tromaktiko: Η (παρα)παιδεία στην Ελλάδα και η ταλαιπωρία των μαθητών

Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

Η (παρα)παιδεία στην Ελλάδα και η ταλαιπωρία των μαθητών



Γράφει ο Κουκούδης Βασίλης
Ένα, από τα πολλά, για το οποίο κάθεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου η ελληνική Παιδεία είναι οι Πανελλήνιες Εξετάσεις – μονόδρομος εισαγωγής στη Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.
Χαρακτηρίζονται σκληρές, ιδιαίτερα απαιτητικές, με απαιτήσεις που δεν αντιστοιχούν στη προετοιμασία που παρέχει το εκπαιδευτικό μας σύστημα στις σχολικές αίθουσες. Ως εκ τούτου οι μαθητές, για να ανταπεξέλθουν, οδηγούνται αναγκαστικά στα φροντιστήρια της παραπαιδείας. Αυτή είναι η πραγματικότητα, αναγνωρισμένη από όλους, απαράδεκτη για όλους και οι ευθύνες αποδίδονται στις εκάστοτε κυβερνήσεις οι οποίες κατά καιρούς επιφέρουν μικροαλλαγές στο σύστημα Παιδεία- Εισαγωγικές Εξετάσεις συνοδευόμενες από βαρύγδουπες δηλώσεις ότι το «νέο σχολείο» δεν χρειάζεται την παραπαιδεία. Στην πραγματικότητα βέβαια τίποτε δεν αλλάζει εδώ και 30 περίπου χρόνια.

Το θέμα «Παιδεία» είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο με πολλές πτυχές και παραμέτρους . Σαφώς η Πολιτεία έχει την μερίδα του λέοντος στην ευθύνη για τα «χάλια της Παιδείας». Όσες όμως καλές προθέσεις και να έχει η πολιτεία, όσες ουσιαστικές αλλαγές και να επιφέρει στην Παιδεία, το πρόβλημα που λέγετε «παραπαιδεία» δεν θα λυθεί αν η ίδια η κοινωνία δεν δει και δεν αναγνωρίσει τις δικές της ευθύνες. Διότι στο πρόβλημα αυτό ο ρόλος αλλά και η ευθύνη της κοινωνίας είναι, ίσως, μεγαλύτερη από αυτήν της ίδιας της πολιτείας.

Η παραπαιδεία ως, σχεδόν, θεσμός δεν υπήρχε ανέκαθεν στη χώρα μας. Σαράντα, πενήντα χρόνια πριν , τα ελάχιστα φροντιστήρια που υπήρχαν απευθύνονταν στους πολύ αδύναμους μαθητές οι οποίοι χρειάζονταν βοήθεια για να αντεπεξέλθουν στις βασικές απαιτήσεις του σχολείου και να προαχθούν στην επόμενη τάξη. Μαθητές με δυνατότητες και βλέψεις να συνεχίσουν στη Τριτοβάθμια εκπαίδευση, όχι μόνο δεν πήγαιναν φροντιστήριο κατά την διάρκεια του σχολικού έτους, αλλά αντίθετα θεωρούσαν τις υπηρεσίες της παραπαιδείας «ντροπή» και δείγμα ανικανότητας από μέρους τους. Μόνο κατά την καλοκαιρινή τους προετοιμασία για τις Εισαγωγικές Εξετάσεις του Σεπτεμβρίου ήταν αποδεκτή η εξωτερική φροντιστηριακή βοήθεια και ίσως κρίνονταν απαραίτητη καθώς καλούνταν να εξεταστούν σ έναν τεράστιο μη οριοθετημένο όγκο ύλης όλων των τάξεων, μέρος της οποίας, πολλοί μαθητές και για διάφορους λόγους δεν είχαν καν διδαχτεί στο σχολείο τους.

