Η στιγμή που γράφεται η Ιστορία είναι η στιγμή την οποία ο λαός αφού διαπιστώσει ότι το καθεστώς, το σύστημα στο οποίο ζει, έφτασε στο όριο της διαφθοράς και της κατάχρησης, και αφού...
έχει εξαντλήσει όλη του την ανοχή, κάνει χρήση του έσχατου όπλου του: της επανάστασης (με την ευρεία έννοια της λέξης, παρ’ όλο που ιστορικά μιλώντας, οι επαναστάσεις ήταν κατά κανόνα δυναμικές).
Είναι η στιγμή της δυναμικής κριτικής, της ομαδικής αφύπνισης, της διάθεσης για αγώνα, για την αλλαγή. Είναι η στιγμή που γκρεμίζει ό,τι το διεφθαρμένο, που καταργεί δομές εξουσίας.
Αποτελεί όμως ιστορική ειρωνεία το γεγονός, ότι καμία επανάσταση δεν μπόρεσε μέχρι τώρα να δώσει οριστική λύση στην αυθαιρεσία της εξουσίας που νεκρανασταίνεται ακριβώς τη στιγμή που νομίζεις ότι ξεκαθάρισες μαζί της. Δεν είναι λοιπόν καθόλου περίεργο, που η δυσαρέσκεια αρχίζει σχεδόν αμέσως με το ξεκαθάρισμα του «παλιού» και την εγκαθίδρυση του νέου.
Το επαναλαμβανόμενο ιστορικό δράμα, έγκειται ακριβώς στην αδυναμία των επαναστατημένων μαζών, μέσα στον ξεσηκωμό, με όλη τη συναισθηματική και ψυχολογική υπερδιέγερση που συνεπάγεται μια τέτοια κοινωνική δράση, να διακρίνουν με σαφήνεια τους εχθρούς και φίλους, ενώ ελάχιστη αντίληψη έχουν για τις νέες δομές εξουσίας που προορίζονται να αντικαταστήσουν τις παλιές. Πέραν αυτού, ο λαός ξεσηκώνεται γιατί διακρίνει κάποια διαφθορά. Και τη διαφθορά αυτή τη διακρίνει στο χώρο της «κατεστημένης» εξουσίας. Ελάχιστα ή καθόλου τον απασχολεί η σκέψη της διείσδυσης του μικροβίου της εξουσιολατρείας στις ίδιες τις επαναστατικές τάξεις. Αποτελεί όμως μιαν άλλη αλήθεια, ότι ο εκφυλισμός των στόχων των κινημάτων συντελείται απ’ τα ίδια τους τα σπλάχνα, μέσα απ’ τις αρχηγικές κλίκες που μοιραία ελλοχεύουν σε κάθε κίνημα.
«Οι παλιοί σοσιαλιστές», γράφει ο R. Vaneigem, «είχαν τον ξακουστό τούτο λόγο: «Νομίζουμε πως πεθαίνουμε για την πατρίδα, ενώ παθαίνουμε για το κεφάλαιο». Οι κληρονόμοι τους κατακεραυνώνονται τώρα με παρόμοιες φόρμουλες : «Νομίζουμε πως παλεύουμε για το προλεταριάτο, ενώ πεθαίνουμε για τους διευθυντές του»... Άπατο είναι πράγματι το συρτάρι της θυσίας».
Το ιστορικό εν προκειμένω λάθος είναι ότι ο επαναστατημένος λαός δεν διανοείται να ζητήσει εχέγγυα απ’ τους αρχηγούς του, ώστε να μην καταχραστούν οι ίδιοι την εξουσία, που αύριο θα καταλάβουν. Έτσι λοιπόν, επισημαίνει ο Camus, το 1789 κληροδότησε στη Γαλλία τον Ναπολέοντα, το 1917 τον Στάλιν, οι ιταλικές ταραχές του 1920 οδηγούν στον Μουσολίνι, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης οδήγησε στον Χίτλερ, ενώ ο αφανισμός των μοναρχικών και θεοκρατικών καθεστώτων, σήμαινε την εμφάνιση ενός κράτους ορθολογικού ή παράλογου, και στις δύο όμως περιπτώσεις τρομοκρατικού.
