Για να είμαι απολύτως ειλικρινής και, εντελώς μεταξύ μας (!), δεν έχω κατασταλάξει ποιόν θέλω, ή ακριβέστερα θα επιλέξω όχι απαραίτητα γιατί... «θέλω» να ψηφίσω και, ανεξαρτήτως του ποιος απολαύσει την πρόσκαιρη και μίζερη αποδοχή ή συναίνεση μου, το ποιος θέλω να με κυβερνήσει…
Απομένουν βέβαια καμιά δεκαπενταριά μέρες ακόμη, προκειμένου ν’ αντιμετωπίσω κατάφατσα το δίλημμα, αλλά υποψιάζομαι βασίμως πως παρότι δεν έχω ξεδιαλύνει στο μυαλό μου το πώς θα λύσω την εξίσωση της 17ης Ιουνίου, είμαι αποφασισμένος κι αν κάτι τέτοιο ακούγεται βαρύγδουπο… τουλάχιστον διατεθειμένος να κάνω κάτι ώστε να σταματήσει αυτή η γύμνια, αυτή η μπούρδα, ο ατελείωτος κατήφορος και οι αυτοκτονίες.
Δεν είμαι σίγουρος πως όλα αυτά σχετίζονται με το πώς εγώ επιλέξω ή τέλος πάντων αναγκαστώ να ψηφίσω, αλλά στο μυαλό μου στριφογυρίζει διαρκώς η σκέψη πως κάτι πρέπει να κάνω.
Κάτι πρέπει να κάνω, για παράδειγμα, για να σταματήσουν οι δανειστές να αποπληρώνονται τα παλαιότερα χρέη μας, πολλαπλασιάζοντάς τα κι επιβάλλοντάς μας νέα. Να σταματήσουν να με παραμυθιάζουν απροκάλυπτα όλοι εκείνοι που συναίνεσαν ασμένως με το έγκλημα λίγους μήνες πριν. Να σταματήσουν να διεκδικούν την ανοχή μου, γιατί μετάνιωσαν, ξύπνησαν, φοβήθηκαν το τίμημα ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο...
Να σταματήσουν όμως και οι άλλοι, που δηλώνουν διατεθειμένοι να παράσχουν παυσίπονα τώρα που το εκλογικό τους ποσοστό ανεβαίνει στην επετηρίδα, παρότι δεν ήταν προαπαιτούμενο για να μας γνωστοποιήσουν το θαύμα και τις λυτρωτικές του ιδιότητες δυο – τρεις βδομάδες πριν. Εκείνοι που χώρισαν την πλατεία σε πάνω και κάτω, στριμώχθηκαν και στρίμωξαν το καθαρό αγανακτισμένο της μήνυμα, που εντέχνως παρερμήνευσαν κόβοντας και ράβοντας το στα μέτρα τους. Έχασαν και τότε το timing, ενσυνείδητα και δόλια οι μικρόνοες και μικρόψυχοι άφησαν να χαθεί και τώρα, προσβλέποντας σε τι άραγε…
Από την μια πλευρά ο κόμπος στο λαιμό απ’ τα συνεχή απονενοημένα διαβήματα καθημερινών ανθρώπων που επέλεξαν να θυσιάσουν στην γαμημένη τη στιγμή την ίδια τους τη ζωή, κι απ’ την άλλη ό,τι άφησαν πίσω τους, τόσο βρώμικο και παγερό, τόσο δύσκολα διαχειρίσιμο για τους υπολοίπους. Και μαζί μ’ αυτά άγχος πολύ και θολούρα για εκείνο που ξημερώνει ακούσια, αφού καθόλου βέβαιος δεν είμαι πως αυτό που αναγκαστώ να ψηφίσω ή τέλος είμαι διατεθειμένος ν’ ανεχθώ να με κυβερνήσει, θα δώσει τέλος στην ληστεία, στην δυστυχία και θα οικοδομήσει κράτος. Κράτος με αρχή, μέση και τέλος. Ένα μαγαζί που θα δουλεύει και θα παράσχει εχέγγυα, θέτοντας όρους και προϋποθέσεις, διαχειριζόμενο το δημόσιο χρήμα και τον πλούτο ή ό,τι τέλος πάντων από αυτόν απέμεινε. Χωρίς διλήμματα που προδίδουν την ανυπαρξία τους και την ομολογημένη ποικιλοτρόπως αδυναμία ή ολιγωρία τους να δώσουν λύσεις. Να παράσχουν ασφάλεια, προκοπή και προσδοκία. Άρτον και θεάματα, αναγκαία για να μην υποταχθούμε ως χώρα στην στιγμή.
