Η Δημοκρατική Αριστερά προεκλογικώς υπογράμμισε σε όλους τους τόνους ότι δεν θα επιτρέψει η χώρα να μείνει ακυβέρνητη, εκπέμποντας μήνυμα διαθεσιμότητας για συνεργασία με τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ, στη βάση προγραμματικών συγκλίσεων – για αυτόν τον λόγο η ΔΗΜΑΡ προεκλογικά κατέθεσε τις 7 θέσεις ως βάση συζήτησης.
Ωστόσο, ο προβληματισμός απλώθηκε στο κόμμα, όταν διαφάνηκε ότι από την κάλπη της 17ης Ιουνίου προέκυπτε, αριθμητικώς, κυβέρνηση Ν.Δ. - ΠΑΣΟΚ, η οποία όμως είχε σαθρά πολιτικά και κοινωνικά θεμέλια.
Το κυρίαρχο ερώτημα «πάλι οι ίδιοι θα μας κυβερνήσουν και θα πάνε να διαπραγματευθούν με τους εταίρους;» ήδη από το πρωί της Δευτέρας διαμόρφωσε ένα κλίμα πίεσης στο πρόσωπο του Φώτη Κουβέλη κυρίως (όπως και στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά για άλλους λόγους), ο οποίος προεκλογικά είχε δεσμευθεί και για κάτι ακόμη: να συμβάλει ώστε το περιεχόμενο της πολιτικής της νέας κυβέρνησης να έχει προοδευτικό πρόσημο.
Στο μεταξύ, τα στελέχη της ΔΗΜΑΡ εκδήλωναν την ανησυχία τους για το γεγονός της μη αναφοράς από τον Αντώνη Σαμαρά του όρου «επαναδιαπραγμάτευση» στο πλαίσιο της δήλωσής του για το αποτέλεσμα, το βράδυ της Κυριακής. Στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής τη Δευτέρα εκδηλώθηκαν ενστάσεις κιεπιφυλάξεις από μερίδα στελεχών που επισήμαιναν ότι εφόσον υπάρχει δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης η Δημοκρατική Αριστερά δεν θα έπρεπε να συμπράξει διακινδυνεύοντας τη φθορά της, αλλά να ασκήσει προγραμματική αντιπολίτευση. Όσο για το επιχείρημα ότι το κύριο βάρος της αντιπολίτευσης θα σηκωθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ, αντέτειναν ότι, παρά την ενίσχυση του τελευταίου στις εκλογές, σε συνθήκες πόλωσης η ΔΗΜΑΡ συγκράτησε τις δυνάμεις της και δεν συμπιέστηκε ουσιαστικά (αν και σημείωσε μικρή αύξηση του ποσοστού της – 6,2% έναντι 6,11% –, είχε μικρή απώλεια ψήφων και 2 εδρών).
Από την άλλη, το – πιο ενισχυμένο – ρεύμα της «κυβερνώσας Αριστεράς» έκανε την εκτίμηση ότι η Δημοκρατική Αριστερά μπορεί να συμβάλει αποτελεσματικότερα στην επίλυση των κοινωνικών αδιεξόδων με τη συμμετοχή της παρά από τη θέση της αντιπολίτευσης.
Στη βάση της θέσης ότι «λευκή εξουσιοδότηση και λευκή επιταγή είναι προφανές ότι η Δημοκρατική Αριστερά δεν δίνει», ο Κουβέλης μετά και από ομόφωνη απόφαση της Κ.Ε. επί της σχετικής εισήγησής του προσήλθε στη συνάντηση με τον Σαμαρά θέτοντας τα προγραμματικά ζητήματα επί τάπητος και δευτερευόντως το ζήτημα των φερέγγυων προσώπων. Μετά τη συνάντηση με τον Βενιζέλο το πρωί της Τρίτης ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ εξέπεμψε μήνυμα ότι οι διεργασίες για τον σχηματισμό κυβέρνησης επιταχύνονται.
Το βράδυ της Τρίτης, και με γνώμονα τη συνοχή του κόμματος, ο Φώτης Κουβέλης στην Κεντρική Επιτροπή, η οποία συνεδρίασε εκ νέου προκειμένου να λάβει την τελική της απόφαση, κατέθεσε εισήγηση με κεντρικό άξονα τη στήριξη με ψήφο εμπιστοσύνης χωρίς τη συμμετοχή στελεχών του κόμματος ή της Κ.Ο. και στη βάση προγραμματικής συμφωνίας. Άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο συμβολής με πρόσωπα του ευρύτερου χώρου της Ανανεωτικής Αριστεράς που έχουν αναφορές στη ΔΗΜΑΡ, ενώ ενώπιον των στελεχών της Κ.Ε. επιχειρηματολόγησε υπέρ του να είναι η ΔΗΜΑΡ «μέρος της λύσης» και να αναλάβει ρόλο«αντιμνημονιακής συνιστώσας» στην υπό διαμόρφωση κυβέρνηση. Η εισήγησή του εγκρίθηκε κατά ευρεία πλειοψηφία (έλαβε περίπου το 70% των ψήφων) ενώ μειοψήφησε η άποψη της μη συμμετοχής (17 στελέχη της Κ.Ε. τάχθηκαν υπέρ της πρότασης των Μπαγεώργου, Νεφελούδη, Ζορκάδη, Σταυρόπουλου) καθώς και η πρόταση της Μαρίας Ρεπούση για ψήφο ανοχής (8 στελέχη της Κ.Ε.).
Η απόφαση του Φώτη Κουβέλη φαίνεται να διαπνέεται και από την αισιοδοξία ότι τυχόν βελτίωση του χαρακτήρα της κυβέρνησης συνεργασίας θα μπορέσει να την πιστωθεί το κόμμα του, κατοχυρώνοντας καλύτερη θέση στη συνείδηση της κοινωνίας και στο υπό αναδιάταξη πολιτικό σκηνικό.