Η Νέα Δημοκρατία είναι πρώτο κόμμα, αλλά με πολύ χαμηλό ποσοστό (18,85%), και δεν διαθέτει συμμαχικές δυνάμεις στο κοινοβούλιο με τις οποίες θα μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση, με δεδομένο ότι το μήνυμα της κάλπης ήταν μια ηχηρότατη καταδίκη της πολιτικής που εφαρμόστηκε μέχρι σήμερα και του κραταιού τις τελευταίες δεκαετίες πολιτικού συστήματος. Ακόμη και με το ΠΑΣΟΚ, με το οποίο συγκυβέρνησε στην κυβέρνηση Παπαδήμου, δεν διαθέτουν πλειοψηφία (έχουν μαζί 149 έδρες) και ως εκ τούτου κάθε τέτοια προσπάθεια είναι αδύνατον να καρποφορήσει. Άλλωστε δεν επιχειρείται καν.
Εκτός αυτού αν η ΝΔ επέλεγε στα αλήθεια να στηρίξει μια κυβέρνηση Τσίπρα αυτό θα σήμαινε ότι θα στήριζε μία πολιτική ριζικά αντίθετη της δικής της αφού ο ΣΥΡΙΖΑ ζητά την απόρριψη του Μνημονίου και την εξ αρχής επαναδιαπραγμάτευση σε άλλη βάση. Σε αυτή την περίπτωση, όπως καθένας μπορεί να αντιληφθεί, η ΝΔ θα διαλυόταν σε χίλια κομμάτια και η φιλοδοξία του κ. Σαμαρά να γίνει πρωθυπουργός θα πήγαιναν περίπατο. Αφού λοιπόν έπαιξε επικοινωνιακά ο πρόεδρος της ΝΔ με αυτό το ενδεχόμενο, καταστάλαξε στην φυσιολογική και αναμενόμενη θέση του κόμματός του. Πρωτοβουλία επανασυσπείρωσης της κεντροδεξιάς παράταξης και σκληρή επίθεση στον κ. Τσίπρα ότι θέλει να οδηγήσει εκτός ευρώ σε τριτοκοσμικούς δρόμους την Ελλάδα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ με την τεράστια δυναμική που του δίνει το 17 % ακολουθεί πιστά την δική του πολιτική Αυτό μπορεί θεωρητικά να γεμίζει τον κόσμο της αριστεράς με ελπίδες, αλλά ουσιαστικά δεν επιτρέπει την δυνατότητα δημιουργία κυβερνητικού σχήματος τουλάχιστον από αυτή τη Βουλή, αφού τα νούμερα δεν βγαίνουν. Και φυσικά δεν μπορεί να περιμένει κανείς ότι ο κ. Βενιζέλος θα αυτοαναιρεθεί αποδεχόμενος τον όρο να στείλει επιστολή με την οποία θα παίρνει πίσω την προηγούμενη υπογραφή του σχετικά με την τήρηση του Μνημονίου.
Το ΠΑΣΟΚ και ο κ. Βενιζέλος από την άλλη, μιλούν για επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου, όπως και ο κ. Σαμαράς, εννοώντας φυσικά κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που ζητάει ο κ. Τσίπρας. Διότι καθένας καταλαβαίνει ότι είναι άλλο η επαναδιαπραγμάτευση σε σημαντικά μεν αλλά όχι κυρίαρχα σημεία της Συμφωνίας και άλλο η απόρριψή της και η επαναδιαπραγμάτευση με δανειστές και Τρόϊκα εξ αρχής.
Γιατί συμβαίνει αυτό το επικοινωνιακό παιχνίδι; Γιατί απλούστατα κανείς δεν θέλει να πάρει την ευθύνη νέας προσφυγής στις κάλπες. Όλοι λοιπόν προσπαθούν να δείξουν πόσο πασχίζουν για τον σχηματισμό συγκυβέρνησης που θα βγάλει τη χώρα από το αδιέξοδο, ενώ όλοι γνωρίζουν ότι η νέα εκλογική αναμέτρηση είναι αναπόφευκτη και ο καθένας έχει διαφορετικό στόχο.
