Τι θα μπορούσε να ζητήσει ένας πολίτης, που ανήκει στα δύο-τρίτα της κοινωνίας, σήμερα από τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι μάλλον... ο αρμόζων τίτλος. Που σημαίνει, διάβασε να δεις πως θεωρώ εγώ προσωπικά το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ στην συγκυρία.
Από τον ΣΥΡΙΖΑ ζητάμε κυβέρνηση που θα χαράξει μια δημοκρατική μεταπολίτευση, σε ένα κόσμο που δεν έχει απολύτως καμία σχέση με το 1974, δίχως να αποκλίνει και να αποξενωθεί από τα αιτήματα και τον παλμό της προοδευτικής κοινωνίας των πολιτών και του κινήματος των εργαζομένων.
Θέλουμε επίσης λύτρωση από το πελατειακό κράτος και τον κομματισμό και απελευθέρωση από τα δεσμά της τρόικας. Θέλουμε η χρεοκοπία της χώρας να μην εξελιχθεί σε υποδούλωση των Ελλήνων στους δανειστές, ούτε να καταλήξει σε μετατροπή της χώρας σε μια απέραντη ειδική οικονομική ζώνη εκμετάλλευσης του Νεο-ιμπεριαλισμού. Και επίσης: Ακύρωση της δανειακής σύμβασης και των νόμων που συνδέονται με την εφαρμογή του μνημονίου. Εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος και της διοίκησης με την θεσμοθέτηση της απλής αναλογικής, την ουσιαστική διάκριση των εξουσιών και πρωτοβουλία που θα μπορούσε να καταλήξει σε Συντακτική Εθνοσυνέλευση, σύμφωνα ασφαλώς με τις πρόνοιες του παρόντος Συντάγματος. Κατάργηση νόμων που συνιστούν ιδιαίτερα προνόμια για μέλη της κυβέρνησης και της διοίκησης, όπως και βουλευτών και ασφαλώς απαλοιφή του νόμου «περί ευθύνης υπουργών». Μέτρα άμεσης δράσης για να περάσει το τραπεζικό σύστημα σε δημόσιο έλεγχο (αναγκαστικά πλέον λόγω της εξέλιξης της μορφής της χρεοκοπίας) και ασφαλώς τήρηση της υπόσχεσης: «Να δημιουργηθεί μια διεθνής επιτροπή που θα ελέγξει το επαχθές δημόσιο χρέος και να τεθεί ένα μορατόριουμ στην αποπληρωμή του»
Θέλουμε υπουργικό συμβούλιο και διοικητικές κεφαλές από καταρτισμένους στο αντικείμενό τους πολιτικούς, οι οποίοι δεν θα είναι «υπάλληλοι» ή υποχείρια οικονομικών συμφερόντων, θα εμφανίζουν στοιχειώδη εχέγγυα στην αντιμετώπιση της διαπλοκής και θα έχουν ριζοσπαστική σκέψη και καινοτόμο διάθεση, εμμένοντας παράλληλα στην αριστερή ιδεολογία τους και στο στοίχημα να αντιμετωπισθούν οι συνέπειες και οι πρακτικές του νεοφιλελευθερισμού με την συνεργασία της κοινωνίας των πολιτών. ‘Ηδη από το 1994, ο πρώην διοικητής της γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας Τιτμάγιερ είχε πει με ειλικρίνεια στους πολιτικούς, στο Νταβός: «όλοι σας διευθύνεστε από τις αγορές. Δεν υπάρχει δημοκρατία, μόνον αγορές». Η κυβέρνηση της αριστεράς στην Ελλάδα πρέπει να πολεμήσει αγκαλιά με τους πολίτες, τα προοδευτικά κόμματα και τους ξένους αγωνιστικούς για την δημοκρατία, παράγοντες την δικτατορία των χρηματαγορών που επιβουλεύεται και την ισότητα και την ελευθερία παντού στον κόσμο και ιδιαίτερα στις αδύναμες οικονομικά ή πτωχευμένες χώρες.