Απομένουν βέβαια καμιά δεκαπενταριά μέρες ακόμη, προκειμένου ν’ αντιμετωπίσω κατάφατσα το δίλημμα, αλλά υποψιάζομαι βασίμως πως παρότι δεν έχω ξεδιαλύνει στο μυαλό μου το πώς θα λύσω την εξίσωση της 17ης Ιουνίου, είμαι αποφασισμένος κι αν κάτι τέτοιο ακούγεται βαρύγδουπο… τουλάχιστον διατεθειμένος να κάνω κάτι ώστε να σταματήσει αυτή η γύμνια, αυτή η μπούρδα, ο ατελείωτος κατήφορος και οι αυτοκτονίες.
Δεν είμαι σίγουρος πως όλα αυτά σχετίζονται με το πώς εγώ επιλέξω ή τέλος πάντων αναγκαστώ να ψηφίσω, αλλά στο μυαλό μου στριφογυρίζει διαρκώς η σκέψη πως κάτι πρέπει να κάνω.
Κάτι πρέπει να κάνω, για παράδειγμα, για να σταματήσουν οι δανειστές να αποπληρώνονται τα παλαιότερα χρέη μας, πολλαπλασιάζοντάς τα κι επιβάλλοντάς μας νέα. Να σταματήσουν να με παραμυθιάζουν απροκάλυπτα όλοι εκείνοι που συναίνεσαν ασμένως με το έγκλημα λίγους μήνες πριν. Να σταματήσουν να διεκδικούν την ανοχή μου, γιατί μετάνιωσαν, ξύπνησαν, φοβήθηκαν το τίμημα ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο...
Να σταματήσουν όμως και οι άλλοι, που δηλώνουν διατεθειμένοι να παράσχουν παυσίπονα τώρα που το εκλογικό τους ποσοστό ανεβαίνει στην επετηρίδα, παρότι δεν ήταν προαπαιτούμενο για να μας γνωστοποιήσουν το θαύμα και τις λυτρωτικές του ιδιότητες δυο – τρεις βδομάδες πριν. Εκείνοι που χώρισαν την πλατεία σε πάνω και κάτω, στριμώχθηκαν και στρίμωξαν το καθαρό αγανακτισμένο της μήνυμα, που εντέχνως παρερμήνευσαν κόβοντας και ράβοντας το στα μέτρα τους. Έχασαν και τότε το timing, ενσυνείδητα και δόλια οι μικρόνοες και μικρόψυχοι άφησαν να χαθεί και τώρα, προσβλέποντας σε τι άραγε…
Από την μια πλευρά ο κόμπος στο λαιμό απ’ τα συνεχή απονενοημένα διαβήματα καθημερινών ανθρώπων που επέλεξαν να θυσιάσουν στην γαμημένη τη στιγμή την ίδια τους τη ζωή, κι απ’ την άλλη ό,τι άφησαν πίσω τους, τόσο βρώμικο και παγερό, τόσο δύσκολα διαχειρίσιμο για τους υπολοίπους. Και μαζί μ’ αυτά άγχος πολύ και θολούρα για εκείνο που ξημερώνει ακούσια, αφού καθόλου βέβαιος δεν είμαι πως αυτό που αναγκαστώ να ψηφίσω ή τέλος είμαι διατεθειμένος ν’ ανεχθώ να με κυβερνήσει, θα δώσει τέλος στην ληστεία, στην δυστυχία και θα οικοδομήσει κράτος. Κράτος με αρχή, μέση και τέλος. Ένα μαγαζί που θα δουλεύει και θα παράσχει εχέγγυα, θέτοντας όρους και προϋποθέσεις, διαχειριζόμενο το δημόσιο χρήμα και τον πλούτο ή ό,τι τέλος πάντων από αυτόν απέμεινε. Χωρίς διλήμματα που προδίδουν την ανυπαρξία τους και την ομολογημένη ποικιλοτρόπως αδυναμία ή ολιγωρία τους να δώσουν λύσεις. Να παράσχουν ασφάλεια, προκοπή και προσδοκία. Άρτον και θεάματα, αναγκαία για να μην υποταχθούμε ως χώρα στην στιγμή.