Γράφει ο Χρήστος Ηλιόπουλος, φιλόλογος – ιστορικός
Eδώ και δύο χρόνια βάλατε τη χώρα μου «στο γύψο». Σβήσατε με ένα τεράστιο σφουγγάρι το γέλιο. Κλέψατε την ελπίδα.Κλέψατε την αξιοπρέπειά μου. Ξέρετε, είχα μάθει να ζω με αυτήν, γι’ αυτήν, από αυτήν. Οι φίλοι μου με αγαπούσαν γι’ αυτό. Οι εχθροί μου με σέβονταν, αν και το ότι ήμουν αξιοπρεπής έκανε τους δεύτερους να είναι πολύ λιγότεροι από τους πρώτους…
΄Ημουν άφοβος. Και τώρα προσπαθώ να είμαι. Απλώς, τώρα με μεγαλύτερη δυσκολία. Γιατί υψώσατε γύρω μου μορμολύκεια και απειλές.
Είχα γνώση των λέξεων. Το σημαίνον και το σημαινόμενο ήταν πιασμένα χέρι με χέρι στο μυαλό μου. Τώρα τις βάλατε να τσακωθούν με τον εαυτό τους… Αρχίζουν να βεβηλώνονται και οι πιο ιερές. Αυτές, που οι δάσκαλοί μου απ’ το δημοτικό μου έμαθαν να υπερασπίζομαι με τίμημα ακόμα και τη ζωή μου. ΄Οπως εκείνη που προφέρεται «δημοκρατία»… ΄Εχω την τιμή να κατάγομαι από τον τόπο που τη γέννησε αλλά, πιστέψτε με, οπουδήποτε να είχε γεννηθεί πάλι θα την αγαπούσα… Απλώς, ναι, το ομολογώ, θα ζήλευα λίγο εκείνους που την επινόησαν και την πρωτογεύθηκαν, σαν το όμορφο έργο τέχνης που το θαυμάζεις και συνάμα θα ήθελες εσύ να το έχεις φιλοτεχνήσει…
Αγαπούσα τη χώρα μου. Την υπηρέτησα πρώτα ως στρατιώτης και μετά ως πολίτης... Τώρα επιδιώκετε να μου περάσετε το μήνυμα ότι η λέξη «πατρίδα» δεν είναι δα και κανένα θέσφατο. Η εθνική κυριαρχία, για την οποία έχυσαν το αίμα τους εκείνα τα ελληνόπουλα στα βουνά της Αλβανίας πριν από εβδομήντα χρόνια, είναι κάτι «σχετικό»… Αφήσατε να μολύνουν τη σημαία της οι νοσταλγοί της σβάστικας και του μίσους γιατί αποδειχτήκατε ανίκανοί – μάλλον απρόθυμοι – να επιλύσετε τα σοβαρά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας με την άσκηση σοβαρής πολιτικής, ειδικά όσον αφορά το μείζον θέμα της μετανάστευσης.
Αγαπούσα τους γονείς, τους δασκάλους μου. Μου δίδαξαν, συχνά με το ζωντανό παράδειγμά τους, τιμή και υπερηφάνεια. Σεβασμό για την ανθρώπινη ζωή. Μου έμαθαν ότι και ο άδικος θάνατος ενός ανθρώπου είναι λόγος να συντρίβεσαι. Τώρα μου λέτε ότι το να αυτοκτονούν είκοσι συνάνθρωποί μου την ημέρα, οφείλεται σε λόγους προσωπικούς που δε σχετίζονται με την κρίση που προκάλεσαν τα λάθη σας… ΄Ηταν, βλέπεις, όλοι αυτοί κάποιοι αδύναμοι χαρακτήρες… Φτάσατε μάλιστα να δηλώνετε κυνικά ότι, αν δεν είχε ξεκινήσει το έπος της «μνημονιάδας» για το δύσμοιρο αυτό τόπο - ανίκανοι, τιποτένιοι, πρωθυπουργεύοντες και υπουργεύοντες, αρχολίπαροι και ματαιόδοξοι διαχειριστές της εξουσίας – θα είχαμε πολλαπλάσιους θανάτους… Πάψτε επιτέλους τέτοιες μακάβριες συγκρίσεις, που θυμίζουν χειρίστης ποιότητας μαύρη κωμωδία…!
Μπορεί κάποια στιγμή και να βρω τη δύναμη να συγχωρήσω. Κάποια στιγμή… Τώρα ακόμα συλλαμβάνομαι αδύναμος και ζητώ συγγνώμη γι’ αυτό. Αλλά δε θα ξεχάσω. Ποτέ δε θα ξεχάσω. Τα δύο τελευταία χρόνια που μου κλέψατε και εκείνα που θα μου κλέψετε. Δε λησμονώ τον ψυχικό πόνο που μου προκαλέσατε, τα θλιμμένα πρόσωπα των μαθητών μου – ναι, είμαι ένας εκπαιδευτικός στην Ιεράπετρα της λεβεντογέννας Κρήτης και νιώθω υπερήφανος γι’ αυτό, όσο και αν με απαξιώσατε – τους συνανθρώπους μου που οδηγήσατε στην αυτοκτονία. Τον πόνο της μάνας που μεγάλωσε αυτούς τους ανθρώπους. Τον πόνο του φίλου που έχασε τη δουλειά του και που ξαφνικά κάποιοι τον έπεισαν ότι είναι ένοχος για τις δικές σας ανεπάρκειες…
Και όσο δεν ξεχνώ Θα με βρίσκετε απέναντι, κύριοι νομείς της εξουσίας, ανεξαρτήτως χρώματος, εγχώριοι και ξένοι, όταν κάνετε το λάθος ή, ακόμα χειρότερα, όταν λειτουργείτε με δόλο. Θα με βρίσκετε απέναντι. Για την τιμή, την αξιοπρέπεια, τον ανθρωπισμό και το δίκιο! ΄Οσο ζω, όσο αναπνέω και όσο έχω τη δύναμη να σφίγγω τη γροθιά.
Μια γροθιά δυνατή και ρωμαλέα που κρύβει μισή φέτα ψωμί και ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, για να σου το χαρίσει πατρίδα μου Ελλάδα…
Ιεράπετρα.