Αυτήν τη νοοτροπία είχε τότε η κοινωνία της Ελλάδας, μιας Ελλάδας με αγροτική και ελαφρά βιοτεχνική οικονομία, όπου σχετικά λίγοι ολοκλήρωναν εξάχρονες σπουδές στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ελάχιστοι συνέχιζαν στην Τριτοβάθμια. Παρόλο που οι ελάχιστοι πτυχιούχοι (γιατροί, δικηγόροι, καθηγητές, μηχανικοί, κ.λ.π.) απολάμβαναν μια ιδιαίτερη εργασιακή- οικονομική θέση στον κοινωνικό ιστό, μια θέση με δύναμη, γόητρο και κοινωνική αναγνώριση, δεν υπήρχαν πιέσεις προς τους μαθητές της εποχής εκείνης να συνεχίσουν οπωσδήποτε με σπουδές στο πανεπιστήμιο, ειδάλλως θα ήταν οι αποτυχημένοι. Η οικογένεια χαίρονταν με τις επιδόσεις ενός καλού μαθητή και συνήθως τον βοηθούσε και τον επιχορηγούσε, όσο επέτρεπαν τα οικονομικά της, να συνεχίσει , αλλά σε καμιά περίπτωση δεν πίεζε το μέτριο, τον αδύναμο να πράξει αυτό που δεν μπορούσε ή που δεν επιθυμούσε. Αν τα κατάφερνε μόνος του και με την θέλησή του καλώς, διαφορετικά , με τις ευλογίες της οικογένειάς του αλλά και του κοινωνικού του περίγυρου, θα ακολουθούσε άμεσα μια άλλη επαγγελματική σταδιοδρομία η οποία δεν είχε ως προϋπόθεση ένα πτυχίο. Δε έλειπαν δε και οι περιπτώσεις όπου η οικογένεια προτιμούσε, αντί σπουδών, τα παιδιά της να ασχοληθούν όσο το δυνατόν νωρίτερα με την αγροτική ή άλλου είδους οικογενειακή επιχείρηση για τα αγόρια ή έναν «καλό γαμπρό» για τα κορίτσια.

Τα πρώτα χρόνια μετά την μεταπολίτευση, η στάση αυτή άρχισε να αλλάζει παράλληλα με γενικότερες κοινωνικές αλλαγές, παράλληλα με την σταδιακή μετάβαση της Ελληνικής οικονομίας σε μια οικονομία υπηρεσιών και με εφαλτήριο τις αλλαγές τις οποίες έφεραν οι τότε κυβερνήσεις στην Παιδεία και στο τρόπο εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση . Τις περίφημες «Πανελλήνιες Εξετάσεις».

Όσο αφορά τις Εξετάσεις δύο ήταν οι σπουδαιότερες καινοτομίες:

1ον: Την διεξαγωγή τους ανέλαβε η Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, ενώ παλαιότερα διεκπεραιώνονταν από τις Πρυτανικές αρχές των Πανεπιστημίων και

2ον: Οι εξετάσεις ήταν ενιαίες για όλους τους υποψήφιους όλων των Πανεπιστημίων και των Σχολών της χώρας, σε μια εξεταστέα ύλη αυστηρά οριοθετημένη και σαφώς καθορισμένη.

Τα νέα αυτά μέτρα αποσκοπούσαν στην εξάλειψη φαινομένων διαβλητότητας , αναξιοκρατίας, αδικίας και άνισης μεταχείρισης τα οποία, κατά γενική ομολογία, παρατηρούνταν στο προ-Πανελληνίων εξεταστικό σύστημα και, αρχικά, έτυχαν θερμής υποδοχής. Αλλά ταυτόχρονα , και σε συνδυασμό με την στροφή της Ελληνικής οικονομίας σε οικονομία υπηρεσιών η οποία χρήζει περισσότερων πτυχιούχων, οι Πανελλήνιες Εξετάσεις συνέβαλλαν στην αλλαγή της νοοτροπίας της Ελληνικής κοινωνίας μια αλλαγή που οδήγησε στην άνθιση της παραπαιδείας.

Η Ελληνική κοινωνία, κυρίως η Ελληνική οικογένεια, αφενός αντιλήφθηκε την ανακατανομή των θέσεων εργασίας που συνεπάγονταν η στροφή της οικονομίας, αφετέρου εμπιστεύτηκε τις Πανελλήνιες ως , το μόνο ίσως, δίκαιο και αξιοκρατικό θεσμό στην Ελλάδα. Κι έτσι, αφού πλέον ένα πτυχίο ήταν απαραίτητο για μια γρήγορη και καλή επαγγελματική αποκατάσταση, η δε εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο δεν απαιτούσε «μπάρμπα απ την Κορώνη» άρχισαν οι πιέσεις, ακόμα και προς τους μέτριους ή και αδύναμους μαθητές , προς την πόρτα του Πανεπιστημίου. Σχεδόν όλοι πλέον διεκδικούσαν μια θέση στον ήλιο.