Τα περιθώρια των ψευδαισθήσεων είναι περιορισμένα. Τελικά, πάντα υπάρχουν οι δυναμικές μειοψηφίες, που μέσα απ’ την επανάσταση και μέσα απ’ τον μεταξύ τους αγώνα, θα ιδιοποιηθούν το κίνημα, εκμεταλλευόμενοι το σύνδρομο της γοργής μετάπτωσης, αν έτσι θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τη διαδικασία μετατροπής αυτού που ονομάζεται ομαδική κριτική, ομαδική αφύπνιση, σε μια αδρανούσα πλειοψηφία, η οποία θέλει τον μέχρι χθες επαναστατημένο λαό, αυτόν που κάποτε μπήκε θριαμβευτής στ’ ανάκτορα των Λουδοβίκων, των Τσάρων, και ακόμα χθες, του Σάχη, σε απλό θεατή ενός βρώμικου αγώνα των δυναμικών κλικών που σχηματίστηκαν γύρω απ’ τους μέχρι χθες ενωμένους ηγέτες του, οι οποίοι τώρα μάχονται μεταξύ τους.
«Καμιά επανάσταση», γράφει ο Camus, «δεν είχε θέσει στην κορυφή των νόμων της το ότι ο άνθρωπος μπορεί να είναι όργανο... Ο Νετσάγιεφ διδάσκει πως επιτρέπεται ο εκβιασμός ή η τρομοκράτηση των διστακτικών και η εξαπάτηση των μυημένων. Μπορούν να χρησιμέψουν ακόμα και οι φανατικοί επαναστάτες αν τους βάλλει κανείς να κάνουν τις πιο επικίνδυνες πράξεις. Όσο για τους καταπιεζόμενους, μια και πρόκειται να σωθούν μια για πάντα, μπορεί κανείς να τους καταπιέζει ακόμα περισσότερο. Αυτό που χάνουν θα το κερδίσουν οι καταπιεζόμενοι του μέλλοντος...». Και θα προσθέσει ο R. Vaneigem : «δεν υπάρχει ούτε ένα όπλο της ατομικής σου θέλησης που, σε χέρια αλλονών, να μην γυρνάει αμέσως καταπάνω σου».
Εκτός όμως απ’ τον εκφυλισμό του κινήματος, της επανάστασης, «εκ των ένδον», υπάρχει και ο διπλωματικός εκφυλισμός, που συντελείται όταν η επανάσταση (ή η καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο «αλλαγή») εδραιωθεί και η (νεο)δημιουργούμενη νέα άρχουσα τάξη στο επίπεδο του κρατικού μηχανισμού, που δημιουργείται απ’ αυτούς που πρωτοστάτησαν στην «αλλαγή», για δική τους πλέον ασφάλεια και ηρεμία, θα πρέπει να «απενεργοποιήσουν» την επαναστατική ορμή του λαού, που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει. Κι αυτή η «απενεργοποίηση» επιτυγχάνεται κυρίως μα τη χρονική μετατόπιση του «αντικειμενικού στόχου», με τη χρονική μετατόπιση της ελπίδας του λαού για την πραγμάτωση αυτού του στόχου ή των στόχων.
«Υπάρχουν δύο κατηγορίες ελπίδας. Η μια κάνει τους ανθρώπους εκρηκτικούς, ενώ η άλλη πειθαρχικούς και υπομονετικούς... Ένα μαζικό κίνημα στις αρχές του κηρύττει άμεση ελπίδα. Θέλει να κεντρίσει τους οπαδούς του για δράση, και η ελπίδα του «ένα βήμα ακόμη και φθάσαμε» παρασύρει τους ανθρώπους σε άμεση δράση... Αργότερα, όταν το κίνημα στερεωθεί, ο τόνος μετατοπίζεται σιγά-σιγά στη μακρινή ελπίδα, στο όνειρο και στο όραμα. Γιατί ένα φτασμένο μαζικό κίνημα πρέπει να φροντίζει για τη διατήρηση του δημιουργημένου παρόντος και εγκωμιάζει την υπακοή και την υπομονή παρά πάνω από κάθε αυθόρμητη πράξη» (E. Hoffer).
