιμούν ότι το «ξεσκαρτάρισμα» στους ισολογισμούς των ισπανικών τραπεζών, μόλις ξεκίνησε.
Καθώς υποχωρούσαν οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων και ενισχύονται οι τιμές των ομολόγων, οι τράπεζες κέρδιζαν από το carry trade. Ωστόσο τις τελευταίες εβδομάδες τα ισπανικά και σε μικρότερο βαθμό, τα ιταλικά επιτόκια άρχισαν ξανά να παίρνουν την ανιούσα.
Αν τα επιτόκια συνεχίσουν ανοδικά, μερίδα αναλυτών ανησυχεί ότι οι τράπεζες μπορεί να ωθήθηκαν ώστε να αγοράσουν ομόλογα ακριβώς στην πιο λανθασμένη στιγμή.
Ωστόσο οι αξιωματούχοι της Ε.Ε. δεν φαίνεται να συμμερίζονται αυτούς τους φόβους, με την ΕΚΤ να επιμένει ότι το LTRO ήταν απαραίτητο για να «καλμάρει» τις αγορές.
Ωστόσο αναγνωρίζουν ότι υπάρχουν κάποιοι κίνδυνοι, με τον Jens Weidmann, επικεφαλής της Bundesbank, να πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα, προειδοποιώντας με ομιλία του τον περασμένο Φεβρουάριο, ότι η γενναία παροχή ρευστότητας στις τράπεζες, μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερους κινδύνους.
Μεταρρυθμίσεις, το μεγάλο αγκάθι
Ένα δεύτερο μεγάλο πρόβλημα, το οποίο εντοπίζουν οι επικριτές του προγράμματος, είναι ότι το LTRO «χαλαρώνει» τις πιέσεις για ριζικές μεταρρυθμίσεις τόσο στις τράπεζες, όσο και στα κράτη μέλη της ευρωζώνης..
Ο τραπεζικός αναλυτής της UBS, Alastair Ryan, σημειώνει ότι οι τράπεζες θα έπρεπε πλέον να λειτουργούν με διαφορετικούς όρους από ότι πριν από την κρίση, τόσο σε επίπεδο κεφαλαίων αλλά και μεγέθους των ισολογισμών τους. Ωστόσο ενώ οι βρετανικές τράπεζες υποχρεώθηκαν να αλλάξουν τη δομή τους, καμία αλλαγή δεν έχει συντελεστεί μέχρι τώρα στις ιταλικές, τις ισπανικές και τις γαλλικές τράπεζες.
Από την πλευρά του ο Nick Gartside της JPMorgan Asset Management, δηλώνει χαρακτηριστικά ότι «κάθε φάρμακο έχει παρενέργειες. Μόνο που αυτή τη στιγμή δεν γνωρίζουμε ποιες είναι ακριβώς».
Το μεγάλο ερώτημα είναι τι θα συμβεί σε τρία χρόνια από τώρα, όταν όλο αυτό το τραπεζικό χρέος θα λήξει. Μόνη ελπίδα είναι ότι μέχρι τότε η οικονομική ανάπτυξη θα έχει πάρει τα πάνω της, δίνοντας τη δυνατότητα στις τράπεζες να εξυπηρετήσουν μόνες τους το χρέος.
Πάντως αρκετοί αναλυτές εκτιμούν ότι οι τράπεζες των περιφερειακών χωρών της ευρωζώνης δεν θα είναι έτοιμες να ανταποκριθούν σε ορίζοντα τριετίας , γεγονός που αυξάνει τις πιθανότητες να μετατραπούν σε τράπεζες-ζόμπι.
sofokleous10.gr