Πριν λίγους μήνες η τρόικα εκβιάζοντας και κουνώντας προκλητικά το δάκτυλο πέτυχε να συναινέσουν τα δυο μεγάλα κόμματα στην πολιτική της. Σήμερα, για να... επιβιώσει η κοινωνία και να δοθεί ένα μήνυμα για την ανάγκη αλλαγών στις ατραπούς της λιτότητας, χρειάζεται να διαμορφωθεί στην αντίθετη πολιτική πλευρά μια νέα πολυκομματική συναίνεση. Απέναντι στη συναίνεση για το παράλογο, να αντιταχθεί μια συναίνεση για το αυτονόητο. Και φαίνεται ότι υπάρχει στην κοινωνία η δυναμική για να ξεκινήσει κάτι τέτοιο στις εκλογές της επόμενης Κυριακής. Από όλες τις πλευρές εκπέμπεται διάχυτα στην ατμόσφαιρα η αίσθηση ότι αυτές τις μέρες διεξάγεται η πιο σημαντική πολιτική αναμέτρηση μετά το 1974...
Στο περιβάλλον της Γερμανογαλλικής διαμάχης για την ηγεσία και τον προσανατολισμό της Ευρώπης εξελίσσεται στη χώρα μας μια ανοικτή πλέον αντιπαράθεση ανάμεσα στις κυβερνητικές δυνάμεις της μεταπολίτευσης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, που σήμερα έχουν αποδεχθεί την Γερμανική επικυριαρχία και τις επιλογές της λιτότητας, και τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις στις οποίες πλειοψηφούν οι δυνάμεις της αριστεράς και δημοσκοπικά έχουν τέτοιο σημαντικό προβάδισμα, που θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και στην επικράτηση άλλου διακυβερνητικού μοντέλου για τη χώρα.
Το μεταπολιτευτικό εποικοδόμημα που στηρίχτηκε στο πελατειακό κράτος και τον αντιπαραγωγικό δανεισμό για πρώτη φορά αμφισβητείται και κινδυνεύει στην πράξη. Η οικονομική κρίση που αναπτύχθηκε και εξαπλώθηκε πάνω στη διάλυση και τις ρωγμές του, τώρα το αποτελειώνει. Αλλά αυτό δεν πρόκειται να παραδοθεί έστι απλά με την καταψήφισή του. Ούτε να υποταχθεί έτσι απλά σε μια άλλη πλειοψηφία. Ακόμη κι αν αυτό το δεχόντουσαν μερικοί δικοί του πολιτικοί. Ακόμη κι αν αυτό το αποδεχτούν σαν αναπότρεπτο γεγονός απλά κομματικά μέλη και ψηφοφόροι, που μέχρι τώρα «ζούσαν» στην κυριολεξία από τον δικομματισμό.
Τα συμφέροντα που έχουν επενδυθεί πάνω σε αυτά τα δύο γέρικα και κουρασμένα άλογα είναι τεράστια, ξεπερνούν τη χώρα, ξεπερνούν την ήπειρο. Αυτά τα συμφέροντα είναι που θα επιδιώξουν να κάνουν τις μέρες επικίνδυνες και να επαναφέρουν αν χρειαστεί με άλλο πιο βίαιο τρόπο τους γνωστούς εκβιασμούς της τρόικα και όχι αυτοί που με την πολιτική τους συναίνεση επιδιώκουν την τροποποίηση ή και την ανατροπή μιας αδιέξοδης και καταστροφικής πολιτικής. Αλλά μόνον η πιθανότητα, πόσο μάλλον η ανοικτά δηλωμένη πρόθεση για μετεκλογική συνεργασία, συνιστά casus belli για τις εγχώριες και ξένες δυνάμεις που στηρίζουν τον δικομματισμό.
Ο κ. Κουβέλης δήλωσε ότι «η Δημοκρατική Αριστερά αποδέχεται την πρόκληση για μια κυβερνώσα αριστερά», ο κ. Τσίπρας ότι «εάν εμείς, ως Αριστερά, καταθέσουμε την πρότασή μας και χρειαζόμαστε πέντε ψήφους του Καμμένου και έρθει να μας τις δώσει ως ανοχή ή ως στήριξη δε θα τον πετάξουμε» και ο κ. Καμμένος ότι «υπάρχουν συγκλίσεις στην οικονομική πολιτική» με το κόμμα του κ. Τσίπρα. Και είναι πιθανό η στάση της κ. Παπαρήγα να καθοριστεί από τα γεγονότα εκείνων των μετεκλογικών ημερών και όχι από τις δηλώσεις του σήμερα. Σε αυτό το προαναγγελθέν ρεύμα πιθανών πολιτικών συναινέσεων, που υπερβαίνουν τα στενά ιδεολογικά πλαίσια στο όνομα μιας ενιαίας στάσης απέναντι στις Γερμανικές εμμονές, θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν το γεγονός ότι προτάσεις όπως για τις εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης και την επιτροπή λογιστικού ελέγχου του χρέους υποστηρίζονται ακόμη και από τη Χρυσή Αυγή.