Η διαδικασία του «διπλωματικού εκφυλισμού», είναι το μοιραίο αποτέλεσμα της αναρρίχησης στην εξουσία των μέχρι χθες καταπιεσμένων, των μέχρι χθες αντιπολιτευομένων. Η εξουσία είναι ένα χωνευτήρι συνειδήσεων. Είναι απ’ τη φύση της ενάντια σε κάθε είδους «ουμανιστική» ιδεολογία, ακόμα και σ’ εκείνη που «επίσημα» είναι φορέας της και την υπηρετεί. Στην πράξη αποτελεί άρνηση του κάθε κοινωνικού συστήματος, αφού δεν υπάρχει κοινωνικό σύστημα που να μην επαγγέλλεται κάποιο είδος δικαιοκρατούμενης πολιτείας, κάποιο είδος αυτοπεριορισμού και αποδυνάμωσης της εξουσίας. Πρόκειται για βασική αντίφαση, μια και είναι σα να καλούμε τον Σαμψών να κόψει ο ίδιος τα μαλλιά του. Η εξουσία, η κάθε εξουσία, στηρίζει τη δύναμή της στη βία. Μια βία πολύμορφη, πολυσύνθετη, που εκτείνεται απ’ τη δυναμική βία ως την ψυχολογική, και αποτελεί το «λάλον ύδωρ» της.
«Η εξουσία», θα πει ο Petr Chelcicky, «υπάρχει μόνο με τη βία. Αν παραιτηθεί απ’ αυτήν, αυτοκαταστρέφεται, γιατί οι άνθρωποι παύουν να τη φοβούνται όταν καταλάβουν πως είναι επιεικής και παύουν να τρέμουν μπροστά της». Πέρα απ’ τη βία (ή και μέσα απ’ αυτή), η εξουσία δημιουργεί ένα νέο τύπο συνείδησης στους εξουσιαζόμενους. Όντας η ίδια αυταρχική, δημιουργεί ένα νέο τύπο κοινωνικής συνείδησης, το ίδιο αυταρχικό, στον οποίο και οφείλει να υποταχτεί κάθε άλλο είδος συνείδησης. «Το παράδοξο αποτέλεσμα», λέγει ο Fromm, «είναι ότι η ένοχη συνείδηση, γίνεται η βάση μιας «καλής» συνείδησης, ενώ η καλή συνείδηση, αν την έχει κανείς, πρέπει να δημιουργεί ένα αίσθημα ενοχής».
Υπάρχουμε «εμείς», υπάρχουν και οι «άλλοι». «Εμείς» είμαστε αυτό που «εμείς» αποκαλούμε «δημοκρατικές» δυνάμεις, οι «φορείς» της αλλαγής. Οι «άλλοι» είναι ο «συρφετός», οι «προδότες».
Μέσα από τέτοιους «ανεπίσημους», αλλά καλά θεμελιωμένους τρόπους καθημερινής πρακτικής, οι κατέχοντες και οι μνηστήρες της εξουσίας απανταχού της Γης, εκμεταλλευόμενοι και την πάγια αδυναμία των μαζών ν’ ασκήσουν οδυνηρή για τον εαυτό τους κριτική, προωθούν χωρίς πράγματι μεγάλη δυσκολία τέτοια χοντροκομμένα κι επικίνδυνα συνθήματα, που στο μεν επίπεδο του ανταγωνισμού των ιδεολογιών σε εθνικό επίπεδο υποθάλπουν την εσωτερική γαλήνη και ομοψυχία, στο δε επίπεδο της διεθνούς αναμέτρησης των συστημάτων, υποθάλπουν την παγκόσμια ειρήνη, κι όλα αυτά, υπό την προϋπόθεση, ότι κάνουμε δεκτή την υπόθεση ότι δεν υπάρχει κοινωνικό σύστημα που να μας έπειθε ότι δεν έχει προσβληθεί απ’ το μικρόβιο της αλλοτρίωσης.
