Μπορεί στην Ελλάδα να πηγαίνουμε ολοταχώς για τις εκλογές της 17ης Ιουνίου, αλλά στ’ αυτιά μας δεν ηχούν μόνο οι κλαγγές των επικοινωνιακών όπλων που οι δύο μονομάχοι...
(Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ) διασταυρώνουν πολλάκις ημερησίως. Την ίδια ώρα, χωρίς κανείς σχεδόν να δίνει σημασία, εξελίσσεται μια ακόμη κορύφωση της κρίσης στην ευρωζώνη, με την Ισπανία να βρίσκεται για τα καλά στο χείλος του γκρεμού. Ενώ Ιταλία και Κύπρος αγωνιούν.
Στην περίπτωση της Ισπανίας «μνημόνιο» «διάσωσης» δεν αναμένεται να υπάρξει. Το λέει και ο πρωθυπουργός της Μαριάνο Ραχόι. Όχι επειδή ο πιστός εταίρος της Μέρκελ αντιστέκεται στην καγκελάριό του – ποιος έχει τολμήσει για να το κάνει αυτός – αλλά διότι ούτε η Μέρκελ το επιθυμεί.
Τα λεφτά μιας δανειακής σύμβασης μεταξύ Ισπανίας και ευρωμηχανισμών «στήριξης» είναι πάρα πολλά για να τα αντέξουν οι εν λόγω μηχανισμοί, οι οποίοι παραμένουν εν πολλοίς αδύναμοι, σχεδόν διακοσμητικοί. Από την άλλη η ΕΚΤ θεσμικά δεν μπορεί να δανείσει κράτη, ενώ ούτε η ευρωζώνη – και κυρίως η Γερμανία – είναι έτοιμη να το... διανοηθεί.
Πρακτικά η μόνη δυνατότητα επίσημης, νομότυπης και άμεσης «στήριξης» παρέχεται μέσω των ενισχύσεων από την ΕΚΤ προς το ισπανικό τραπεζικό σύστημα, το οποίο μπορεί να λάβει όση «βοήθεια» μπορεί να παράσχει το ευρωσύστημα στη χώρα αυτήν της Ιβηρικής, η οποία πλησιάζει στο όριο της αδυναμίας δανεισμού.
Από την πλευρά της η Γερμανία επιζητεί την πάση θυσία υιοθέτηση και πιστή εφαρμογή του ευρωσυμφώνου... αιώνιας λιτότητας, το οποίο θα στηρίζεται στη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής δημοσιονομικής αρχής, διά της οποίας θα παραχωρηθεί στο Βερολίνο, τις Βρυξέλλες και τη Φραγκφούρτη κάθε έννοια εθνικής κυριαρχίας, ως προϋπόθεση για τη θέσπιση ευρωομολόγου ή / και ενός ενιαίου συστήματος εγγύησης των καταθέσεων, όπως αυτό που προτείνει ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Μάριο Μόντι.
Την αρχή αυτή αποδέχεται και στηρίζει ο Ραχόι, ο οποίος εν τω μεταξύ ελπίζει πως θα μπορέσει να πουλήσει στο εσωτερικό της χώρας του την υποτιθέμενη αντίστασή του στο... «μνημόνιο» – το οποίο άλλωστε, ως μοντέλο, δεν θα έχει... κανέναν λόγο ύπαρξης αν η «δημοσιονομική ενοποίηση» ολοκληρωθεί.
Εν τω μεταξύ, πέντε μέρες μετά τις ελληνικές εκλογές, στις 22 Ιουνίου, ο Μόντι συγκαλεί στη Ρώμη μια μίνι σύνοδο των τεσσάρων ισχυρών οικονομιών της ευρωζώνης σε επίπεδο πρωθυπουργών – Μέρκελ, Ολάντ, Μόντι και Ραχόι – προκειμένου να συζητήσουν για αναστροφή πορείας βασισμένη στην... «ανάπτυξη».
Εκεί η Μέρκελ ετοιμάζεται να καταθέσει τη γνωστή πρόταση έξι σημείων, η οποία, όπως έγραφε Το Ποντίκι στις 31 Μαΐου, «η Μέρκελ ετοιμάζει τον «αντιπερισπασμό» της, με σχέδιο έξι σημείων, που θα παρουσιάσει στη σύνοδο κορυφής, ζητώντας βαθιές δομικές μεταρρυθμίσεις στην Ευρώπη, ώστε να συνδυάσει τη λιτότητα με την ανάπτυξη».