Δεν γέμισαν όμως οι γειτονιές φροντιστήρια και τα φροντιστήρια μαθητές από τα πρώτα πρώτα χρόνια. Οι άριστοι το θεωρούσαν ακόμα «ντροπή» και είχαν εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους. Η οριοθέτηση της εξεταστέας ύλης ενίσχυε ακόμα περισσότερο την αυτοπεποίθησή τους ότι μπορούσαν και έπρεπε να τα καταφέρουν χωρίς βοήθεια. Κάποιοι μόνο από τους μέτριους κατέφυγαν σ αυτά μαζί με αρκετούς αδύναμους. Υπήρχε και μια μερίδα από μαθητές (συμπεριλαμβανομένων και ελαχίστων αρίστων) που μη μπορώντας να ξεπεράσουν την ντροπή τους έκαναν ιδιαίτερα μαθήματα στο σπίτι αλλά φρόντιζαν να το κρατούν κρυφό. (Αλλά ο κόσμος το είχε τούμπανο κι αυτοί κρυφό καμάρι.)

Τα αποτελέσματα των πρώτων εξετάσεων έφεραν εκπλήξεις. Μαθητές που τα προηγούμενα χρόνια του Γυμνασίου ήταν μέτριοι ξεπέρασαν τους άριστους. Αδύναμοι τους μέτριους. Όσοι έκαναν χρήση των υπηρεσιών της παραπαιδείας τα πήγαν γενικά καλύτερα από όσους στηρίχτηκαν στο σχολείο και στον εαυτό τους. Τα επόμενα χρόνια κανένας ,με σοβαρές βλέψεις στο Πανεπιστήμιο, δεν το ρίσκαρε πλέον. Έστω και κρυφά (μέχρι που σύντομα ξεπεράστηκε κι αυτό) όλοι στράφηκαν στη παραπαιδεία. Ένιωσαν πως αν δεν το έκαναν αυτό δεν θα συναγωνίζονταν με ίσους όρους με τους υπόλοιπους. Ταυτόχρονα αυξάνονταν και η πίεση από τους γονείς και τον κοινωνικό περίγυρο προς όλους τους μαθητές. Ξαφνικά όλοι ήθελαν τα παιδιά τους να γίνουν γιατροί, δικηγόροι, καθηγητές. Οι φυσικές ικανότητες, οι κλίσεις, οι επιθυμίες των παιδιών δεν λαμβάνονταν υπ όψιν δεν υπολογίζονταν. Η ουσιαστική μόρφωση , η Παιδεία ως καλλιέργεια του ατόμου με σκοπό την βελτίωσή και την ολοκλήρωσή του, μόνο τυπικά και ψεύτικα, στα χαρτιά και στα λόγια, ενδιέφερε. Όποιος δεν περνούσε στο Πανεπιστήμιο στιγματίζονταν ως αποτυχημένος. Γινόταν η ντροπή της οικογένειας. Τόσο πολύ έγινε θέμα γοήτρου και οικογενειακής υπερηφάνειας το πανεπιστήμιο, που όλοι άρχισαν να στρουθοκαμηλίζουν ακόμα και στο θέμα της επαγγελματικής αποκατάστασης . Παρόλο που η ανεργία άρχισε να χτυπά την πόρτα των πτυχιούχων σε επαγγέλματα που παραδοσιακά ήταν μηδενική, όλοι πίστευαν πως το ΔΙΚΟ τους παιδί δεν θα αντιμετώπιζε αυτό το πρόβλημα, αρκεί να περνούσε στην αντίστοιχη σχολή. Και εκεί που ήταν ολοφάνερο ότι αυτό ήταν αδύνατο ακόμα και για το δικό τους παιδί , όπως για παράδειγμα στις ουρές των αδιόριστων εκπαιδευτικών οι οποίοι δεν έχουν άλλες επιλογές στον ιδιωτικό τομέα (πλην αυτής της ανατροφοδότησης της παραπαιδείας), το σφάλμα «είναι της πολιτείας η οποία αδυνατεί να αντιμετωπίσει την ανεργία» , κι όχι δικό τους που άσκησαν πίεση προς αυτή την κατεύθυνση ενώ το παιδί στην πραγματικότητα ίσως προτιμούσε να γίνει ένας επιτυχημένος μηχανικός αυτοκινήτων μιας και λάτρευε τα σπορ αυτοκίνητα και την οδήγηση.

Κι έτσι φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση όπου όλοι ΠΡΕΠΕΙ να περάσουν στο πανεπιστήμιο και μάλιστα σε όσο το δυνατόν πιο υψηλόβαθμη σχολή της οποίας την βάση εισαγωγής αρχικά διαμορφώνει η δυνατότητα επαγγελματικής αποκατάστασης των αποφοίτων της των τελευταίων ετών και στη συνέχεια ενισχύει η ματαιοδοξία των γονιών να περάσει το παιδί τους σ αυτήν την τόσο υψηλόβαθμη σχολή. Οι πιέσεις αυτές οδηγούν την μεν Παιδεία να χάσει το αρχικό της νόημα και να μετατραπεί σε πεδίο σκληρού ανταγωνισμού, τους δε μαθητές να μεταλλαχθούν από «μαθητές» σε «υποψήφιους».

