ανήκαν σε ένα είδος που ζούσε επί χιλιετίες στην ήπειρο, μέχρι την εμφάνιση των πρώτων ανθρώπων, οπότε και εξαφανίστηκε.
Το "νεκροταφείο" αυτό, σε μια απομονωμένη, ερημική ζώνη του Κουίνσλαντ, περιείχε περίπου είκοσι σκελετούς, μεταξύ των οποίων και ενός ιδιαίτερα εντυπωσιακού είδους ζώου, το σαγόνι του οποίου έφτανε σε μήκος τα 70 εκατοστά. Ο σκελετός του "Κένι", όπως τον βάφτισαν οι επιστήμονες, είναι διατηρημένος σε πολύ καλή κατάσταση, δήλωσε ο επικεφαλής των ερευνητών Σκοτ Χόκναλ, του Μουσείου του Κουίνσλαντ στο Μπρισμπέιν.
Σύμφωνα με τον Χόκναλ η ανακάλυψη αυτή μπορεί να παράσχει πολύτιμες πληροφορίες για τον τρόπο ζωής αλλά κυρίως για το πώς εξαφανίστηκαν αυτά τα τεράστια διπρωτόδοντα -- όπως ονομάζεται η τάξη στην οποία ανήκουν οι γιγαντιαίοι φασκωλόμυες. "Είναι πραγματικό χρυσωρυχείο για τους παλαιοντολόγους, μπορούμε να δούμε τι έκαναν, πώς ζούσαν αυτά τα μεταθηρία. Με τόσα πολλά απολιθώματα, έχουμε τη μοναδική ευκαιρία να παρατηρήσουμε τα ζώα αυτά στο περιβάλλον τους. Μπορούμε κατά κάποιο τρόπο να το αναπαραστήσουμε", δήλωσε ο Αυστραλός ερευνητής.
Τα ζώα αυτά ήταν φυτοφάγα και, όπως είπε ο Χόκναλ, έμοιαζαν σαν διασταύρωση αρκούδας με έναν σημερινό φασκωλόμυ (τον αποκαλούμενο και γουόμπατ). Είχαν όμως μέγεθος ρινόκερου και ο μάρσιπός τους ήταν τόσο μεγάλος που χωρούσε άνετα έναν άνθρωπο.
Τα διπρωτόδοντα, που έφταναν σε βάρος ακόμη και τους 2,8 τόνους, είναι τα μεγαλύτερα μαρσιποφόρα που έζησαν ποτέ στη Γη. Εκτιμάται ότι εξαφανίστηκαν πριν από 50.000 χρόνια, στο τέλος του Πλειστόκαινου, όταν έκαναν την εμφάνισή τους στην Αυστραλία οι πρώτες φυλές ιθαγενών.
Απόγονοί τους είναι τα κοάλα και τα σημερινά γουόμπατ, που όμως είναι πολύ πιο μικρά σε μέγεθος: Ζυγίζουν 20-35 κιλά και φτάνουν σε μήκος το ένα μέτρο. Ζουν κυρίως στη νοτιοανατολική Αυστραλία, στην Τασμανία, και σε μια προστατευμένη περιοχή στο κεντρικό Κουίνσλαντ.