«Το σχέδιό της περιλαμβάνει κυρίως αποκρατικοποιήσεις δημοσίων οργανισμών, αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις και την εκπαίδευση, ειδικές οικονομικές ζώνες, όπως στην Κίνα, και υπηρεσίες προώθησης των ιδιωτικοποιήσεων, όπως αυτές που λειτούργησαν στην άλλοτε Ανατολική Γερμανία – όλα αυτά για “να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα στην Ευρώπη”, αλλά βεβαίως και για να μην... επιμεριστούν τα βάρη των υπερχρεωμένων χωρών!»
Μια εβδομάδα αργότερα έρχεται η επίσημη σύνοδος κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία θα τεθούν στο τραπέζι τα αποτελέσματα της προεργασίας που ήδη θα έχει γίνει στη Ρώμη. Κοινώς η ευρωζώνη προσπαθεί ακόμη μια φορά να ελέγξει την κρίση της χωρίς να αλλάζει κάποιο από τα στοιχεία της «συνταγής» που εφαρμόζει ήδη.
Ευρωκρίση και ελληνικές εκλογές
Σε αυτό το πλαίσιο, το οποίο θα σχηματοποιηθεί αυτόν τον μήνα ερήμην της Ελλάδας, θα γίνουν και οι εκλογές μας. Η απουσία της χώρας μας από τις κρίσιμες ευρωπαϊκές διεργασίες φυσικά δεν είναι έκπληξη – και δεν ευθύνεται γι’ αυτό η επίσημη ακυβερνησία των 70 ημερών εξ αιτίας των δύο εκλογικών αναμετρήσεων.
Αντιθέτως η Ελλάδα, παραδομένη στην επικυριαρχία του ΔΝΤ και της ευρωζώνης, οικειοθελώς παραιτημένη από την κυριαρχία και την ασυλία της ελέω Γ. Παπανδρέου, Γ. Παπακωνσταντίνου και σία, είναι σταθερά απούσα από κάθε είδους διαπραγμάτευση εδώ και τρία χρόνια. Κι ας είναι η χώρα από την οποία όχι μόνο άρχισε επίσημα η ευρωπαϊκή κρίση, αλλά και ένας σοβαρότατος, κατά γενική παραδοχή, «συστημικός κίνδυνος» για την ευρωζώνη.
Ωστόσο, αν και απούσα ως μέρος της διαπραγμάτευσης, η χώρα μας θα ρίχνει τη δική της – όσο μικρή ή όσο μεγάλη – σκιά στις εξελίξεις. Διότι, πέραν των σαρωτικών αλλαγών που έχουν αρχίσει στο εσωτερικό πολιτικό σύστημα και θα συνεχιστούν ανεξαρτήτως του πολιτικού αποτελέσματος, η Ελλάδα παραμένει από πολλές απόψεις ο αδύναμος κρίκος του ευρωσυστήματος.
Άλλωστε, εκτός όλων των ήδη γνωστών προβλημάτων και απειλών που ελλοχεύουν από (και για) την Ελλάδα, ένας νέος, πολύ σοβαρότερος, πονοκέφαλος έχει προστεθεί: η αντίδραση του ελληνικού λαού, ο οποίος φωνάζει με κάθε διαθέσιμο τρόπο ότι δεν αντέχει άλλο και ότι δεν θα είναι για πολύ καιρό διατεθειμένος να ανέχεται την εν ψυχρώ εξόντωσή του. Αλλά ούτε και αυτούς που συνειδητά τον εξοντώνουν.
Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ
Διαβάζοντας, βλέποντας ή ακούγοντας κάποιοι αφελείς τα ελληνικά ΜΜΕ ή τις «εκκλήσεις» - απειλές Ευρωπαίων αξιωματούχων κάθε στάθμης και... υποστάθμης, ίσως πιστεύει ότι το διακύβευμα των εκλογών είναι μια «ευρωπαϊκή» κυβέρνηση που θα αναχαιτίσει τις φανερές και σκοτεινές δυνάμεις της «δραχμής». Οι εν λόγω αφελείς ωστόσο είναι πολύ μακριά νυχτωμένοι.
Κατ’ αρχάς, εκτός του ότι ο «τρισκατάρατος» ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι οπαδός της δραχμής, αλλά βαθύτατα Ευρωπαίος (σε σημείο... παρεξηγήσεως μάλιστα), το συγκεκριμένο κόμμα ακόμη και προγραμματικά – με τις προγραμματικές εξαγγελίες της περασμένης Παρασκευής – εξέπεμψε ένα «σήμα» το οποίο ελάχιστοι κατάφεραν να κατανοήσουν:
● Πράγματι δεν παρουσίασε ένα κοστολογημένο πρόγραμμα, όπως τον κατηγορούν. Αλλά ποιος έχει κάτι τέτοιο σε εποχή πλήρους κατάρρευσης της οικονομίας; Και μην σταθούμε στις 150.000 νέες θέσεις εργασίας της Ν.Δ., διότι στα νηπιαγωγεία λένε λίγο πιο γουστόζικα παραμύθια.