Χρειαζόμαστε επίσης παραγωγική ανασυγκρότηση με αναδιοργάνωση του πρωτογενούς τομέα σε μια απολύτως σύγχρονη τεχνολογικά και οικολογικά βάση, όπως και μια απολύτως νέα και μοντέρνα βιομηχανική δομή. Το κόλπο εδώ είναι να προωθήσουμε μοντέλα «αυτοδιαχείρισης» κατά τα οποία οι επιχειρήσεις θα διευθύνονται από τους εργαζόμενους, αποφεύγοντας εθνικοποιήσεις και αποτυχημένες συνταγές του γραφειοκρατικού σοσιαλισμού. Οι νέες αυτές δομές εναρμονίζονται ιδανικά με την τεχνολογία του 21ου αιώνα, την μετα-οικονομία στη βιομηχανική οργάνωση της παραγωγής, την ρομποτική και την πληροφορική τεχνολογία ολοκληρωμένων συστημάτων, με στόχο την αειφόρο ανάπτυξη. Όπως και την σύγχρονη «έξυπνη» ενεργειακή τεχνολογία, τους αυτοματισμούς και την βιοτεχνολογία. Η σύγχρονη ριζοσπαστική αριστερά δίχως ούτε στιγμή να πάψει να αγωνίζεται να αντιμετωπίσει το δημοκρατικό παράδοξο (εναρμονισμός της ισότητας με την ελευθερία) σε ένα καπιταλιστικό παγκοσμιοποιημένο καθεστώς που παράγει ολοένα και πιο επικίνδυνους για την ανθρωπότητα αποκλεισμούς και περιθωριοποιήσεις, θα πρέπει εξοικειούμενη με την σύγχρονη τεχνολογία, να εστιάζει στις παγκόσμιες προκλήσεις, οι οποίες όσο ποτέ άλλοτε, απαιτούν βιοοικονομικές προσεγγίσεις.
Η αντίθεση εργασίας – κεφαλαίου, από την στιγμή που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί για αντικειμενικούς λόγους άμεσα επαναστατικά, θα πρέπει να τοποθετηθεί κάτω από το γενικό πρίσμα του κεϋνσιανισμού με την συνδρομή σύγχρονων στρουκτουραλιστικών αντιλήψεων της πολιτικής και διοικητικής επιστήμης παράλληλα με την υψηλότερη διαθέσιμη τεχνολογία, η οποία συνεισφέρει στην υψηλή παραγωγικότητα και στην υψηλή προστιθέμενη αξία. Κι όλα αυτά με δύο κριτήρια: διοικητικός και παραγωγικός εκσυγχρονισμός στο εσωτερικό με δόμηση μιας εξαγωγικής ανταγωνιστικής βιομηχανίας. Δίχως αυτά ούτε η δημοκρατία, ούτε η ευημερία θα μπορούσαν να υπηρετηθούν υπό τις σημερινές παγκοσμιοποιημένες συνθήκες.
Στην χρεοκοπημένη Ελλάδα ο νεοφιλελευθερισμός θα πρέπει να θεωρείται όχι απλώς ιδεολογικά, αλλά και πρακτικά/αντικειμενικά μία αποκρουστική εκδοχή. Ο γερμανικός νεοφιλελευθερισμός, τον οποίο υπηρετούν κεντροδεξιοί και κεντροαριστεροί στην ΕΕ, που είναι ένα μίγμα κλασικού νεοφιλελευθερισμού και κεϋνσιανισμού, είναι κατασκευασμένος για να υπηρετεί τα συμφέροντα κατ’ αρχήν της κεντροευρωπαϊκής ελίτ και κατά δεύτερον των εκεί κοινωνιών μέσω μιας σύνθετης διαδικασίας αποπληθωρισμού και παραγωγής πλεονάσματος. Το μοντέλο αυτό καθιστά τις ισχυρές χώρες της ΕΕ δυναμικά ανταγωνιστικές στο διεθνές περιβάλλον, ωστόσο θίγει λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες της Ένωσης και καταστρέφει χώρες με ξεπερασμένη παραγωγική οργάνωση, οι οποίες χρεοκοπούν ή βρίσκονται ήδη στο κενό της πτώχευσης του κράτους. Με δύο λόγια το ανταγωνιστικό μοντέλο που προωθεί η γερμανική ελίτ, όχι απλώς δημιουργεί κρίση ανταγωνιστικότητας και τάσεις ύφεσης στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες – μέλη της ΕΕ, αλλά κλονίζει την παραγωγική και δημοσιονομική υπόσταση αυτών των χωρών, τείνοντας να προκαλέσει και κρίση δημοκρατίας, πέραν της πολιτικής κρίσης που προφανώς επιφέρει.
