Να υπενθυμίσουμε ότι το Δημοσιονομικό Σύμφωνο που αποφασίστηκε για πρώτη φορά στη Σύνοδο Κορυφής των ηγετών της ΕΕ στις 9 Δεκεμβρίου 2011 στην πράξη απαγορεύει τους ελλειμματικούς προϋπολογισμούς καθιερώνοντας μάλιστα αυτόματους μηχανισμούς τιμωρίας, δια της επιβολής χρηματικών προστίμων για τα απείθαρχα κράτη – μέλη. Ειδικότερα, το «δομικό έλλειμμα» δεν επιτρέπεται να ξεπερνά το 0,5% του ΑΕΠ. Με το νέο αυτό όρο (δομικό έλλειμμα) περιγράφεται το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα μείον το κυκλικό, μείον επίσης τα μέτρα άμεσης απόδοσης. Χαρακτηριστικό δε στοιχείο για το πόσο ψηλά τοποθετείται πλέον ο πήχης είναι ότι τώρα 4 μόνο χώρες πληρούν αυτό το κριτήριο: Το Λουξεμβούργο (που δεν αποτελεί και κράτος με την …συνήθη έννοια του όρου), η Σουηδία (που δεν συμμετέχει στην ευρωζώνη καθώς έχει το δικό της εθνικό νόμισμα, την σουηδική κορώνα), η Φινλανδία και η Εσθονία. Ούτε καν η Γερμανία δεν πληροί το κριτήριο! Ιδιαίτερα σημαντική πλευρά είναι πως η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση, το φρένο χρέους, όπως συχνά περιγράφεται, θα έχει πάγια χαρακτηριστικά καθώς το Βερολίνο απαίτησε να συνοδευτεί από τροποποίηση του συντάγματος. Όπως είχε δηλώσει χαρακτηριστικά η γερμανίδα καγκελάριος «το φρένο χρέους θα είναι δεσμευτικό και θα ισχύει για πάντα. Ποτέ δεν θα είναι δυνατό να αλλάξει μέσω μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας». Το Τέταρτο Ράιχ επομένως δεν βγάζει εκτός νόμου μόνο τον Κεϋνσιανισμό, που αποτέλεσε την πιο επιτυχημένη συνταγή οικονομικής ανάπτυξης με κριτήριο την κοινωνική ωφέλεια, αλλά και το ίδιο το δικαίωμα των ψηφοφόρων να αποφασίζουν για την οικονομική πολιτική που προτιμούν!
Τα πολιτικά εμπόδια ωστόσο που έχει να αντιμετωπίσει ο γερμανικός οικονομικός φονταμενταλισμός είναι αρκετά, χωρίς να θέτουν σε αμφισβήτηση την υιοθέτησή του καθώς γι’ αυτήν αρκεί η θετική ψήφος 12 μόνο χωρών. Τα εμπόδια ξεκινούν από την Ιρλανδία που είναι αναγκασμένη, λόγω του συντάγματός της κι όχι της δημοκρατικής ευαισθησίας των πολιτικών της, να θέσει σε δημοψήφισμα τις επικείμενες αλλαγές. Οι δημοσκοπήσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας μέχρι στιγμής συνηγορούν στην άνετη επικράτηση του στρατοπέδου του «ναι». Σε μια από τις πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις το 44% των ερωτηθέντων τασσόταν υπέρ της συμφωνίας, ενώ απορριπτική θέση έπαιρνε το 29%. Παρόλα αυτά με ένα ποσοστό της τάξης του 27% να δηλώνει αναποφάσιστο, σε μια περίοδο μάλιστα που η οικονομία βυθίζεται στην ύφεση, κανείς στο Δουβλίνο ή το Βερολίνο δεν μπορεί να δηλώνει σίγουρος για το αποτέλεσμα που θα βγάλουν οι κάλπες. Τα ανησυχητικά νέα εμφανίστηκαν στην Ιρλανδία την προηγούμενη Πέμπτη, όταν έγινε γνωστό πως και το τέταρτο τρίμηνο του 2011, μετά και το τρίτο τρίμηνο, συρρικνώθηκε το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν. Εξέλιξη που ισοδυναμεί με ύφεση, σύμφωνα με τον τεχνικό ορισμό που την περιγράφει ως δύο συνεχόμενα τρίμηνα μείωσης του ΑΕΠ, τοποθετώντας την χώρα του Τζέιμς Τζόις δίπλα στις άλλες έξι χώρες της ευρωζώνης που βρίσκονται μέχρι στιγμής σε ύφεση: Ελλάδα, Πορτογαλία, Βέλγιο, Ιταλία, Σλοβενία και Ολλανδία.