Στο φως αυτών των διαμορφωμένων τάσεων στην κοινωνία, ακόμη κι αν οι δημοσκοπήσεις δεν επαληθευτούν και προκύψει μια ισχνή δικομματική πλειοψηφία στη Βουλή, η πολιτική αστάθεια δεν θα είναι μικρότερη, από αυτή που θα προέκυπτε αν επικρατούσαν οι δυνάμεις του αντιμνημονιακού μπλοκ. Το ανέφικτο 50% που έθεσε ο κ.Βενιζέλος σαν ελάχιστο όριο για μια δικομματική συγκυβέρνηση περιγράφει αυτήν την πραγματικότητα, αλλά και τη ρευστότητα των πολιτικών εξελίξεων υπό την πίεση αυτών των δύο αντίπαλων πολιτικών ρευμάτων στην κοινωνία. Τρίτος δρόμος δεν φαίνεται ακόμη να διαγράφεται, αλλά η ενδεχόμενη περαιτέρω διάσπαση ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, μετά από την πιθανή εκλογική αποτυχία τους, μπορεί να διευκολύνει τη δημιουργία μιας πραγματικής πολυκομματικής κυβέρνησης Εθνικής σωτηρίας.
Η όλη κατάσταση θυμίζει αρκετά το ποίημα του K.Π. Kαβάφη «Ας φρόντιζαν», που αρχίζει με τους στίχους: «Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης. / Aυτή η μοιραία πόλις, η Aντιόχεια όλα τα χρήματά μου τάφαγε: /αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.» και τελειώνει με τους στίχους: «Κ’ είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη / για το αψήφιστο της εκλογής. / Βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο. / Aλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ. / Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ. / Aς φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί /να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό. / Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.». Αλλά σήμερα που εφαρμόζονται πολιτικές με τέτοιες ακρότητες ώστε να δικαιώνονται τα παραδοσιακά πολιτικά άκρα στη συνείδηση της κοινωνίας, ο Έλληνας ψηφοφόρος έχει επίσης αρκετή πληροφόρηση και εμπειρία για να επιλέξει με την ψήφο του πλευρά κι ευθύνη, χωρίς φόβο, χαρά ή θυμό…
Στο περιβάλλον της Γερμανογαλλικής διαμάχης για την ηγεσία και τον προσανατολισμό της Ευρώπης εξελίσσεται στη χώρα μας μια ανοικτή πλέον αντιπαράθεση ανάμεσα στις κυβερνητικές δυνάμεις της μεταπολίτευσης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, που σήμερα έχουν αποδεχθεί την Γερμανική επικυριαρχία και τις επιλογές της λιτότητας, και τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις στις οποίες πλειοψηφούν οι δυνάμεις της αριστεράς και δημοσκοπικά έχουν τέτοιο σημαντικό προβάδισμα, που θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και στην επικράτηση άλλου διακυβερνητικού μοντέλου για τη χώρα.
Το μεταπολιτευτικό εποικοδόμημα που στηρίχτηκε στο πελατειακό κράτος και τον αντιπαραγωγικό δανεισμό για πρώτη φορά αμφισβητείται και κινδυνεύει στην πράξη. Η οικονομική κρίση που αναπτύχθηκε και εξαπλώθηκε πάνω στη διάλυση και τις ρωγμές του, τώρα το αποτελειώνει. Αλλά αυτό δεν πρόκειται να παραδοθεί έστι απλά με την καταψήφισή του. Ούτε να υποταχθεί έτσι απλά σε μια άλλη πλειοψηφία. Ακόμη κι αν αυτό το δεχόντουσαν μερικοί δικοί του πολιτικοί. Ακόμη κι αν αυτό το αποδεχτούν σαν αναπότρεπτο γεγονός απλά κομματικά μέλη και ψηφοφόροι, που μέχρι τώρα «ζούσαν» στην κυριολεξία από τον δικομματισμό.
