Ο πρώτος ουρανοξύστης θα ξεκινήσει να οικοδομείται στο Βανκούβερ του Καναδά και θα είναι το ψηλότερο ξύλινο κτίριο που έχει κατασκευαστεί ποτέ, με συνολικά 30 ορόφους. Οι υπόλοιποι δύο ουρανοξύστες στη Νορβηγία και την Αυστρία θα είναι λίγο χαμηλότεροι, με 17 και 20 ορόφους αντίστοιχα.
«Μπορούμε να πάμε και ακόμη ψηλότερα», δήλωσε στο αμερικανικό δίκτυο CNN ο Μάικλ Γκριν, ο νεαρός Καναδός αρχιτέκτονας που ανέλαβε να σχεδιάσει τους πρώτους ξύλινους ουρανοξύστες, προσθέτοντας πως «βρισκόμαστε στο στάδιο όπου μπορούμε να αρχίσουμε να δείχνουμε τι είναι εφικτό να γίνει, κάτι σαν τη στιγμή που φτιάχτηκε ο πύργος του Αϊφελ. Μια κατασκευή που όταν δημιουργήθηκε κανείς δεν τη χρησιμοποιούσε, ούτε καταλάβαινε τις ψηλές οικοδομές, αλλά τελικά έδειξε τι μπορούσε να γίνει, εξάπτοντας τη φαντασία των κατασκευαστών».
Μπορεί αρχικά η χρήση της ξυλείας ως οικοδομικού υλικού να μην ακούγεται και πολύ οικολογική λύση, ωστόσο αυτό εξαρτάται από τις περιοχές από τις οποίες προέρχεται η πρώτη ύλη. Μπορεί είναι βιώσιμη επιλογή, και μάλιστα πολύ περισσότερο από τη χρήση του μπετόν, αρκεί η ξυλεία να προέρχεται από ειδικά πιστοποιημένα εμπορικά δάση. Πρόκειται για εκτάσεις με καλλιέργειες συγκεκριμένων ειδών δέντρων, τις οποίες διαχειρίζονται με ειδικό τρόπο, ώστε να διατηρείται η οικολογική ισορροπία του οικοσυστήματος. Τέτοια δάση υπάρχουν στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη - κυρίως στις σκανδιναβικές χώρες.
Οι ξύλινες κατασκευές έχουν μικρότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα, καθώς κατά την επεξεργασία της πρώτης ύλης εκπέμπεται ελάχιστη ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα. Αντίθετα, η παραγωγή του τσιμέντου και του χάλυβα εκλύει τεράστιες ποσότητες αέριων ρύπων. Σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας, για κάθε 10 κιλά τσιμέντου που παράγονται εκλύονται στην ατμόσφαιρα 6-9 κιλά διοξειδίου του άνθρακα.
Κλιματική αλλαγή
Η στροφή στο φυσικό υλικό γίνεται ολοένα και περισσότερο το ζητούμενο για πολλούς αρχιτέκτονες σε όλο τον κόσμο που αναζητούν οικονομικές και λιγότερο ενεργοβόρες λύσεις στην «πράσινη» δόμηση. «Σταματήσαμε να εκμεταλλευόμαστε το ξύλο πριν από 100 χρόνια, όταν αρχίσαμε να χρησιμοποιούμε συστηματικά το τσιμέντο και το ατσάλι, και τώρα επιστρέφουμε στη χρήση προϊόντων που προέρχονται από την παραγωγή μαζικής ξυλείας», εξηγεί ο Μ. Γκριν.
Ο ίδιος αναφέρει πως το «φλερτ» με τα σύγχρονα ξύλινα υλικά έχει αρχίσει εδώ και περίπου 20 χρόνια, ωστόσο οι αρχιτέκτονες και οι κατασκευαστές άρχισαν να τα αντιμετωπίζουν σοβαρά ως αξιόπιστα δομικά υλικά πολύ πρόσφατα. «Η μεγάλη αλλαγή συνέβη όταν αρχίσαμε να σκεφτόμαστε την κλιματική αλλαγή στον πλανήτη. Το ατσάλι και το τσιμέντο είναι υπέροχα, αλλά καθόλου φιλικά στο περιβάλλον», υποστηρίζει.