Η κατάσταση αυτή είναι επώδυνη και ψυχοφθόρα για όλους. Πρώτα απ όλα για τους ίδιους τους υποψήφιους οι οποίοι άλλωστε είναι και οι αποδέκτες της πίεσης αλλά και της μομφής σε περίπτωση αποτυχίας. Κατόπιν για τους γονείς, οι οποίοι υφίστανται οικονομική αφαίμαξη από την παραπαιδεία αλλά και που συμμετέχουν στο άγχος του υποψήφιου, πολλές φορές σε μεγαλύτερο βαθμό από τον ίδιο. Τέλος για το ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον που θέλοντας ή μη χορεύει κι αυτό στον Πανελλήνιο χορό των εξετάσεων. Και το κερασάκι στη τούρτα έρχεται με μια πιθανή αποτυχία στις εξετάσεις. Τότε δεν φταίει τίποτε άλλο, για την πληγωμένη υπερηφάνεια και την απογοήτευση γονιών και υποψηφίων, παρά το σύστημα Παιδείας – Πανελληνίων Εξετάσεων. Ένα σύστημα το οποίο «παρέχει στείρα γνώση», «προτρέπει στην παπαγαλία», «εξωθεί στην παραπαιδεία», «είναι αναξιοκρατικό», «είναι βάρβαρο» … και δεν έχει τέλος η λίστα των κατηγοριών.

Όχι ότι δεν έχουν μεγάλη δόση αλήθειας όλες αυτές οι κατηγορίες. Όχι ότι η Παιδεία της Ελλάδας δεν έχει τα «χάλια» της. Όχι ότι η πολιτεία είναι άμοιρη ευθυνών παρά τις αλλαγές που κατά καιρούς έφερε. Αλλαγές πάντα πολλά υποσχόμενες, σπάνια ουσιαστικές, άλλοτε για το θεαθήναι. Εκείνο όμως που η κοινωνία δεν συνειδητοποίησε είναι ότι, και το ιδανικό σύστημα Παιδείας να κατορθώσει να φέρει η Πολιτεία, αυτό σύντομα στα ίδια «χάλια» θα καταντήσει, όσο η ίδια δεν αλλάζει στάση και νοοτροπία. Όσο η Παιδεία, σε όλες τις βαθμίδες της, δεν είναι αυτοσκοπός αλλά σκαλοπάτι επαγγελματικής αποκατάστασης και ικανοποίησης φιλοδοξιών και ματαιοδοξιών. Και ναι μεν η Πολιτεία-πάροχος είναι υπεύθυνη για την ποιότητα της Παιδείας , τον σκοπό της και τον ρόλο της όμως ,τελικά, τον καθορίζει η Κοινωνία-αποδέκτης. Η δε παραπαιδεία, ποτέ δεν το έκρυψε άλλωστε, δεν φιλοδοξεί να υποκαταστήσει την Παιδεία στο γενικό ρόλο που αυτή έχει ή θα έπρεπε να έχει, αλλά αυτοδιορίζεται και αυτοδιαφημίζεται ως «το σκαλοπάτι στην επιτυχία». Άρα η κοινωνία, με τις επιλογές της για τον ρόλο της Παιδείας και όχι η Πολιτεία με τις ευθύνες της για την χαμηλή ποιότητα της Παιδείας, είναι αυτή που δίνει τροφή στην παραπαιδεία. Η δε παραπαιδεία ως «σκαλοπάτι στην επιτυχία στις εξετάσεις» σκληραίνει τον ανταγωνισμό και μοιραία οδηγεί το εξεταστικό σύστημα στην αύξηση των απαιτήσεων του ώστε αυτό να επιτύχει ένα θεμελιώδη στόχο του: να μην είναι ισοπεδωτικό ούτε προς τα πάνω ούτε προς τα κάτω.

Κανένα λοιπόν πρόβλημα δεν θα λυθεί, όσο η κοινωνία εθελοτυφλώντας, αντιστρέφει τη σχέση αίτιου-αιτιατού και δαιμονοποιεί τις Πανελλήνιες Εξετάσεις ως την τροφό της παραπαιδείας, και όσο δεν καθιστά την Παιδεία αυτοσκοπό σεβόμενη τα παιδιά της και τις επιλογές τους. Όσο δεν παραδέχεται τις δικές της ευθύνες και περιμένει από την πολιτεία να λύσει το πρόβλημα το οποίο η ίδια δημιούργησε και συνεχίζει να τροφοδοτεί.
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!