tromaktiko: Γιατί η Ελλάδα δεν πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα της Αργεντινής

Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

Γιατί η Ελλάδα δεν πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα της Αργεντινής



Πρέπει η Ελλάδα να εγκαταλείψει το ευρώ και να υιοθετήσει δικό της νόμισμα προκειμένου να το υποτιμήσει και μέσω αυτής της διαδικασίας να ανακάμψει – όπως έκανε η Αργεντινή το 2002; Πολλοί είναι εκείνοι που παραπέμπουν στο παράδειγμα της Αργεντινής για καθοδήγηση σχετικά με το τι θα πρέπει να κάνει η Ελλάδα σήμερα. Αλλά για να αξιολογήσουμε τις επιλογές της Ελλάδας και της Ευρωζώνης, πρέπει καταρχήν να αναγνωρίσουμε την πολιτική φύση του προγράμματος του ευρώ και την ανάγκη για κάθε πολιτική να είναι βιώσιμη.

Το ενιαίο νόμισμα ήταν πολιτικό σχέδιο και όχι οικονομικό. Σαν οικονομικό εγχείρημα, το ευρώ αποτελεί μια πρόταση με πολλά ελαττώματα. Η Ευρωζώνη δεν αποτελεί τη βέλτιστη νομισματική περιοχή και τα μέλη της έχουν πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά και προτιμήσεις, ως εκ τούτου μακροπρόθεσμα χρειάζονται διαφορετικά επιτόκια και διαφορετικές ισοτιμίες. Όμως το ευρώ υπάρχει και ενσωματώνει την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση που αποτελεί το επιστέγασμα της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής πολιτικής.

Κατά συνέπεια, όπως και οποιοδήποτε άλλο πολιτικό πρόγραμμα που δεν είναι οικονομικά βιώσιμο, έτσι και η επιβίωση του ευρώ έχει εν δυνάμει μεγάλο κόστος που θα πρέπει να το αναλάβουν οι πολιτικά ωφελημένοι από αυτό, και ιδίως όσοι μπορούν να το πληρώσουν. Ένα τέτοιο σχέδιο ήταν η ένωση των δύο Γερμανιών. Το κόστος της γερμανικής επανένωσης ήταν περί τα 2 τρις ευρώ και ναι μεν πληρώθηκε κυρίως από τους Γερμανούς, αλλά πληρώθηκε και από ολόκληρη την Ευρώπη εξαιτίας της χαμηλής οικονομικής δραστηριότητας και των υψηλότερων επιτοκίων. Υπάρχει λοιπόν κι ένα κόστος για το ευρώ και θα πρέπει να πληρωθεί από τις ισχυρές ευρωπαϊκές οικονομίες, ιδίως από τη Γερμανία. Μπορούμε να προσποιούμαστε ότι το ευρώ είναι βιώσιμο αν όλες οι χώρες μέλη του ακολουθούν κάποιους αυθαίρετους κανόνες – για παράδειγμα τους κανόνες του Μάαστριχτ – αλλά η αλήθεια είναι πως αν αποκλείσουμε την ένωση μεταβιβάσεων απλά καταδικάζουμε σε θάνατο το πρόγραμμα του κοινού νομίσματος.

Αν όμως αποδεχτούμε την ανάγκη για δημοσιονομικές μεταβιβάσεις προκειμένου να διαφυλάξουμε το ευρώ, το επόμενο λογικό βήμα είναι να επιλέξουμε την πολιτική που θα το διατηρήσει ακέραιο. Καταρχάς και πρωτίστως η Ελλάδα δεν πρέπει να εγκαταλείψει το ευρώ. Όπως διαπίστωσε η Αργεντινή όταν εγκατέλειψε τη σύνδεση του πέσο με το δολάριο, το κόστος της μετάβασης από το ένα νομισματικό καθεστώς στο άλλο είναι τεράστιο και τα οφέλη αβέβαια. Θα σαρωθεί ο ελληνικός τραπεζικός τομέας ενώ η μεταφορά των συμβολαίων στο νέο νόμισμα και η δραχμοποίηση των χρηματορροών και των αποθεμάτων θα δημιουργήσει χάος και στα επιδεινώσει την πολιτική αβεβαιότητα.

Η σύγκριση είναι βεβαίως ατελής: η Αργεντινή ανέκαμψε γρήγορα μετά την υποτίμηση και το χρεοστάσιο, όμως δεν είχε εγκαταλείψει ποτέ το νόμισμα της. Ακόμη πιο σημαντικό ήταν το ότι κατάφερε να μηδενίσει το δημόσιο έλλειμμα εφαρμόζοντας καθεστώς δημοσιονομικής πειθαρχίας για πολλά χρόνια. Η σύνδεση του πέσο με το δολάριο ήταν επίσης μια μονομερής κίνηση από την πλευρά της Αργεντινής και δεν διέθετε καμία εξωτερική στήριξη. Αντίθετα η Ελλάδα είναι πλήρες μέλος ενός πολυμερούς σχεδίου και έχει κάθε δικαίωμα να ζητά στήριξη και βοήθεια προκειμένου να παραμείνει στο ευρώ.

