Η ενσωμάτωση των οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) με τυπικό νόμο και εν γένει η ορθή προσαρμογή του εθνικού δικαίου στο δίκαιο της Ε.Ε. προϋποθέτει την...
τήρηση ειδικών νομοτεχνικών αρχών, ιδίως για την έγκαιρη και ορθή προσαρμογή του εθνικού δικαίου στο δίκαιο της Ένωσης. Επίσης, η τήρηση των ειδικών νομοτεχνικών αρχών καθιστά ευχερή την τροποποίηση των ισχυουσών διατάξεων, όταν τροποποιούνται οι οδηγίες και οι λοιπές νομοθετικές πράξεις των οργάνων της Ε.Ε.
Ο κανονισμός, ο οποίος εκδίδεται είτε από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης από κοινού με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, είτε μόνο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, είναι μια γενική και δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της πράξη.
Σε αντίθεση με τις οδηγίες, που απευθύνονται στα κράτη μέλη, και τις αποφάσεις, που έχουν συγκεκριμένους αποδέκτες, ο κανονισμός απευθύνεται προς όλους.
Έχει άμεση εφαρμογή, δηλαδή δημιουργεί νομοθεσία που ισχύει άμεσα σε όλα τα κράτη μέλη, όπως ακριβώς οι εθνικοί νόμοι, χωρίς καμία άλλη παρέμβαση από τις εθνικές αρχές.
Η οδηγία ανήκει στο παράγωγο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Επομένως, εγκρίνεται από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα δυνάμει των ιδρυτικών Συνθηκών. Αφού εγκριθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η οδηγία πρέπει στη συνέχεια να μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών.
Η οδηγία χαρακτηρίζεται από την ευελιξία της χρήσης της: εγκαθιδρύει μια υποχρέωση αποτελέσματος αλλά αφήνει ελεύθερα τα κράτη μέλη όσον αφορά τα μέσα που θα χρησιμοποιήσουν για να το επιτύχουν.
1)Δεσμευτικότητα του ελληνικού κειμένου της οδηγίας:
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Κανονισμού αριθ. 1 της 15ης Απριλίου 1958, όπως τροποποιήθηκε με τον Κανονισμό 920/2005 του Συμβουλίου (L 156/18.6.2005), η ελληνική αποτελεί επίσημη γλώσσα της Ένωσης καθώς και γλώσσα εργασίας των οργάνων της Ένωσης. Κατά συνέπεια, το κείμενο της οδηγίας, όπως διατυπώνεται στην ελληνική γλώσσα, είναι πλήρως δεσμευτικό για τον εθνικό νομοθέτη και η προσαρμογή στο δίκαιο της Ένωσης πρέπει να έχει ως βάση το κείμενο αυτό. Αν υπάρχουν αμφιβολίες για τον επιδιωκόμενο από την οδηγία σκοπό, πρέπει να εξετάζεται και το κείμενο της οδηγίας σε άλλες γλώσσες για την αποσαφήνιση του σκοπού της.
2)Αυτούσια, κατ’αρχήν, υιοθέτηση του κειμένου της οδηγίας:
Αν δεν παρέχεται από την οδηγία κανένα περιθώριο διαφορετικής εκτίμησης ή ευχέρειας στα κράτη μέλη, ακολουθείται επακριβώς η διατύπωση του κειμένου των άρθρων της οδηγίας και, αν είναι εφικτό, διατηρείται η σειρά, η δομή και η αρίθμηση των άρθρων της οδηγίας στο σχετικό νομοσχέδιο.
Επίσης, οι διατάξεις μιας οδηγίας πρέπει να εφαρμόζονται μέσω κανόνων αναμφισβήτητης δεσμευτικότητας, με την απαιτούμενη εξειδίκευση, ακρίβεια και σαφήνεια, ώστε να πληρούται η απαίτηση της ασφάλειας δικαίου, η οποία επιβάλλει, στην περίπτωση κατά την οποία μια οδηγία αποβλέπει στη γένεση δικαιωμάτων για τους ιδιώτες, να μπορούν οι δικαιούχοι να έχουν πλήρη γνώση των δικαιωμάτων τους.
