Στις τελευταίες θέσεις στα ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης ενηλίκων βρίσκεται η Ελλάδα, αν και σε ότι αφορά στην ανοσοποίηση βρεφών και παιδιών διατηρούμαστε στο κοινοτικό μέσο όρο.
Το πρόβλημα εντοπίζεται στη σημαντική υστέρηση στον τομέα της Πρόληψης αλλά και της Δημόσιας Υγείας, αλλά και στην ελλιπή ενημέρωση που λαμβάνουν οι Έλληνες ενήλικες, για την αναγκαιότητα των επαναληπτικών δόσεων των εμβολίων που έκαναν στην παιδική τους ηλικία, οι οποίες τα καθιστούν αποτελεσματικά.
Δηλαδή, το εμβόλιο που έκανε κάποιος στην παιδική ή εφηβική του ηλικία κατά του τετάνου, της διφθερίτιδας ή του κοκίτη, σίγουρα δεν τον καλύπτει έναντι των νόσων αυτών, καθώς απαιτείται η επανάληψη των εμβολίων.
«Ο εμβολιασμός έναντι μικροβιακών και ιογενών λοιμώξεων αποτελεί την πρώτη γραμμή άμυνας» τονίζει ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Παιδιατρικής Εταιρείας, Καθηγητής Παιδιατρικής, Ανδρέας Κωνσταντόπουλος.
Στο πλαίσιο της προσπάθειας αύξησης των ποσοστών εμβολιαστικής κάλυψης και στους ενήλικες, η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών καθιέρωσε ένα «ενιαίο πρόγραμμα εμβολιασμών» για τα παιδιά και για τους ενήλικες, με ενιαίους «πίνακες αναφοράς» για τους γιατρούς όλων των ειδικοτήτων.
Απορρίπτοντας όλους τους ισχυρισμούς περί παρενεργειών των εμβολίων, ο κ. Κωνσταντόπουλος επεσήμανε ότι οι ουσίες που χρησιμοποιούνται πλέον είναι απολύτως ασφαλείς, ενώ το κόστος από την αποφυγή των εμβολίων είναι πολύ μεγαλύτερο τόσο για την ατομική και δημόσια υγεία όσο και για την οικονομία.
Μάλιστα, η γενίκευση της αποφυγής των εμβολίων δεν αποκλείεται να οδηγήσει στην επανεμφάνιση ξεχασμένων λοιμωδών νοσημάτων.
Είναι χαρακτηριστικό πως, σε ό, τι αφορά στην ανοσοποίηση των παιδιών, τα εμβόλια προλαμβάνουν περίπου 3,5 εκατομμύρια θανάτους και αποτρέπουν αναπηρίες σε 750 χιλιάδες παιδιά, κάθε χρόνο.