Ο κ. Σαμαράς ξέρει ότι αν χάσει έστω και 0,1 % επιπλέον, θα αντιμετωπίσει τεράστια εσωκομματικά προβλήματα αμφισβήτησης. Γνωρίζει παράλληλα ότι στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση θα έχει συμπαραστάτες την ηγεσία Ευρωπαίων και δανειστών οι οποίοι θα φροντίσουν να προειδοποιήσουν σε όλους τους τόνους ότι ενδεχόμενη νέα αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης και δημιουργία καθεστώτος πολιτικής αστάθειας θα προκαλέσει ανάκληση της Συμφωνίας. Κάτι τέτοιο ενδεχομένως να φοβίσει κάποιους ψηφοφόρους και να τους κάνει να επιστρέψουν στο μαντρί των φιλομνημονιακών κομμάτων εξουσίας αλλά κάποιους άλλους θα τους εκνευρίσει αφού θα αποτελεί κατάφορη παρέμβαση στα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Συνεπώς δεν υπάρχει ασφαλής πρόβλεψη αν αυτή η αναμενόμενη έξωθεν παρέμβαση θα είναι τελικά θετική ή αρνητική τόσο για τη ΝΔ όσο και για το ΠΑΣΟΚ..
Που ποντάρει όμως ο κ. Σαμαράς και σκληραίνει τόσο τη στάση του προαναγγέλλοντας πρωτοβουλίες επανασυσπείρωσης της κεντροδεξιάς; Είναι απόρροια επαφών και διαβεβαιώσεων για επάνοδο στο μαντρί της Νέας Δημοκρατίας στελεχών του χώρου ικανών να κάνουν τη διαφορά εξασφάλισης της πρώτης θέσης ή απλώς πρόκειται για πολιτική σκλήρυνση με στόχο την πολιτική επιβίωση;
Παράλληλα ο πρόεδρος της ΝΔ γνωρίζει ότι ενδεχόμενη συμφωνία συνεργασίας μεταξύ ΔΗΣΥ, Δράσης και ενδεχομένως Δημιουργίας Ξανά του προσφέρει ένα πόλο ο οποίος παρά τις διαφορές του μπορεί να συμπληρώσει το παζλ, μαζί με το ΠΑΣΟΚ για δημιουργία συγκυβέρνησης μετά την επόμενη εκλογική αναμέτρηση και υπό την προϋπόθεση ότι η νΔ θα παραμένει πρώτο κόμμα.
Ο κ. Τσίπρας γνωρίζει επίσης ότι κυβέρνηση της Αριστεράς δεν μπορεί να υπάρξει με τους συσχετισμούς που έδωσαν οι κάλπες την 6η Μαίου. Διότι ακόμη και αν δημιουργούσε κυβέρνηση με την ανοχή ΝΔ και ΠΑΣΟΚ είναι προφανές ότι δεν θα μπορούσε να ασκήσει αριστερή πολιτική. Προετοιμάζει λοιπόν το έδαφος και τις συνθήκες που μπορούν να δημιουργήσουν ρεύμα και δυναμική και υπό συνθήκες να σπρώξουν τον ΣΥΡΙΖΑ στην πρώτη θέση στην εκλογική αναμέτρηση του Ιουνίου.. Εάν αυτό δεν συμβεί θα είναι αξιωματική αντιπολίτευση και θα εισπράξει ως μπόνους τη φθορά μιας βραχύβιας κεντροδεξιάς κυβέρνησης που εφαρμόζοντας το μνημόνιο θα αναγκαστεί αν πάρει σειρά νέων προδιαγεγραμμένων σκληρών μέτρων.
Ο κ. Βενιζέλος βρίσκεται στην πιο δύσκολη θέση από όλους. Ηγείται ενός κόμματος που καταβαραθρώνεται όχι μόνο σε ποσοστά αλλά και στη συνείδηση των πολιτών και τα περιθώρια ελιγμών του είναι ελάχιστα. Πασχίζει να μην ταυτιστεί με τη Νέα Δημοκρατία και να πείσει παράλληλα ότι είναι έτοιμος να δεχτεί να υλοποιηθούν όσα δεν έκανε όταν ο ίδιος είχε τη ευθύνη. Κοιτάζει και προς τα αριστερά και προς τα δεξιά και έχει να αντιμετωπίζει ένα μεγάλο δίλημμα. Αν η ΝΔ βγει ξανά πρώτο κόμμα και δημιουργηθούν οι προαναφερόμενες συνθήκες, θα μπορούσε μεν το ΠΑΣΟΚ να συμμετάσχει σε ένα νέο σχήμα συγκυβέρνησης αλλά παράλληλα αυτό θα το έφθειρε ακόμη περισσότερο. Από την άλλη ο χρόνος και οι συνθήκες δεν ευνοούν για πολιτικές μεταμορφώσεις…
Εν αναμονή λοιπόν μέχρι να κλείσει σε τρεις – τέσσερις ημέρες η διαδικασία των διερευνητικών εντολών.