Σε κάθε, πάντως, περίπτωση η ορθή προσαρμογή του εθνικού δικαίου προϋποθέτει την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας με επαρκώς σαφή και συγκεκριμένο τρόπο. Για την εξακρίβωση της ορθής μεταφοράς οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, πρέπει πάντοτε να εκτιμάται η χρησιμότητα του μέτρου μεταφοράς στο σύνολό του και να εξετάζεται αν όντως επιτυγχάνονται οι ειδικοί σκοποί της οδηγίας.
Ως εκ τούτου, πρέπει να αναζητείται ο σκοπός της οδηγίας όχι μόνο από το κείμενο αλλά και από τα προπαρασκευαστικά έγγραφα τα οποία υπάρχουν στη σχετική ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για το λόγο αυτό, αν κατά την κρίση του συντάκτη του νομοσχεδίου, όρος οδηγίας δεν έχει αποδοθεί ορθώς στο πρωτότυπο ελληνικό κείμενο της οδηγίας, επιτρέπεται, στην εξαιρετική αυτή περίπτωση, να παρατίθεται σε παρένθεση δίπλα στον πιο πάνω όρο και ο αντίστοιχος ή οι αντίστοιχοι ξενόγλωσσοι όροι με βάση τη διατύπωση της οδηγίας σε άλλη επίσημη γλώσσα της Ε.Ε.
3)Μέτρα εφαρμογής:
Αντιθέτως, αν η οδηγία δεν εισάγει πλήρη ουσιαστική ή διαδικαστική ρύθμιση, αλλά επιβάλλει ή παρέχει την ευχέρεια στα κράτη μέλη να λάβουν τα ίδια τα αναγκαία μέτρα (τέτοιες διατάξεις είναι και αυτές που εισάγονται συνήθως με τη φράση «τα κράτη μέλη μεριμνούν»), η αντιγραφή στον εθνικό νόμο αυτούσιου του κειμένου της οδηγίας -το οποίο σ’ αυτήν την περίπτωση καθορίζει απλώς το γενικό πλαίσιο στο οποίο θα πρέπει να κινηθεί η εθνική ρύθμιση- δεν συνιστά εκπλήρωση της υποχρέωσης για ορθή μεταφορά της οδηγίας. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να θεσπιστούν εκείνα τα μέτρα τα οποία, κατά την κρίση του νομοθέτη, διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της οδηγίας.
Εξάλλου, όταν υπάρχει ήδη εθνικό κανονιστικό πλαίσιο, πρέπει να εξετάζεται αν το πλαίσιο αυτό είναι πλήρως συμβατό με την οδηγία και, αν συντρέχει περίπτωση, να τροποποιείται καταλλήλως. Πάντως, και στην περίπτωση αυτή, αν τροποποιείται το υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο, τα αντίστοιχα άρθρα της οδηγίας πρέπει να τίθενται σε παρένθεση στον τίτλο των άρθρων.
4)Υποχρεώσεις που επιβάλλονται σε όργανα της Ε.Ε.:
Επισημαίνεται ότι διατάξεις οδηγιών με τις οποίες επιβάλλονται υποχρεώσεις σε όργανα της Ε.Ε. δεν πρέπει να μεταφέρονται στο εθνικό δίκαιο. Η αντιγραφή των διατάξεων αυτών της οδηγίας στο νομοσχέδιο αποτελεί νομικό σφάλμα.
5) Ειδικές νομοτεχνικές αρχές:
Σκοπός του νόμου και δομή του νομοσχεδίου
Αν επιλεγεί η ενσωμάτωση οδηγίας στο εθνικό δίκαιο με την μορφή του τυπικού νόμου, το σχετικό νομοσχέδιο πρέπει να είναι ειδικό και να αφορά μόνον κανόνες δικαίου που τίθενται για την προσαρμογή σε διατάξεις της οδηγίας.
Σκοπός του νόμου:
Στο πρώτο άρθρο του νομοσχεδίου πρέπει να περιγράφονται το αντικείμενο και ο σκοπός του νόμου και να γίνεται μνεία της οδηγίας, προς τις διατάξεις της οποίας επιχειρείται η προσαρμογή του εθνικού δικαίου.