Τα συμφέροντα που έχουν επενδυθεί πάνω σε αυτά τα δύο γέρικα και κουρασμένα άλογα είναι τεράστια, ξεπερνούν τη χώρα, ξεπερνούν την ήπειρο. Αυτά τα συμφέροντα είναι που θα επιδιώξουν να κάνουν τις μέρες επικίνδυνες και να επαναφέρουν αν χρειαστεί με άλλο πιο βίαιο τρόπο τους γνωστούς εκβιασμούς της τρόικα και όχι αυτοί που με την πολιτική τους συναίνεση επιδιώκουν την τροποποίηση ή και την ανατροπή μιας αδιέξοδης και καταστροφικής πολιτικής. Αλλά μόνον η πιθανότητα, πόσο μάλλον η ανοικτά δηλωμένη πρόθεση για μετεκλογική συνεργασία, συνιστά casus belli για τις εγχώριες και ξένες δυνάμεις που στηρίζουν τον δικομματισμό.
Ο κ. Κουβέλης δήλωσε ότι «η Δημοκρατική Αριστερά αποδέχεται την πρόκληση για μια κυβερνώσα αριστερά», ο κ. Τσίπρας ότι «εάν εμείς, ως Αριστερά, καταθέσουμε την πρότασή μας και χρειαζόμαστε πέντε ψήφους του Καμμένου και έρθει να μας τις δώσει ως ανοχή ή ως στήριξη δε θα τον πετάξουμε» και ο κ. Καμμένος ότι «υπάρχουν συγκλίσεις στην οικονομική πολιτική» με το κόμμα του κ. Τσίπρα. Και είναι πιθανό η στάση της κ. Παπαρήγα να καθοριστεί από τα γεγονότα εκείνων των μετεκλογικών ημερών και όχι από τις δηλώσεις του σήμερα. Σε αυτό το προαναγγελθέν ρεύμα πιθανών πολιτικών συναινέσεων, που υπερβαίνουν τα στενά ιδεολογικά πλαίσια στο όνομα μιας ενιαίας στάσης απέναντι στις Γερμανικές εμμονές, θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν το γεγονός ότι προτάσεις όπως για τις εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης και την επιτροπή λογιστικού ελέγχου του χρέους υποστηρίζονται ακόμη και από τη Χρυσή Αυγή.
Στο φως αυτών των διαμορφωμένων τάσεων στην κοινωνία, ακόμη κι αν οι δημοσκοπήσεις δεν επαληθευτούν και προκύψει μια ισχνή δικομματική πλειοψηφία στη Βουλή, η πολιτική αστάθεια δεν θα είναι μικρότερη, από αυτή που θα προέκυπτε αν επικρατούσαν οι δυνάμεις του αντιμνημονιακού μπλοκ. Το ανέφικτο 50% που έθεσε ο κ.Βενιζέλος σαν ελάχιστο όριο για μια δικομματική συγκυβέρνηση περιγράφει αυτήν την πραγματικότητα, αλλά και τη ρευστότητα των πολιτικών εξελίξεων υπό την πίεση αυτών των δύο αντίπαλων πολιτικών ρευμάτων στην κοινωνία. Τρίτος δρόμος δεν φαίνεται ακόμη να διαγράφεται, αλλά η ενδεχόμενη περαιτέρω διάσπαση ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, μετά από την πιθανή εκλογική αποτυχία τους, μπορεί να διευκολύνει τη δημιουργία μιας πραγματικής πολυκομματικής κυβέρνησης Εθνικής σωτηρίας.
Η όλη κατάσταση θυμίζει αρκετά το ποίημα του K.Π. Kαβάφη «Ας φρόντιζαν», που αρχίζει με τους στίχους: «Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης. / Aυτή η μοιραία πόλις, η Aντιόχεια όλα τα χρήματά μου τάφαγε: /αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.» και τελειώνει με τους στίχους: «Κ’ είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη / για το αψήφιστο της εκλογής. / Βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο. / Aλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ. / Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ. / Aς φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί /να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό. / Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.». Αλλά σήμερα που εφαρμόζονται πολιτικές με τέτοιες ακρότητες ώστε να δικαιώνονται τα παραδοσιακά πολιτικά άκρα στη συνείδηση της κοινωνίας, ο Έλληνας ψηφοφόρος έχει επίσης αρκετή πληροφόρηση και εμπειρία για να επιλέξει με την ψήφο του πλευρά κι ευθύνη, χωρίς φόβο, χαρά ή θυμό…