του Νίκου Τσάφου
Στον πανικό μιας οικονομικής κρίσης είναι εύκολο να κρίνουμε την επιτυχία ή την αποτυχία από στενούς οικονομικούς στόχους: αν το έλλειμμα συρρικνώνεται, αν οι... δαπάνες περικόπτονται, αν το ΑΕΠ πέφτει, και ούτω καθεξής. Αλλά όταν μια χώρα αντιμετωπίζει μια πολιτική, οικονομική και κοινωνική κρίση, όπως αντιμετωπίζει η Ελλάδα, η επιτυχία είναι μόνο εν μέρει συνάρτηση οικονομικών συντεταγμένων. Το μέλλον της Ελλάδας θα καθοριστεί από την πολιτική οικονομία που θα αναδυθεί από τις στάχτες ενός συστήματος που έχει σαφώς αποτύχει. Πέρα από τους ποσοτικούς στόχους, το μέλλον της χώρας θα κριθεί από ευρύτερα ζητήματα πολιτικής οικονομίας και πολιτικής φιλοσοφίας.
Το πρόβλημα του χρέους στην Ελλάδα είναι σε μεγάλο βαθμό απόρροια της πολιτικής οικονομίας της δεκαετίας του 1980, όταν ο κράτος χρησιμοποίησε δαπάνες για να ενσωματώσει την διωκόμενη αριστερά. Με τον καιρό, η σχέσεις μεταξύ των πολιτών και των πολιτικών έχουν μετατραπεί σε κυρίως πελατειακές σχέσεις. Η πρόκληση του ελληνικού κράτους είναι η διατήρηση της νομιμότητας σε μια περίοδο οπού το σύστημα των πελατειακών σχέσεων έχει διαλυθεί και όπου καλείτε η δημιουργία ένα νέου κοινωνικού συμβόλαιο με βάση την ιδεολογία και όχι τη προσωπική ανταλλαγή. Η μάχη στην Ελλάδα του σήμερα είναι σε μεγάλο βαθμό μια μάχη μεταξύ των δυνάμεων που στηρίζουν το νέο κοινωνικό σύμφωνο έναντι των δυνάμεων που του αντιστέκονται.
Αυτή είναι η πρόκληση πολιτικής οικονομίας. Αλλά η πολιτική οικονομία των τελευταίων 30 χρόνων έχει δημιουργήσει τη δική της πολιτική φιλοσοφία, η αλλαγή της οποίας είναι εξίσου σημαντική. Με «πολιτική φιλοσοφία» εννοώ το σύνολο των ορίων που θέτει το πολιτικό σώμα στη δημόσια ζωή: Ορίζει τι είναι και τι δεν είναι αποδεκτό, σκιαγραφεί τι μπορεί και τι δεν μπορεί να ανεχτεί το κοινό, και περιέχει τη γλώσσα και τα σύμβολα που χρησιμοποιεί ο κόσμος για να ερμηνεύσει την πολιτική ζωή. Πιο συγκεκριμένα, πιστεύω ότι η πολιτική φιλοσοφία στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από της εξής τάσεις.
Πρώτον, η Ελλάδα έχει σαφή αριστερή κλίση. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ έχει κυβερνήσει την Ελλάδα από το 1981 τα διπλάσια χρόνια απ’ ότι έχει η Νέα Δημοκρατία, ενώ τα κόμματα της αριστεράς έχουν κερδίσει την πλειοψηφία σε κάθε εκλογική αναμέτρηση εκτός από μια (τον Απρίλιο του 1990). Άλλα δείγματα αριστερής κλίσης είναι το το αίσθημα του αντιαμερικανισμού και της αντι-παγκοσμιοποίησης, τα διάφορα πολιτικά ένστικτά του κόσμου, και η αίσθηση της θυματοποίησης.
Δεύτερον, οι Έλληνες πιστεύουν και διαιωνίζουν ένα αδύναμο κράτος. Αυτή η πίστη συνδέεται με μια αποστροφή προς την κρατική βία (ακόμη και όταν χρειάζεται για να αποκατασταθεί η «τάξη») και με μια μη-συμμόρφωση με το νόμο. Η στάση αυτή φαίνεται από παρατυπίες ήσσονος σημασίας (π.χ. κώδικα οδικής κυκλοφορίας) έως τη φοροδιαφυγή και ως και πιο σοβαρές παραβάσεις που συχνά μένουν ατιμώρητες. Ελάχιστοι Έλληνες βλέπουν το κράτος ως ένα θεσμό που θα επέμβει για δικαιώσει αδικίες. Έλληνες συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα και μπαίνουν στο δημόσιο τομέα για προσωπικό όφελος παρά για την άσκηση μιας ευρύτερης πολιτικής ατζέντας και ιδεολογίας. Αυτό, με τη σειρά του, αποδυναμώνει περαιτέρω το κράτος και ελαττώνει τη νομιμότητα και την αποτελεσματικότητά του.