Αντιδρούν Ολλανδία, Ισπανία, Γαλλία
Συνεχίζοντας με τα πολιτικά εμπόδια που είναι υποχρεωμένη να υπερπηδήσει η γερμανίδα καγκελάριος αν θέλει να επιβάλλει τον σιδερένιο νόμο των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών στην Ευρώπη ξεχωρίζουμε επίσης αυτά που προέρχονται από την Ολλανδία, την Ισπανία και την Γαλλία. Στο Άμστερνταμ συγκεκριμένα, το Εργατικό Κόμμα, χωρίς τις ψήφους του οποίου η κυβέρνηση μειοψηφίας του Μαρκ Ρουτ δεν μπορεί να περάσει το νόμο, έθεσε όρο για να ψηφίσει να μην υπάρξουν περικοπές κοινωνικών δαπανών για φέτος. Ο δεξιός πρωθυπουργός της Ισπανίας Μαριάνο Ραχόι δήλωσε ενώπιον όλων των ευρωπαίων ηγετών, στην τελευταία σύνοδο κορυφής της ΕΕ, ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα στη χώρα του θα κυμανθεί στο 5,3% του ΑΕΠ δηλαδή σε υψηλότερα επίπεδα απ’ αυτά που είχαν ενσωματωθεί στον προϋπολογισμό, παραβιάζοντας προηγούμενη δέσμευσή του. Στη Γαλλία τέλος ο υποψήφιος για την προεδρία επικεφαλής των σοσιαλιστών Φρανσουά Ολάντ (κι επικρατέστερος μέχρι τα αιματηρά και ύποπτα γεγονότα της Τουλούζης) έχει ξεκαθαρίσει ότι σκοπεύει να επαναδιαπραγματευτεί το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, δηλώνοντας με αυτό τον τρόπο στο Βερολίνο ότι το Παρίσι στο εξής δεν θα είναι δεδομένο όπως ήταν μέχρι τώρα. «Αυτή η στροφή δεν έχει να κάνει τόσο με την ιδεολογία όσο με τα μηνύματα που στέλνουν τώρα οι ευρωπαίοι ψηφοφόροι απ’ όλο το πολιτικό φάσμα προς τους ηγέτες τους: Χόρτασαν από πολιτικές λιτότητας που δεν αποδίδουν και δεν επιθυμούν οι κυβερνήσεις τους να αποποιηθούν όλα τα δημοσιονομικά εργαλεία που διαθέτουν για την αντιμετώπιση των υφέσεων», έγραφε στο εντιτόριάλ της η International Herald Tribune την Παρασκευή 23 Μαρτίου. Τίτλος του: «Η ανελαστικότητα της Μέρκελ – Οι πολιτικοί ηγέτες στην Ευρώπη αρχίζουν να αποστασιοποιούνται από την εκστρατεία της για αδιάκοπη δημοσιονομική λιτότητα».
Μήνυμα αποτυχίας της πολιτικής λιτότητας που διατάσουν Βερολίνο και Βρυξέλλες να πυροδοτήσει την μεγέθυνση της οικονομίας είναι και οι αλλεπάλληλες ενδείξεις συρρίκνωσης του προϊόντος. Ενδεικτικά, παρότι δεν υπάρχουν ακόμη τα επίσημα τελικά στοιχεία θεωρείται βέβαιο πως το πρώτο τρίμηνο του 2012 το παραγόμενο προϊόν της ευρωζώνης συρρικνώθηκε, όπως συνέβη και το τελευταίο τρίμηνο του 2011. Και τυπικά επομένως η ευρωζώνη βρίσκεται σε ύφεση. Επίσης οι βιομηχανικές παραγγελίες τον Ιανουάριο σε σχέση με τον Δεκέμβρη μειώθηκαν.