Δομή του νομοσχεδίου:
Εξάλλου, αν συντρέχει περίπτωση, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της οδηγίας, οι διατάξεις του νομοσχεδίου πρέπει να χωρίζονται από νομοτεχνική άποψη σε δύο τμήματα, ενώ αν το νομοσχέδιο περιλαμβάνει, κατ’εξαίρεση, και διατάξεις οι οποίες δεν θεσπίζονται για την προσαρμογή στο δίκαιο της Ε.Ε., τότε το νομοσχέδιο πρέπει να αποτελείται από τρία διακεκριμένα τμήματα, με την ακόλουθη κατάστρωση:
1.πρώτο μέρος: διατάξεις που τίθενται για την προσαρμογή σε διατάξεις της οδηγίας, οι οποίες έχουν αυτάρκεια κατά το κανονιστικό τους μέρος και δεν προβλέπουν τη λήψη μέτρων από τα κράτη-μέλη (πεδίο εφαρμογής, ορισμοί, ουσιαστικές ρυθμίσεις)
2.δεύτερο μέρος: διατάξεις οι οποίες θεσπίζονται το πρώτον από το νομοθέτη ως μέτρα συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις της οδηγίας, όπως τα όργανα, οι αρμοδιότητες των οργάνων και οι κυρώσεις. Επισημαίνεται ότι οι διατάξεις αυτές είναι αναγκαίες για την πληρότητα της προσαρμογής του εθνικού δικαίου προς το δίκαιο της Ένωσης.
3.τρίτο μέρος: διατάξεις οι οποίες τίθενται ασύνδετα προς την οδηγία και θεσπίζονται για λόγους ενότητας του δικαίου, ή διατάξεις οι οποίες ρυθμίζουν διαφορετικό αντικείμενο μη σχετιζόμενο με την υποχρέωση προσαρμογής του εθνικού δικαίου. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να μνημονεύεται στον τίτλο ότι το νομοσχέδιο περιλαμβάνει και άλλες διατάξεις («Προσαρμογή… και άλλες διατάξεις»), για να μη δημιουργείται σύγχυση ότι αυτές επιβάλλονται καταπαίτηση της Οδηγίας και αντιστοιχούν στο κείμενό της.
Τίτλοι με τα άρθρα της οδηγίας: Κάθε άρθρο του νομοσχεδίου, με το οποίο μεταφέρεται οδηγία της Ε.Ε. στην εθνική έννομη τάξη, πρέπει να φέρει, μετά τον αριθμό του άρθρου, τίτλο, στον οποίο θα μνημονεύεται το αντίστοιχο άρθρο της οδηγίας ή το άρθρο και η παράγραφος της οδηγίας.
Παραπομπές: Αν οι διατάξεις της οδηγίας παραπέμπουν σε άλλες οδηγίες, η αντίστοιχη διάταξη του νομοσχεδίου πρέπει να παραπέμπει στο νομοθέτημα με το οποίο ενσωματώθηκε η οδηγία αυτή στο εθνικό δίκαιο και μέσα σε παρένθεση να τίθεται η σχετική οδηγία.
Ορολογία: Μετά την κύρωση της Συνθήκης της Λισσαβώνας (ν.3671/2008, Α΄129), οι όροι «των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» και «κοινοτικός» αντικαθίστανται από τους όρους «της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και «της Ένωσης», αντίστοιχα.
Πίνακας αντιστοιχίας: Στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου πρέπει να περιέχεται πίνακας αντιστοιχίας των άρθρων του νομοσχεδίου με τα άρθρα της οδηγίας. Η αντιστοιχία πρέπει να είναι πλήρης και, αν συντρέχει περίπτωση, πρέπει να περιλαμβάνει και υποδιαίρεση των παραγράφων, των περιπτώσεων ή και των εδαφίων του νομοσχεδίου προς τα άρθρα, τις παραγράφους και τις περιπτώσεις της οδηγίας.
Μέτρα εκτέλεσης Κανονισμού: Ο Κανονισμός έχει άμεση ισχύ από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ ή από την πάροδο εικοσαημέρου, κατά περίπτωση, και, επομένως, δεν επιτρέπεται η επανάληψη της ουσιαστικής ρύθμισής του σε εθνική νομοθετική ή κανονιστική διοικητική πράξη. Το ίδιο ισχύει και για τα λαμβανόμενα προς εκτέλεση ή συμπλήρωση του κανονισμού εθνικά μέτρα, τα οποία, επιπλέον, πρέπει να μην εμποδίζουν την άμεση εφαρμογή του Κανονισμού, να μην αποκρύπτουν την κοινοτική φύση του και να ασκούν τη διακριτική εξουσία που τους έχει δώσει ο Κανονισμός, μένοντας ταυτοχρόνως μέσα στα όρια των διατάξεών του.