Η ελληνική κυβέρνηση της αριστεράς πρέπει να ξεκαθαρίσει – όπως ήδη κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ – ότι εδώ υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων, η οποία βραχυχρόνια μπορεί να αντιμετωπιστεί με ένα άλλο μνημόνιο, προοδευτικής – κοινωνικής κατεύθυνσης, μέχρις ότου ωριμάσουν οι πολιτικές συνθήκες για να περάσουμε από το διακυβερνητικό μοντέλο της ΕΕ σε ένα δημοκρατικό, όπου η ΕΚΤ θα αναλάβει την χρηματοδότηση των κρατών με άμεσο τρόπο, δίχως κερδοσκοπία και κερδοσκόπους, χρηματιστές και τραπεζίτες. Αυτή είναι και η πλέον εύλογη συνθήκη διάσωσης του ευρώ. Σε άλλη περίπτωση θα εισέλθουμε σε μία δραματική, νομισματική πέραν της πιστωτικής, κρίση στην ΕΕ, η οποία θα την απειλήσει άμεσα με διαμελισμό. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει κανείς στην Ελλάδα να εξετάζει το ψευδοδίλημμα «ευρώ ή δραχμή», που απολύτως χυδαία και καιροσκοπικά θέτουν οι παράγοντες της διαπλοκής και οι κομματικοί φορείς τους.
Η κυβέρνηση της αριστεράς, μετά από αυτές τις σκέψεις, είναι πρόδηλο ότι δεν ανήκει στην κεντροαριστερά. Είναι μία ριζοσπαστική προσέγγιση της δημοκρατίας που έρχεται να αντιμετωπίσει τις μεταμοντέρνες προκλήσεις του καιρού μας και την απειλητική για την κοινωνία δομή του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος δεν είναι μόνον ένα οικονομικό σύστημα, αλλά ένα σύνθετο πολιτισμικό, πολιτικό και κοινωνικό επίσης. Είναι ακόμη προφανές ότι η αριστερή διακυβέρνηση δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την σοσιαλδημοκρατία, τουλάχιστον όπως την γνωρίσαμε τα τελευταία 80 – 85 χρόνια. Στην πραγματικότητα, εάν δεν μιλούμε με όρους φάρσας της ιστορίας δεν θα μπορούσε να έχει. Όσοι προσπαθούν να ταυτοποιήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ και το εγχείρημα της αριστερής διακυβέρνησης με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, δυστυχώς είναι ανίκανοι να κατανοούν στοιχειωδώς πολιτικά φαινόμενα. Ας έχουν υπόψιν τους ότι η εκχυδαϊσμένη προπαγάνδα που προκαλεί σύγχυση στο ευρύτερο κοινό, στο τέλος θα στραφεί εναντίον τους. Η εξήγηση τοποθετείται στο πεδίο της κοινωνικής ψυχολογίας και ίσως κάποια στιγμή το σχολιάσω διεξοδικά.
Από τον ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν, ζητάμε το «απίθανο». Μέσα σε μια πολύ μικρή περίοδο να αναδιοργανωθεί, να ξεπεράσει εσωτερικές δυσλειτουργίες και να μεταβληθεί σε ένα κίνημα αριστερής διακυβέρνησης που δεν θα έχει καμία σχέση με παραδοσιακά αριστερά δόγματα και σοσιαλδημοκρατικές εκδοχές. Τα μεν πρώτα απαιτείται να απεγκλωβισθούν από επαναστατικές αναπαραστάσεις μιας άλλης εποχής, οι δε δεύτερες, στον βαθμό που ταυτίστηκαν με το νεοφιλελευθερισμό, έχασαν κάθε προοδευτική αξία και σημασία. Η πίεση της κοινωνίας, εξαιτίας της κατάρρευσής της με μοχλό τον δικομματισμό και τις διαπλεκόμενες παραφυάδες του, είναι τέτοια προς την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, που και το απίθανο μπορεί να γίνει πιθανό.
*Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.