Τρίτον, οι Έλληνες έχουν μια ισχυρή αίσθηση του κεκτημένου. Δεν αποτελεί έκπληξη να διαμαρτύρεται κόσμος του οποίου οι συντάξεις περικόπτονται, οι θέσεις εργασίας είναι σε κίνδυνο, οι μισθοί πετσοκόβονται και οι παροχές των οποίων περιορίζονται. Αυτό που προκαλεί έκπληξη (ή, τουλάχιστον κατάθλιψή αν όχι έκπληξη) είναι το πόσο λίγο οι Έλληνες μιλούν για δικαιοσύνη. Προφανώς, κάποιος του οποίου ο μισθός είναι να κοπεί 50% θα είναι τρελός να μη διαμαρτυρηθεί. Αλλά ούτε ο παλιός ούτε ο νέος μισθός μας λέει τίποτα για το τι πρέπει να παίρνει αυτό το άτομο – αυτό καθορίζεται από τη συμβολή του καθενός. Μια μεγάλη τραγωδία – και ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση πολιτικής φιλοσοφίας – είναι ότι έχει αποσυνδεθεί στη σύγχρονη Ελλάδα η προσπάθεια από την ανταμοιβή. Όταν η ανταμοιβή βασίζεται σε πολιτικές διασυνδέσεις ή με το πόσο συμμετέχει κανείς σε μια πολιτική συγκέντρωση ή στα σωματεία, τότε η αξιοκρατία είναι χάσει το νόημά της, και η ανταμοιβή που περιμένει κανείς έχει αποσυνδεθεί από αυτό που του αξίζει.
Τέλος, οι Έλληνες έχουν χαμηλώσει τις προσδοκίες τους. Ένα πράγμα που ο Michael Lewis είπε εύστοχα το πορτρέτο του για την Ελλάδα είναι ο τεράστιος όγκος των ιστοριών της διαφθοράς: «Η έκταση της εξαπάτησης – και η ενέργεια που καταναλώνεται για αυτή – ήταν εκπληκτική. Στην Αθήνα, είχα ένα νέο αίσθημα ως δημοσιογράφος: μια πλήρης έλλειψη ενδιαφέροντος σε προφανώς συγκλονιστικό υλικό.» Σε συνδυασμό με μια έλλειψη *παροχής* έχει επέλθει και μια έλλειψη *ζήτησης* για σοβαρούς πολιτικούς. Οι Έλληνες έχουν πάψει να προσπαθούν να σταματήσουν τη διαφθορά και απλώς συμμετέχουν σ’αυτή. Το στίγμα για τη κακή πράξη δεν υπάρχει – και έτσι η χώρα δεν διαθέτει το πιο ζωτικό στοιχείο της κοινωνικής αυτοδιόρθωσης: την ικανότητα να ντροπιάσει τον άνθρωπο και να του επιβάλλει ειλικρίνεια.
Αυτή είναι η πολιτική φιλοσοφία που πρέπει να αλλάξει: με την εξαίρεση της αριστερής κλίσης (η οποία θα παραμείνει άλλα η οποία θα μπορούσε να επωφεληθεί από μια αντιστάθμιση συντηρητισμού), το μέλλον στην Ελλάδα θα εξαρτηθεί από τρεις αλλαγές στην πολιτική φιλοσοφία: (α) στην πίστη που οι Έλληνες πολίτες θα έχουν σε ένα ισχυρό και αποτελεσματικό κράτος, (β) στην επανεύρεση την αξιοκρατίας και τη σύνδεση μεταξύ προσπάθειας και αποτελεσμάτων, και (γ) στην ικανότητα να ζητάμε περισσότερα από των συνάνθρωπό μας και από τους πολιτικούς μας ηγέτες. Αυτά είναι τα σημεία αναφοράς για το μέλλον – όχι για να απαντήσουν αν το χρέος θα εξοφληθεί αλλά για το αν η Ελλάδα θα είναι μια χώρα στην οποία θα αξίζει κανείς να ζει ο 2025.