Αγωγή είναι το κύριο ένδικο βοήθημα με το οποίο ζητεί κάποιος να υπαχθεί μια διαφορά προς επίλυση στα πολιτικά δικαστήρια.
Πολιτικά Δικαστήρια ονομάζονται τα Δικαστήρια, τα οποία είναι αρμόδια να εκδικάζουν διαφορές Ιδιωτικού Δικαίου, διαφορές δηλαδή μεταξύ ιδιωτών. Ως επί το πλείστον οι διαφορές αυτές είναι Αστικού και Εμπορικού Δικαίου.
Αντιδιαστέλλονται έτσι με τα ποινικά δικαστήρια και τα διοικητικά δικαστήρια. Στην Ελλάδα τα πολιτικά Δικαστήρια είναι:
-Το Ειρηνοδικείο,
-Το Μονομελές και το Πολυμελές Πρωτοδικείο,
-Το Εφετείο,
-Ο Άρειος Πάγος.
Η αγωγή ασκείται με κατάθεσή της στο δικαστήριο προς το οποίο απευθύνεται και με επίδοση σε αυτόν κατά του οποίου στρέφεται. Απλή κατάθεσή της χωρίς επίδοση στον αντίδικο δεν αρκεί για να θεωρηθεί η αγωγή ως ασκηθείσα. Αυτός που την ασκεί ονομάζεται ενάγων και αυτός κατά του οποίου στρέφεται ονομάζεται εναγόμενος (ή καθ ου).
Η επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο γίνεται κατά την Πολιτική Δικονομία με μέριμνα του ενάγοντος: ο τελευταίος, αφού καταθέσει την αγωγή στη Γραμματεία του Δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται και προσδιοριστεί δικάσιμος (ημερομηνία της δίκης), οφείλει να αναθέσει σε δικαστικό επιμελητή της επιλογής του να την επιδώσει στον εναγόμενο μέσα σε ορισμένη προθεσμία πριν τη δικάσιμο.
Ο ενάγων στην αγωγή του οφείλει να κατονομάζει το δικαστήριο προς το οποίο απευθύνεται και τον εναγόμενο. Επίσης οφείλει να εκθέτει με σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζεται η αξίωσή του (ιστορική βάση) και το αίτημά του (αιτητικό). Δεν οφείλει να αναφέρει τις διατάξεις νόμου στις οποίες στηρίζεται η αξίωσή του (νομική βάση)· με βάση την αρχή iura novit curia (ο δικαστής γνωρίζει τους νόμους) το δικαστήριο θα υπαγάγει μόνο του τα πραγματικά περιστατικά στον ορθό κανόνα δικαίου. Στην πράξη πάντως συνήθως αναφέρεται και η νομική διάταξη που θεμελιώνει το δικαίωμα του ενάγοντος. Η αγωγή είναι υποχρεωτικά έγγραφη και υπογράφεται συνήθως από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος, εκτός από τις περιπτώσεις όπου δεν είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο στο δικαστήριο. Προφορικά μπορεί να ασκηθεί αγωγή μόνο κατ εξαίρεσιν σε μικρά ειρηνοδικεία.
Ένδικο βοήθημα ονομάζεται κάθε μέσο που δίνει ο νόμος στον πολίτη, με το οποίο ο τελευταίος μπορεί να προσφύγει στα δικαστήρια. Με το ένδικο βοήθημα ο πολίτης εισάγει μια διαφορά προς κρίση σε ένα δικαστήριο.
Η παροχή ένδικων βοηθημάτων στους πολίτες είναι τμήμα του δικαιώματος δικαστικής προστασίας (δικαστικής ακρόασης) των πολιτών. Οι πολίτες έχουν δικαίωμα να προσφεύγουν σε ανεξάρτητα και αμερόληπτα δικαστήρια για την επίλυση διαφορών τους με το κράτος ή με άλλους πολίτες.
Είδη αγωγής:1.Καταψηφιστική είναι η αγωγή, με την οποία ο ενάγων ζητά να καταδικαστεί ο εναγόμενος σε πράξη ή παράλειψη.
2.Αναγνωριστική είναι η αγωγή, με την οποία ο ενάγων ζητά από το δικαστήριο να διαπιστώσει την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή ενός δικαιώματος.
3.Διαπλαστική είναι η αγωγή με την οποία ο ενάγων ζητά από το δικαστήριο να διαπλάσει (διαμορφώσει) μια έννομη σχέση, η οποία κατά τον νόμο διαμορφώνεται μόνο με δικαστική απόφαση.