Σε πρακτικό αποτέλεσμα δεν οδηγεί φυσικά, από τη στιγμή που η Ιστορία δεν ξαναγράφεται. Μπορεί ωστόσο να χρησιμεύσει δημιουργικά για το μέλλον. Γιατί το μέλλον ξαναγράφεται πολλές φορές, μέχρι να γίνει… παρόν.
Σαν σήμερα, το 1990, μετά από δυο «παραλίγο» προσπάθειες, τον Ιούνιο και τον Νοέμβριο του 1989, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης γινόταν πρωθυπουργός. Με μια σαρωτική λαϊκή πλειοψηφία του 48%, σε εποχές που, όπως έγραψε και η Μαρίκα Λυσιάνθη, τα κόμματα δεν χωρούσαν σε… ταξί, αλλά αντιθέτως βούλιαζαν πλατείες και λεωφόρους, λόγω κοινωνικής αποδοχής και ενθουσιασμού των πολιτών να συμμετάσχουν στις τάξεις τους.
Εκείνο το 48% δεν αντιστοιχούσε ωστόσο σε ανάλογη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Μόλις σε 150 βουλευτές, που χρειάστηκαν την προσθήκη του Θεόδωρου Κατσίκη της Δημοκρατικής Ανανέωσης, για να σχηματίσουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αυτή η δυσαρμονία λαού και Βουλής, ήταν το επιστέγασμα της διαστροφικής εμμονής του ΠΑΣΟΚ με την εξουσία. Που, βλέποντας ότι την έχανε, δημιούργησε έναν εκλογικό νόμο, με εμπνευστή και… συγγραφέα τον Μένιο Κουτσόγιωργα, που αποτελεί μέχρι και σήμερα ωδή στην υπονόμευση της Δημοκρατίας. Και την αυτονόητη πρόθεση κάθε κοινωνίας να κυβερνηθεί χωρίς αναταράξεις και παρατράγουδα.
Εκείνο το βράδυ, και στις μέρες που ακολούθησαν, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης βρέθηκε μπροστά σε ένα ιστορικό δίλημμα. Και η απάντησή του, αποδείχτηκε λανθασμένη. Μοιραία για τον ίδιο και την Κεντροδεξιά. Θεωρώντας ότι το ΠΑΣΟΚ είχε «τελειώσει», δεν προχώρησε στην αυτονόητη πράξη πολιτικής επιβίωσης και εθνικής αναγκαιότητας: Δεν έκανε εκλογές μέσα σε διάστημα ενός μηνός, και αφού πρώτα θα άλλαζε τον εκλογικό νόμο.
Το πρακτικό αποτέλεσμα εκείνου του δισταγμού, ήταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη να παραμείνει όμηρος μιας ισχνής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και τελικά να χάσει την εξουσία. Το δε ΠΑΣΟΚ, όχι μόνο δεν «τελείωσε», αλλά με την ενθουσιώδη συνδρομή του συστήματος που το ίδιο είχε εκθρέψει, σε συνδικαλιστικό, οικονομικό και mediaκό επίπεδο, επέστρεψε «σε άσπρο άλογο» στην εξουσία, στις εκλογές του 1993.
Αν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε ξανακάνει τότε εκλογές, με άλλον εκλογικό νόμο, μετά βεβαιότητας θα είχε μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία της τάξεως των 170 βουλευτών. Που θα του επέτρεπε να προχωρήσει απερίσπαστος σε μεταρρυθμίσεις τις οποίες είχε ανάγκη ο τόπος, και η απουσία των οποίων οδήγησε μεταξύ άλλων στο σημερινό αδιέξοδο.
Κυρίως όμως, θα είχε προχωρήσει αγέρωχος την «κάθαρση», για την οποία άλλωστε και είχε υπερψηφιστεί. Θα είχε απαλλάξει την Ελλάδα από το ΠΑΣΟΚ, το οποίο εξελίχτηκε μέχρι και τις μέρες μας στο σημαντικότερο και το πιο σύνθετο πολιτικό πρόβλημα του τόπου.
Το ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι θα είχε ξεριζώσει από το dna της ελληνικής κοινωνίας τη νοοτροπία ΠΑΣΟΚ. Που αποδείχτηκε πιο επικίνδυνη από το ίδιο το ΠΑΣΟΚ. Πολλά τα «αν», και ακόμη περισσότερη η μελαγχολία…