Δεν πρόλαβε η Τουρκία να κλείσει τη στρόφιγγα των αρχαιοτήτων που στέλνει προς ξένα μουσεία και η αντίδραση των Βρετανών στα τουρκικά αιτήματα ήταν άμεση.
«Το μουσείο θα ήταν διατεθειμένο να συζητήσει τον δανεισμό της στήλης, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπει η νομοθεσία. Οι ιθύνοντες του μουσείου δεν μπορούν να συναινέσουν στη μεταβίβαση της κυριότητας της στήλης και πιστεύουμε ακράδαντα ότι θα πρέπει να παραμείνει μέρος της συλλογής του μουσείου, στο οποίο μπορεί να θεαθεί σε ένα διεθνές πλαίσιο από ένα παγκόσμιο ακροατήριο», ήταν η απάντηση του Βρετανικού Μουσείου.
Σε επιστολή του, δε, ο διευθυντής του μουσείου Νιλ ΜακΓκρέγκορ επισημαίνει ότι «η Τουρκία, αν και γνώριζε πού βρισκόταν η στήλη από το 1927 έως το 2005, ουδέποτε υπαινίχθηκε ότι είχε αποκτηθεί παράνομα ή ότι έπρεπε να επιστραφεί».
Με άλλα λόγια, προτείνει προσωρινό δανεισμό, αρκεί να δεχθεί η Τουρκία πως παραμένει η στήλη ιδιοκτησία του Βρετανικού Μουσείου και χωρίς να γίνεται λόγος για ανταλλάγματα. Πρόταση που δεν απέχει πολύ από εκείνη που είχε υποβάλει η Ελλάδα στο ίδιο μουσείο προκειμένου να πετύχει τον επαναπατρισμό των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Η ελληνική πλευρά μάλιστα δεχόταν να αναγνωρίσει ότι τα Γλυπτά ανήκουν στους Βρετανούς, ζητούσε μακροχρόνιο δανεισμό - δεν είναι εύκολη η συχνή μετακίνησή τους λόγω του βάρους τους - και επιπλέον προσέφερε ως αντάλλαγμα τον δανεισμό σημαντικών αρχαιοτήτων από αποθήκες ελληνικών μουσείων.
Γιατί λοιπόν η Τουρκία φαίνεται να βρίσκεται πιο κοντά στον στόχο απ' ό,τι η Ελλάδα, δεδομένου ότι διαλλακτικό εμφανίζεται και το Μουσείο Βικτωρίας και Αλβέρτου που προτείνει στη γείτονα να δανείσει επ' αόριστον το κεφαλάκι του Ερωτα, υπό την προϋπόθεση πως η Τουρκία θα αναγνωρίσει ως ιδιοκτήτη το Βρετανικό Μουσείο; Και όλα αυτά, μάλιστα, τη στιγμή που η Τουρκία δεν φαίνεται να ενδίδει στο θέμα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος και δηλώνει απερίφραστα πως οι διεκδικούμενες αρχαιότητες της ανήκουν.
Αναζητήστε στο βάθος, κατ' αρχάς, πολιτικές σκοπιμότητες. Να θυμίσουμε πως η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα είχε τεθεί από τους Βρετανούς στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ώστε να αποσύρει η ελληνική πλευρά την υποστήριξή της στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελληνοκυπρίων.
Όταν δεν υπάρχουν οι πολιτικές σκοπιμότητες, τότε ίσως η άρνηση δανεισμού αρχαιοτήτων να θεωρείται «εγωιστική» προσέγγιση για τον δυτικό κόσμο. Αποτελεί όμως και ένα από τα ελάχιστα μέσα πίεσης που διαθέτουν πλέον οι χώρες που διεκδικούν επαναπατρισμούς αρχαιοτήτων.
Η ανάγλυφη στήλη από βασάλτη του Βρετανικού Μουσείου
Πρώτος διδάξας υπήρξε ο άλλοτε ισχυρός άνδρας της αιγυπτιακής αρχαιολογίας Ζαχί Χαουάς στη διεκδίκηση, από το Βρετανικό Μουσείο, της στήλης της Ροζέτας - της πέτρινης πλάκας που φέρει επιγραφή σε τρία συστήματα γραφής (ιερογλυφικά, δημώδης αιγυπτιακή, ελληνική) και η αποκάλυψή της οδήγησε στην αποκρυπτογράφηση των ιερογλυφικών - και της πολύχρωμης προτομής τής βασίλισσας Νεφερτίτης από το Neues Museum του Βερολίνου. Τότε, για να πιέσει τα δυτικά μουσεία, απειλούσε με απαγόρευση των ανασκαφών τις ξένες αρχαιολογικές σχολές αλλά και με φρένο στον δανεισμό αρχαιοτήτων από την Αίγυπτο.
Τα μουσεία όμως τα κάνει επιφυλακτικά το κακό παράδειγμα της Τουρκίας: μόλις κατάφερε να της επιστραφούν τρεις ξύλινοι ανάγλυφοι πίνακες της εποχής των Σελτζούκων από το ένα ιδιωτικό μουσείο ισλαμικής τέχνης Ντέιβιντ της Κοπεγχάγης, ζήτησε επιπλέον οκτώ αρχαία αντικείμενα.
Τα δυτικά μουσεία φοβούνται πως τα γραφεία τους θα γεμίσουν αιτήματα και οι αίθουσές τους θα αδειάσουν από εκθέματα, αν αρχίσουν να επιστρέφουν στην Κίνα έστω και μερικά από τα 10 εκατ. αντικείμενα που έχουν κλαπεί την περίοδο 1840-1949, εκ των οποίων 1,5 εκατ. εκθέματα φιλοξενούνται σε 2.000 μουσεία σε 47 χώρες, αν το Λούβρο επιστρέψει στην Τουρκία τα αγάλματα του Δία και του Απόλλωνα από τη Μικρά Ασία, αν το Βρετανικό Μουσείο επιστρέψει στο Ιράν τον Κύλινδρο του Κύρου - έργο του 6ου αιώνα π.Χ. που θεωρείται ο πρώτος καταστατικός χάρτης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων - αλλά και τα χάλκινα του Μπενίν στη Νιγηρία - μια σειρά 3.000 και πλέον πλακιδίων.
Γεγονός που δυσκολεύει το αίτημα της Ελλάδας. Και όσο κι αν εκείνη προσπαθεί να το κρατήσει μακριά από όλα αυτά τονίζοντας πως τα Γλυπτά του Παρθενώνα είναι ειδική περίπτωση, ως αναπόσπαστα μέλη ενός σημαντικότατου αρχαίου μνημείου, η γενικότερη τάση και τα παιχνίδια πολιτιστικής - ή μη - πολιτικής δεν αφήνουν ανεπηρέαστη τη σχέση της ελληνικής πλευράς με το Βρετανικό Μουσείο, που δεν έχει καταφέρει έως σήμερα να σπάσει τον πάγο.