Όλα αυτά τα δραματικά μάλιστα συμβαίνουν την ίδια ώρα που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα από τον Δεκέμβρη έχει πλημμυρίσει τις εμπορικές τράπεζες με πρωτοφανή ρευστότητα, που υπερέβη το 1 τρις. ευρώ! Η συνταγή επομένως της Μέρκελ «λεφτά υπάρχουν για τις τράπεζες» δεν σήμανε την υπέρβαση της κρίσης, αλλά τον παροξυσμό της καθώς η κρίση δημόσιου χρέους συνέχισε να λειτουργεί διαβρωτικά για τη σταθερότητα των δημόσιων οικονομικών των κρατών μελών, ενώ η κρίση της πραγματικής οικονομίας συνέχισε να στερεί θέσεις εργασίας και να μειώνει μισθούς και εισοδήματα.
Πλημμυρίδα ρευστού σε μεγάλες εταιρείες
Δεν είναι όμως μόνο οι τράπεζες που έχουν ωφεληθεί από το μείγμα οικονομικής πολιτικής που έχει επιβάλλει το Βερολίνο. «Ένας τομέας της οικονομίας αποτελεί μια σημαντική εξαίρεση στον κανόνα της ύφεσης» έγραφε η Wall Street Journal του Σαββατοκύριακου. «Είναι οι εταιρείες, ειδικά οι μεγάλες. Σε όλη την Ευρώπη οι εταιρείες κάθονται σε ένα βουνό από ρευστό. Το πρόβλημα είναι πως δεν καταναλώνουν πολύ απ’ αυτό. Αυτό σημαίνει πως μια πιθανή διέξοδος στην οικονομική κρίση της Ευρώπης – μια μεγάλη ώθηση των επιχειρηματικών επενδύσεων – έχει αποκλειστεί. Δεν είναι μόνο στην Ευρώπη που οι επιχειρήσεις αποθησαυρίζουν σωρούς από χρήμα. Σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Χρηματοοικονομικής, το ίδιο ισχύει και σε έναν αριθμό ώριμων και αναδυόμενων οικονομιών. Τον Ιανουάριο ο οργανισμός με έδρα την Ουάσινγκτον υπολόγισε πως οι εταιρείες με έδρα τις ΗΠΑ, την ευρωζώνη, την Αγγλία και την Ιαπωνία διαθέτουν σε ρευστό μια ποσότητα χρήματος χωρίς προηγούμενο, περίπου 7,75 τρισ. δολ. Το πρόβλημα στην Ευρώπη είναι ιδιαίτερα οξύ. Ο λόγος επενδύσεων προς ΑΕΠ στην Ευρώπη βρίσκεται σε χαμηλό επίπεδο 60 ετών καθώς οι εταιρείες συσσωρεύουν ρευστό. Τα αποθέματα των εταιρειών σε ρευστό είναι 2 τρισ. ευρώ στην ευρωζώνη και ένα ασυνήθιστο ποσό περίπου 750 δις. λίρες στην Αγγλία». Μεταξύ των αιτιών για την εποχή των παχιών αγελάδων που βιώνει ο ιδιωτικός τομέας ξεχωρίζουμε την ακόλουθη: «Γιατί να γίνουν επενδύσεις στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών σε οικονομίες που έχουν ελάχιστη πιθανότητα να αναπτυχθούν;»
Εν κατακλείδι η άλλη όψη των κοινωνικά ολέθριων πολιτικών αιώνιας λιτότητας που έχει ήδη επιβάλλει το Βερολίνο στην ΕΕ και επιδιώκει να υιοθετηθούν με ακόμη πιο δεσμευτικούς όρους μέσω του Δημοσιονομικού Συμφώνου είναι μια προσωρινή ανάσχεση στη δράση των οικονομικών μηχανισμών εξ αιτίας της ανεπαρκούς ζήτησης. Έτσι, πλημμυρίδα ρευστού σε τράπεζες και μεγάλες επιχειρήσεις από την μια και χρηματοδοτική ξηρασία σε κράτη και νοικοκυριά αποτελούν το άκρως πολωτικό και εξαιρετικά ασταθές αποτέλεσμα της λιτότητας, μέχρι τώρα. Ας φανταστούμε τι θα γίνει αν αυτή η οικονομική πολιτική αποκτήσει και συνταγματική ισχύ, μέσα από την ενσωμάτωση του Δημοσιονομικού Συμφώνου!