Και είναι θεμελιώδες να διακρίνουμε, ότι πίσω απ’ όλη αυτή τη νοοτροπία των διακεκριμένων αυτών ομάδων, υποβόσκει η υποσυνείδητη παράσταση του «δεδηλωμένου εχθρού». «Ο κοινωνικός κόσμος», όπως παρατηρεί ο Γιούγκ, «μοιάζει νάναι συγκροτημένος πάντα από σχέσεις συμπλήρωσης και σχέσεις αποκλεισμού, στις οποίες προστίθεται η λανθάνουσα πάντα κοινωνική αυτή τάση που πολύ σωστά ο Ζωρζ Μπατάιγ ονόμασε ετεροφοβία...» (Gaston Bouthoul).
Ποιοί όμως είμαστε «εμείς» και ποιοί οι «άλλοι»; Σήμερα, αυτοί που χθες αποκαλούσαμε οι «άλλοι», ήδη ανήκουν σ’ «εμάς», κι απ’ την άλλη, πολλοί απ’ αυτούς που χθες αποκαλούσαμε «εμείς», ήδη ανήκουν στους «άλλους». Με ποιά λοιπόν ευκολία, με ποιό γνώμονα και με ποιό κριτήριο, διαγράφουμε, κάποια στιγμή, απ’ τη χορεία του «συρφετού», των «προδοτών» και των «αχρήστων», τους «άλλους», απλώς επειδή σήμερα έτυχε να συμπορευθούν μαζί μας, και με ποιά ευκολία, με ποιό γνώμονα και με ποιό κριτήριο διαγράφουμε απ’ τη χορεία των «δημοκρατικών δυνάμεων», αυτούς που μέχρι χθες αποκαλούσαμε «εμείς»; Και ακόμα περισσότερο, με ποιό θράσος θα ζητήσουμε, ιδίως αν είμαστε μειοψηφία, την υποστήριξη μερίδας έστω των «άλλων», δηλαδή του «συρφετού», για ν’ αναδυθούμε κάποτε σε εξουσία;
Ιδού λοιπόν η ουσία της διάκρισης «εμείς» και οι «άλλοι». Ένας μύθος, ένα ακόμα προσωπείο που επιβάλλει στο λαό να κινηθεί μ’ ένα τρόπο που κατά βάθος δεν εγκρίνει, μια ακόμα πολιτική μεταμφίεση, που πίσω από «μεγαλονοήμονα» λεκτικά σχήματα ελλοχεύει ένα σύνολο ποταπών συμφερόντων.
Και για να προχωρήσουμε λίγο παραπέρα : «Εμείς», αντλούμε την επιχειρηματολογία μας, δυναμώνει η φωνή μας, διευρύνουμε τον αριθμό των οπαδών μας, απ’ τα λάθη των «άλλων». Και αντίστροφα. «Εμείς» είμαστε ο λόγος, οι «άλλοι» ο αντίλογος. Εξυμνούμε τον διαδισμό αυτό (λόγος-αντίλογος), σαν τον sine qua non όρο του αμφίβολου πλουραλισμού μας, μα καταφερόμαστε λυσσωδώς ενάντια εκείνων που απειλούν τις συμφεροντολόγες ιδεοπλασίες μας. ‘Έτσι λοιπόν «εμείς» τάξαμε σα στόχο να εξαφανίσουμε τους «βαρβάρους». Για ν’ αναρωτηθούμε, αμέσως μετά, για τη σκοπιμότητα της ενέργειάς μας. «Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς βαρβάρους/ Οι άνθρωποι αυτοί ήταν κάποια λύσις» (Καβάφης). Ιδού γιατί οι «βάρβαροι» αποτελούν «μια κάποια λύση». Γιατί αφού «εμείς» είμαστε αδύναμοι να προσφέρουμε τη λύση, οι «άλλοι», αποτελούν το σημείο εκτόνωσης του λαού, τον οποίο φανατίζουμε μόνιμα με τα σφάλματα των «άλλων», ώστε να μην ασχολείται μ’ «εμάς».
(Αναδημοσιεύω το παραπάνω προ 28ετίας (!!!) άρθρο μου, εκτιμώντας ότι μπορεί ίσως να έχει κάποιο ενδιαφέρον ΣΗΜΕΡΑ. Το άρθρο αυτό είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Οικονομικός Ταχυδρόμος, στις 6/9/1984 με τον τίτλο : Η αλλοτρίωση των κοινωνικών κινημάτων, ή «εμείς» και οι «άλλοι»)