Αλλά είναι ρεαλιστικό να περιμένουμε τη στήριξη της Ελλάδας; Θα πρέπει και όχι μόνο για λόγους ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα προκαλέσει τρομακτική μόλυνση στην Ευρωζώνη και θα ενισχύσει τις πιθανότητες κατάρρευσης του ενιαίου νομίσματος αποδεικνύοντας στην πράξη την απροθυμία της Ευρώπης να πληρώσει για το πολιτικό της εγχείρημα.

Κατά συνέπεια η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει στο ευρώ και να ζητήσει τρεις παραχωρήσεις από την Ευρώπη.

• Πρώτον, τη χαλάρωση των πολιτικά μη βιώσιμων συνθηκών λιτότητας.

• Δεύτερον, δημοσιονομικές μεταβιβάσεις για την ενίσχυση της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας.

• Τρίτον, περαιτέρω διαγραφή του ελληνικού χρέους.

Σε ό,τι αφορά την ανταγωνιστικότητα, από τη στιγμή που δεν έχουμε τη δυνατότητα προσαρμογής μέσω αλλαγής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, οι ενδοενωσιακές μεταβιβάσεις πρέπει να στοχεύουν στη μείωση του κόστους παραγωγής. Δεδομένης της πολιτικής αδυναμίας για περαιτέρω περικοπές μισθών, απαιτείται μια προσωρινή επιδότηση των μισθών που θα χρηματοδοτηθεί εν μέρει από εξωτερικούς πόρους μέχρι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις να αυξήσουν την παραγωγικότητα. Τα μέτρα αυτά, σε συνδυασμό με δημόσιες επενδύσεις που θα αναλάβει να χρηματοδοτήσει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, μπορούν να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα σε κάποιο εύλογο χρονικό διάστημα.

Σε ό,τι αφορά την περαιτέρω διαγραφή μέρους του ελληνικού χρέους, η Ελλάδα θα πρέπει να αναβάλει την εξυπηρέτηση του χρέους της προς τον δημόσιο τομέα προκειμένου να εξισορροπήσει την αδικαιολόγητα προνομιακή μεταχείριση που εξασφάλισαν οι επίσημοι πιστωτές στο ελληνικό PSI σε βάρος του ιδιωτικού τομέα.

Όλα αυτά προφανώς δεν σημαίνουν πως η Ελλάδα δεν θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της σε ό,τι αφορά τις μεταρρυθμίσεις και τη δημοσιονομική προσαρμογή με κάποιους λογικούς ρυθμούς. Η λιτότητα γίνεται πολύ πιο εύκολα αποδεκτή από τη στιγμή που αρχίζει η ανάκαμψη. Στην Αργεντινή το δημόσιο έλλειμμα μηδενίστηκε μόνο από τη στιγμή που αποκαταστάθηκε η ανάκαμψη.

Όλα αυτά είναι επιθυμητά – αλλά είναι και εφικτά; Αυτό εξαρτάται από την πολιτική βούληση. Η Γερμανία μπορεί να μην είναι διατεθειμένη να επιχορηγήσει την ελληνική αγορά απασχόλησης – ούτε καν προσωρινά. Το ελληνικό πολιτικό σκηνικό θα μπορούσε να τιναχτεί στον αέρα. Οικονομικά ο μέγιστος κίνδυνος έγκειται σε ένα μολυσματικό bank run – μια μαζική απόθεση καταθέσεων. Στην Ελλάδα δεν είδαμε ακόμα παρόμοια δυναμική, όμως συνολικά οι ελληνικές τράπεζες έχουν χάσει περισσότερες καταθέσεις από ό,τι η Αργεντινή όταν έβαλε το ‘κοραλίτο’ – τους περιορισμούς στην απόσυρση καταθέσεων που οδήγησαν εν τέλει στην ανατροπή της κυβέρνησης. Θα λέγαμε ότι ο χρόνος εξαντλείται.

Το ευρώ μπορεί ακόμη να σωθεί αν μοιραστούν εύλογα τα βάρη. Όλοι έχουν τον ίδιο στόχο. Οι Έλληνες θέλουν να παραμείνουν στην Ευρωζώνη αλλά δεν θέλουν πια να κάνουν ό,τι κι αν χρειαστεί γι’ αυτό, γιατί αυτό που χρειάζεται σήμερα έχει γίνει υπερβολικό. Οι Γερμανοί θέλουν να επιβιώσει το ευρώ αλλά δεν θέλουν να πληρώσουν το λογαριασμό. Αν Έλληνες και Γερμανοί συμβιβαστούν, το ευρώ έχει μεγαλύτερες πιθανότητες επιβίωσης.

Ο Μάριο Μπλέγιερ είναι πρώην κεντρικός τραπεζίτης της Αργεντινής. 
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!