και δεν χρειάστηκε καν να ψάξουν πολύ για να την βρουν: η αράχνη κρυβόταν... κάτω από τα πόδια τους, στην καρδιά της αμερικανικής φοιτητούπολης.
«Η ανακάλυψη ενός νέου είδους σε μια τόσο αναπτυγμένη περιοχή όσο αυτή, μας δείχνει πόσο άγνωστη παραμένει η βιοποικιλότητα στον πλανήτη μας», λέει ο Τζέισον Μποντ, καθηγητής βιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Όμπερν. «Γνωρίζουμε τόσο λίγα για τον πλανήτη που μας φιλοξενεί και για τους υπόλοιπους οργανισμούς, εκτός από εμάς, που κατοικούν σε αυτόν.»
Η αράχνη του γένους Myrmekiaphila βαπτίστηκε tigris ή -προς τιμήν του πανεπιστημίου, κοντά στο οποίο εντοπίστηκε- αράχνη-τίγρης του Όμπερν. Οι αράχνες αυτής της οικογένειας, που συγγενεύουν με τις ταραντούλες, δημιουργούν υπόγεια λαγούμια, τα οποία καλύπτουν με μια «καταπακτή» φτιαγμένη από ένα μείγμα μεταξιού και χώματος.
Τα θηλυκά περνούν σχεδόν ολόκληρη τη ζωή τους μέσα σε αυτά τα λαγούμια, όπου παραμονεύουν το θύμα τους. Συνήθως, το αιχμαλωτίζουν κατά τη διάρκεια της νύχτας: το αιφνιδιάζουν ξεπροβάλλοντας ξαφνικά από την «καταπακτή», το δαγκώνουν δηλητηριάζοντάς το και τελικά επιστρέφουν στο λαγούμι τους για να το καταβροχθίσουν. Τα αρσενικά βγαίνουν από τα λαγούμια τους για να ζευγαρώσουν στα 5 με 6 χρόνια, οπότε και ωριμάζουν σεξουαλικά. Μετά την πράξη πεθαίνουν.
Αρχικά, ο Μποντ νόμιζε πως το M. tigris ήταν ένα άλλο, ήδη γνωστό είδος αράχνης του ίδιου γένους. Εκτενέστερη μελέτη ωστόσο αποκάλυψε τις διαφορές, ιδιαίτερα στα γεννητικά όργανα, όπως άλλωστε επιβεβαίωσαν και αναλύσεις DNA. «Παρά την εξωτερική μοναδικότητα αυτών των ειδών, η χρήση DNA ως εναλλακτική, λιγότερο υποκειμενική οδός ταυτοποίησής τους, ήταν δικαιολογημένη, δεδομένου του ενθουσιασμού μας για την ανακάλυψη ενός νέου είδους, κυριολεκτικά στην αυλή μας», λέει ο Μποντ.
Ο Τζέισον Μποντ ανακάλυψε το είδος, το οποίο περιγράφει στην επιθεώρηση ZooKeys, σε ένα δευτερεύον δάσος στη γειτονιά του. Ο καθηγητής ήταν ήδη γνωστός στους συναδέλφους του από την ανακάλυψη ακόμη ενός είδους της ίδιας οικογένειας, του Myrmekiaphila neilyoungi, το οποίο ονόμασε έτσι προς τιμήν του αγαπημένου του καλλιτέχνη, του Καναδού τραγουδοποιού Νιλ Γιανγκ.