Η ανάλυση του προσδόκιμου ζωής και της ποιότητας της ζωής στις μεγαλύτερες ηλικίες δείχνουν ότι οι διαδικασίες της γήρανσης θα συνεχίσουν να παρατείνονται. Χρησιμοποιώντας δημογραφικά μοντέλα, επιστήμονες υπολόγισαν πως το μέσο παιδί που γεννήθηκε το 2007 στη Βρετανία μπορεί να περιμένει ότι θα ζήσει ώς τα 103, ενώ στην Ιαπωνία ώς τα 107.
Ειδικοί κάνουν τις παραπάνω προβλέψεις στο τεύχος της ιατρικής επιθεώρησης «Τhe Lancet» που κυκλοφόρησε χθες, αφού εξέτασαν τα τελευταία στοιχεία που προκύπτουν από τις έρευνες. Επισημαίνουν ότι στη διάρκεια του 20ού αιώνα καταγράφηκαν στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες τεράστιες αυξήσεις του προσδόκιμου ζωής, που αντιστοιχούν σε πάνω από 30 χρόνια. Τα ποσοστά θνησιμότητας στις χώρες με το μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής, όπως η Ιαπωνία, η Σουηδία και η Ισπανία, δείχνουν ότι ακόμη κι αν οι συνθήκες της υγείας δεν βελτιωθούν, τα τρία τέταρτα των μωρών θα ζήσουν ώς τα 75 τους. Αν συνεχιστούν οι παρούσες τάσεις, οι περισσότεροι απ΄ αυτούς που γεννιούνται σε εύπορες χώρες από το 2000 και μετά είναι πιθανό να γιορτάσουν τα 100ά γενέθλιά τους.
Ο Κάρε Κρίστενσεν του Δανικού Κέντρου Έρευνας για τη Γήρανση στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Δανίας, λέει ότι η αύξηση στο προσδόκιμο ζωής από το 1840 δεν δείχνει να επιβραδύνεται, ενισχυμένο από τις ιατρικές προόδους και από τη βελτίωση της διατροφής και των συνθηκών ζωής. «Οι άνθρωποι που πεθαίνουν πλέον σε πρώιμη ηλικία είναι τόσο λίγοι ώστε δεν περιμένουμε σημαντική βελτίωση στις πιο νεαρές ηλικίες.
Οι βελτιώσεις θα αφορούν τη μεγαλύτερη ηλικία, χάρη στις τεχνολογικές προόδους, για παράδειγμα στα φάρμακα και στην κινητικότητα, αλλά και χάρη σε προόδους μη τεχνολογικές, όπως το να παραμένουν οι ηλικιωμένοι στην ενεργό κοινωνία», δήλωσε. «Και αυτό θα απαιτήσει κάποια σκέψη. Αν έχεις ανθρώπους που κρατούν πολύ υψηλές θέσεις μέχρι μια πολύ μεγάλη ηλικία, τότε πρέπει να εξασφαλίσεις ότι με κάποιο τρόπο θα μπορείς να διοχετεύεις νέο αίμα». Ωστόσο το μέλλον μπορεί να επιφυλάσσει εκπλήξεις.
Σε άρθρο τους στην επιθεώρηση «Journal of Ρopulation Αgeing», οι Σάρα Χάρπερ και Κένεθ Χάουζ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης αναφέρουν πως στις αναπτυγμένες χώρες το προσδόκιμο ζωής αυξάνεται κατά μέσο όρο τρεις μήνες κάθε χρόνο εδώ και 160 χρόνια. Όμως επισημαίνουν ότι οι παράγοντες που επηρεάζουν τη μακροβιότητα του ανθρώπου είναι πολλοί και αναρωτιούνται, για παράδειγμα, αν σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, όπου η παχυσαρκία είναι πραγματική επιδημία, το προσδόκιμο ζωής μπορεί να μειωθεί τις επόμενες δεκαετίες. «Άλλοι κίνδυνοι στις πλούσιες χώρες είναι η κακή διατροφή, η απουσία φυσικής άσκησης και η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ», αναφέρουν οι Χάρπερ και Χάουζ.
Οι Άγγλοι ερευνητές υπενθυμίζουν επίσης ότι το προσδόκιμο ζωής ποικίλλει ανάλογα με το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο. Όμως και σ΄ αυτό το σημείο τα πράγματα δεν είναι προφανή. Μια μελέτη που δημοσιεύτηκε την Τρίτη στην επιθεώρηση «Πρακτικά της Αμερικανικής Ακαδημίας Επιστημών» (ΡΝΑS) δείχνει ότι στη διάρκεια του Μεγάλου Κραχ που έπληξε το 1929 τις ΗΠΑ, το προσδόκιμο ζωής των Αμερικανών έκανε ένα αναπάντεχο άλμα. Πέρασε από τα 57 χρόνια το 1929 σε λίγο πάνω από τα 63 το 1932.
Αντιθέτως είχε μειωθεί σε περιόδους ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης πριν από το Μεγάλο Κραχ και την περίοδο 1936-37. Σύμφωνα με τους δύο επιστήμονες που υπογράφουν τη μελέτη, τους Χοσέ Ταπία Γρανάδος και Άνα Ντίες Ρου, του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, αυτό μπορεί να εξηγείται από την πτώση της κατανάλωσης αλκοόλ και καπνού λόγω της ανεργίας καθώς και από τη μείωση της βιομηχανικής ρύπανσης.
Με μια ματιά
● Η ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ μεταξύ των ανθρώπων ηλικίας άνω των 80 ετών εξακολουθεί να μειώνεται στις πλούσιες χώρες.
● ΤΟ 1950, η πιθανότητα να ζήσει κάποιος από τα 80 ώς τα 90 ήταν 15% για τις γυναίκες και 12% για τους άνδρες. Το 2002 τα ποσοστά αυτά ήταν 37% και 25% αντιστοίχως.
● ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ όχι μόνο ζουν περισσότερο, αλλά καταφέρνουν να διατηρούν την ποιότητα της ζωής τους παρά την αύξηση της συχνότητας χρόνιων ασθενειών, όπως ο καρκίνος.
● ΤΟ ΠΟΣΟΣΤΟ των ανθρώπων με αναπηρίες μειώνεται- στην προκείμενη περίπτωση, ανάπηρο θεωρείται το πρόσωπο που δεν μπορεί να φέρει εις πέρας καθημερινές δραστηριότητες, όπως να ντυθεί και να φάει.
● ΤΟ ΠΟΣΟΣΤΟ των ανθρώπων που διατηρούν την ανεξαρτησία τους είναι παρόμοιο μεταξύ των ηλικίας 92-93 ετών και των ηλικίας 100 ετών.