Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Applied Physiology, Nutrition, and Metabolism και σύμφωνα με αυτή, οι ερευνητές από το πανεπιστήμιο Saskatchewan, αξιολόγησαν περισσότερα από 10.000 παιδιά, την κατανάλωση ροφημάτων και αναψυκτικών και την πιθανότητα εμφάνισης παιδικής παχυσαρκίας.
Οι ερευνητές ανέφεραν ότι η πρόσληψη ροφημάτων με ζάχαρη έχει αυξηθεί τις τελευταίες δεκαετίες. «Στόχος μας ήταν να εξετάσουμε τη σχέση ανάμεσα στα πρότυπα κατανάλωσης ροφημάτων και το υπερβάλλον σωματικό βάρος και την παχυσαρκία στα παιδιά», ανέφεραν οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Saskatchewan.
Στην έρευνα μετείχαν περισσότερα από 10.000 παιδιά ηλικίας από 2 έως 18 ετών με ανάλυση διασποράς όπως κοινωνικο-δημογραφικά στοιχεία, εθνικότητα, το οικογενειακό εισόδημα και την ασφάλεια των τροφίμων.
Υπό την καθοδήγηση της καθηγήτριας Susan Whiting, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η κατανάλωση ροφημάτων με ζάχαρη δεν αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την παιδική παχυσαρκία στις περισσότερες ηλικιακές ομάδες, με εξαίρεση ίσως μόνο τα αγόρια ηλικίας 6-11 ετών.
Οι Καναδοί επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αν και πολλά παιδιά και νέοι καταναλώνουν αναψυκτικά και άλλα ροφήματα με ζάχαρη - όπως φρουτοχυμούς και λεμονάδες – σχεδόν όλες οι ομάδες δεν διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο για παχυσαρκία από τους συνομηλίκους τους που πίνουν «υγιεινά» ροφήματα.
«Διαπιστώσαμε ότι τα ροφήματα με ζάχαρη καταναλώνονται σε σημαντικό βαθμό κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, αλλά δεν βρήκαμε καμία σταθερή συσχέτιση ανάμεσα στα πρότυπα κατανάλωσής τους και το υπερβάλλον σωματικό βάρος και την παχυσαρκία», δήλωσε η επικεφαλής της έρευνας.
Ωστόσο, η ίδια σημείωσε ότι η υπερκατανάλωση ροφημάτων με ζάχαρη «μπορεί να θέσει ορισμένα παιδιά σε αυξημένο κίνδυνο για υπερβολικό βάρος και παχυσαρκία», αν οι συνήθειες αυτές συνεχιστούν ανελλιπώς και στην ενήλικη ζωή, καθώς οι συνήθειες κατανάλωσης σχηματίζονται νωρίς στη ζωή και διατηρούνται κατά την ενηλικίωση.