αυτών να πάθουν έμφραγμα, σύμφωνα με μία νέα δανική επιστημονική έρευνα.
Οι ερευνητές, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο επιστημονικό περιοδικό PLoS ONE, μελέτησαν τις περιπτώσεις άνω των 50.000 ατόμων για μία σχεδόν δεκαετία και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, κατά μέσο όρο, για κάθε δέκα ντεσιμπέλ αυξημένου θορύβου από την οδική κυκλοφορία αυξάνεται κατά 12% ο κίνδυνος εμφράγματος.
«Πιστεύουμε ότι ο θόρυβος από την κίνηση των αυτοκινήτων είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος στη διάρκεια της νύκτας, επειδή διαταράσσει τον ύπνο», δήλωσε η΄επικεφαλής της έρευνας σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο. Αλλά, πρόσθεσε, γενικότερα, σε οποιαδήποτε ώρα του 24ώρου, η έκθεση στον θόρυβο της κυκλοφορίας αυξάνει τις ορμόνες του στρες στον οργανισμό, πράγμα που, με τη σειρά του, αυξάνει τον καρδιολογικό κίνδυνο.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η σχέση ανάμεσα στο θόρυβο και στα προβλήματα για την καρδιά αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου, πέρα από την αυξημένη ατμοσφαιρική μόλυνση που προκαλεί η οδική κυκλοφορία. Μάλιστα, οι ερευνητές εκτιμούν ότι το 4% των συνολικών θανάτων από έμφραγμα στην πατρίδα τους, τη Δανία, προκαλείται από τον θόρυβο της κίνησης των αυτοκινήτων και άλλων οχημάτων.
Οι Δανοί επιστήμονες συστήνουν σε όσους ζουν κοντά σε έντονη οδική κυκλοφορία, να κοιμούνται στο πιο ήσυχο δωμάτιο του σπιτιού τους ή, ακόμα καλύτερα, να μονώσουν το σπίτι τους από τους ήχους του περιβάλλοντος. Μια συμπληρωματική λύση είναι η χρησιμοποίηση σε ορισμένους δρόμους με μεγάλη κίνηση της ασφάλτου χαμηλού θορύβου.
Ο πραγματικός κίνδυνος με το συγκεκριμένο είδος θορύβου, όπως είπε η ερευνήτρια, είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι εξοικειώνονται μαζί του και παύουν να τον συνειδητοποιούν, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει αρνητική επίπτωση στην υγεία τους.
Ο θόρυβος δεν αναγνωρίζεται γενικά από τις κοινωνίες ως κίνδυνος για την υγεία στο βαθμό που πρέπει, όπως επεσήμαναν οι ερευνητές, αν και οι Ευρωπαίοι είναι πιο ευαισθητοποιημένοι στο ζήτημα σε σχέση με άλλες περιοχές της Γης. Μολονότι το πρόβλημα είναι πιο οξύ στις πόλεις, υπάρχουν παρ' όλα αυτά περιπτώσεις που είναι δυνατό να ζει κανείς πολύ ήσυχα σε μία πόλη, αλλά πολύ θορυβωδώς στην επαρχία, ειδικά αν μένει κοντά σε κάποιο κεντρικό δρόμο.
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι ο κίνδυνος για την υγεία αυξάνεται όταν ο θόρυβος ξεπερνά τα 60 ντεσιμπέλ, ενώ η νέα έρευνα δείχνει ότι ο κίνδυνος αυξάνεται σταδιακά ανάμεσα στα 40 και τα 80 ντεσιμπέλ. Δέκα ντεσιμπέλ θορύβου είναι αρκετά για να διακόψουν μία συνομιλία, ενώ 85 ντεσιμπέλ είναι συνήθως το ελάχιστο επίπεδο θορύβου στο οποίο απαιτείται ακουστική προστασία σε ένα εργασιακό περιβάλλον.