Η δεύτερη είναι να τους περιμαζέψει κάποιος από το δρόμο και να τους φέρει στις γκαλερί και στα μουσεία. Και η τρίτη να φύγουν από τα μουσεία για να ξαναγυρίσουν στους δρόμους, οι οποίοι όμως αλλάζουν πια status και αντιμετωπίζονται ως μουσεία.
Η μεγάλη πλειονότητα των street artists ακολουθεί την πρώτη πιθανή πορεία.
Το έργο τους θα έπρεπε να εντάσσεται στο πολύ ευρύ κεφάλαιο: «σύγχρονη λαϊκή τέχνη» και έχει ένα χαρακτηριστικό πολύ ανάλογο με εκείνο που καθορίζει την μουσική ρέγγε: υπάρχει όντως πάντα κάτι καινούργιο να δείξουν, αλλά αυτό μοιάζει τόσο πολύ με το προηγούμενο που έδειξαν, ώστε δεν μπορεί να διακρίνει κάποιος τη διαφορά, πέραν εκείνων που το έφτιαξαν και των φίλων τους.
Την δεύτερη πιθανή πορεία εξέλιξης ακολουθούν πολύ λίγοι street artists. Η είσοδος τους όμως στις γκαλερί και στα μουσεία δημιουργεί μια τρελή «υπεραξία» (καλλιτεχνική και εμπράγματη) των έργων τους, η οποία εξωθεί τελικά τους ίδιους σε έναν αυτοπεριορισμό. Με έναν τρόπο τούς κάνει να γίνονται πιο «θεσμικοί» καλλιτέχνες και το ίδιο το έργο τους αρχίζει να γέρνει προς τη «λογιοσύνη». Συνήθως στη φάση αυτή χάνει κάτι από την όποια σπιρτάδα και ευστοχία του.
Στην τρίτη κατηγορία εξέλιξης περιλαμβάνονται ελάχιστοι street artists και είναι όλοι σταρ στο είδος τους. Ένας από αυτούς, ο οποίος παραμένει λιγότερο γνωστός στο πλατύτερο ελληνικό κοινό είναι ο El Mac. Γεννήθηκε το 1980 στο Los Angeles και είναι αυτό που θα λέγαμε «αυτοδημιούργητος», με την έννοια ότι οργάνωσε μόνος του την καλλιτεχνική παιδεία του, μελετώντας ό,τι ο ίδιος επέλεγε. Έτσι, στο έργο του, το οποίο ξεκινά από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, αναγνωρίζει κάποιος ένα παράδοξο κοκτέιλ επιρροών, του οποίου τα δύο πολύ βασικά συστατικά είναι: α) η Μεξικανο-τσιγγάνικη κουλτούρα του Phoenix, Arizonaκαι άλλων περιοχών των ΝΔ ΗΠΑ και β) ευρωπαίοι ζωγράφοι σαν τους Caravaggio, Vermeer και Μucha.
Γενικότερα όμως, επειδή το ενδιαφέρον του για τους ευρωπαίους μεγάλους μαιτρ δεν περιοριζόταν μόνο στους τρεις παραπάνω, η πρώτη μεγάλη ευκαιρία που του δόθηκε για να αναδειχθεί ήταν το 2003, από μουσείο της πόλης Bruges στο Βέλγιο, το οποίο του ανέθεσε να φτιάξει τις δικές του εκδοχές γνωστών έργων ζωγράφων της Φλαμανδικής Σχολής.
Έκτοτε ο El Mac έγινε «παγκόσμιος» καλλιτέχνης, παρά το ότι τα τελευταία χρόνια «μεγαλουργεί» στις ιδιαίτερες πατρίδες του: το Phoenix και το Los Angeles.
Τι κάνει την τέχνη του τόσο ξεχωριστή και αγαπητή στο κοινό; Η απάντηση είναι η «έρευνα» που ο ίδιος έκανε για το πώς θα καταφέρει να δώσει ένα όσο το δυνατόν πιο φωτορεαλιστικό αποτέλεσμα στα grafittis του, το οποίο όμως φέρει ξεκάθαρα γραφιστικά στοιχεία στην απεικόνιση, καθώς και αναγνωρίσιμες αναφορές στους κατά την φαντασία του δασκάλους του μεγάλους ζωγράφους των παλαιών εποχών.
Τα τελευταία χρόνια κάθε νέο του έργο αποτελεί γεγονός για την πόλη στην οποία φτιάχνεται και του παρέχεται κάθε υλικοτεχνική υποδομή για να μπορεί να αυτοσυγκεντρώνεται καλύτερα στη δουλειά του. Και φυσικά με την ολοκλήρωση αρχίζουν και οι σχετικοί πανηγυρισμοί σαν η πόλη να απόκτησε κάποιο νέο μουσείο.
Ο El Mac συνεργάζεται εδώ και μερικά χρόνια με έναν άλλο σταρ της street art , τον Retna του οποίου η μεγάλη «σπεσιαλιτέ» είναι τα «γεμίσματα»- δηλαδή, το να συμπληρώνει το φόντο των προσωπογραφιών του El Mac. Η τέχνη του Retna είναι πολύ πιο γραφιστική, αλλά εξίσου αξιοθαύμαστη, τόσο για τη σύλληψη των μοτίβων του, όσο και για την αριστοτεχνική απόδοσή τους στις δύσκολες επιφάνειες εργασίας που είναι οι τοίχοι.
Και τι είναι αυτό πέρα από την τελειοθηρία της εικόνας που κάνει αυτό το δίδυμο τόσο επιτυχημένο; Η απάντηση εδώ είναι απλή και με ένα τρόπο ελαφρώς υποτιμητική για τον μέσο όρο της street art: το έργο των El Mac και Retna δεν «μπεμπεκίζει». Αυτό που θέλει να πει το λέει ευθέως, χωρίς περιστροφές και χωρίς τσιριμόνιες και δήθεν «ανατρεπτικές» φιοριτούρες. Δεν τα χρειάζεται άλλωστε αυτά, γιατί είναι στην ουσία του σκληρό.