● Όντως, δεν είναι ένα πρόγραμμα που κομίζει το πολυπόθητο εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση, το οποίο, αν και είναι κατεπείγον, είναι αδύνατον να διαμορφωθεί χωρίς μια ευρύτατη και αποφασισμένη για όλα λαϊκή συμμαχία.
Στην πραγματικότητα είναι μια ατζέντα διαπραγμάτευσης με τους δανειστές και κυρίως τη Γερμανία. Καθώς, όπως περιγράψαμε λίγο παραπάνω, οι ημέρες και οι μήνες αμέσως μετά τις ελληνικές εκλογές θα είναι καθοριστικοί για τη διαμόρφωση της πολιτικής της ευρωζώνης, με τους ισχυρούς Ευρωπαίους να επιδιώκουν κοινή ατζέντα, κάθε λογικός άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί πως η Ελλάδα, ως ο πολιτικά αδύναμος κρίκος, θα πιεστεί αφόρητα ώστε να παραμείνει ο γνωστός δεύτερης κατηγορίας κομπάρσος.
Κάθε πολιτικός σχηματισμός λοιπόν που διεκδικεί εξουσία και φιλοδοξεί να την κατακτήσει έστω και για λίγο οφείλει να οικοδομεί μια γραμμή – έστω και στοιχειώδους – διαπραγμάτευσης και αυτό είναι το μόνο που πράγματι κάνει, εν είδει προγραμματικής εξαγγελίας, ο ΣΥΡΙΖΑ. Το παράξενο είναι ότι δεν το κάνει η... Ν.Δ., αλλά αυτό είναι άλλης τάξεως πρόβλημα.
Βεβαίως είναι προφανές ότι η επόμενη κυβέρνηση θα είναι, αναγκαστικά, τουλάχιστον δικομματική, αλλά και ότι κανένα πρόγραμμα, εν όψει αυτής της προοπτικής, δεν μπορεί να θεωρείται ευαγγέλιο.
Συνεπώς – αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, έως και κυνικοί – θα πρέπει κάτι να είναι ξεκάθαρο πάνω από την κάλπη της 17ης Ιουνίου: ότι, όποιο κι αν είναι το εκλογικό αποτέλεσμα, οι σημερινοί επικυρίαρχοι δεν θα διαβάσουν τα εκλογικά προγράμματα, αλλά το ίδιο το αποτέλεσμα. Από αυτό θα κρίνουν αν έχουν απέναντί τους έναν λαό αποφασισμένο να πουλήσει ακριβά το τομάρι του ή όχι.
Ως εκ τούτου, μέχρι και την παραμονή των εκλογών, θα απειλούν, θα τρομοκρατούν και θα εκβιάζουν χρησιμοποιώντας κάθε θεμιτό και αθέμιτο όπλο. Ο τρόμος καθημερινά θα κορυφώνεται και όποιος αντέξει. Αμέσως μετά τις εκλογές θα επιστρέψουμε στην... πολιτική, έστω και αν είναι αδύνατον αυτή την ώρα να περιγράψει κάποιος σε ποια κατάσταση θα βρίσκονται και η Ελλάδα και η ίδια η ευρωζώνη.
Απειλώντας και γλείφοντας
Ωστόσο στις επόμενες εκλογές δεν κρίνεται μόνο η όποια διαπραγμάτευση με τους δανειστές, η οποία είναι άγνωστο πώς θα καταλήξει για την επόμενη ελληνική κυβέρνηση: ένα από τα κρίσιμα στοιχεία που τίθενται εκ των πραγμάτων στο τραπέζι είναι ο εσωτερικός συσχετισμός σε επίπεδο εξουσίας.
Το παλαιό σύστημα εξουσίας, στην οικονομική, πολιτική και μιντιακή εκδοχή του κυρίως, αμφισβητείται από όλες τις πλευρές – ακόμη και από τον διεθνή οικονομικό (και πολιτικό) έλεγχο. Διεφθαρμένο, χρεοκοπημένο, επιζήμιο, απαξιωμένο, τη μια εκλιπαρώντας για τη σωτηρία του, την άλλη απειλώντας και υβρίζοντας, ύστερα γλείφοντας προς κάθε πιθανή κατεύθυνση, επιζητεί την ύστατη ευκαιρία του.
Αυτό όμως είναι ένα πολύ ιδιαίτερο κεφάλαιο, ξεχωριστό από το χρέος και την πολιτική που απαιτείται γι’ αυτό, ξεχωριστό από την οικονομική και κοινωνική κατάρρευση. Όμως γι’ αυτή την παράμετρο της κρίσης θα έχουμε πολλά να πούμε πολύ σύντομα...
topontiki.gr