Προσθέτει δε, πως όποιος και να είναι στη νέα ελληνική κυβέρνηση, θα πρέπει να αποφασίσει αν θα εκπληρωθούν ή όχι, οι όροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δηλώνει, επίσης, ότι ο ίδιος έχει υπομονή, γιατί του είναι σαφείς οι εναλλακτικές επιλογές, καθώς ήδη πολλοί νέοι άνθρωποι στην Ελλάδα είναι χωρίς εργασία, η φτώχεια αυξάνεται και δεν θα επιθυμούσε να γίνουν οι άνθρωποι θύματα μιας πολιτικής, που σίγουρα δεν προκάλεσαν.
Αναφερόμενος στο χειρότερο πιθανό σενάριο, ο Αυστριακός καγκελάριος θεωρεί ως σωστό και σημαντικό να λαμβάνουν οι κεντρικές τράπεζες και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα υπόψη τους όλα τα ενδεχόμενα και επειδή στην Ευρώπη δεν υπάρχει κάποια σχετική εμπειρία ως προς τις συνέπειες μιας χρεοκοπίας, αυτό θα ήταν ένα πείραμα και ο ίδιος επιθυμεί να αποτρέψει τις συνέπειές του.
Κατά την άποψή του, καθήκον όλων των πολιτικών είναι να εργάζονται για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης και όχι να προκαλούν φόβο, κάτι που είναι τελείως κακό ενώ, ως προς τη διατήρηση του κοινού νομίσματος, θεωρεί πως το ευρώ θα εξακολουθήσει να υπάρχει και μετά από τρία χρόνια, χωρίς ο ίδιος να μπορεί να προβλέψει, ούτε και να επηρεάσει, το αν θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν όλα τα σημερινά μέλη του.
Πεποίθησή του είναι ότι, τώρα, πρέπει να γίνουν τα επόμενα βήματα, είτε πρόκειται για τα ευρωομόλογα ή την ενίσχυση του ρόλου της ΕΚΤ, ενώ υπάρχει πρόθεση για τη δημιουργία ανάλογων εργαλείων με εκείνα στις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με τον κ. Φάιμαν, κατά την καθιέρωση του ευρώ, θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι αποστάσεις ανάμεσα στις επί μέρους χώρες. Εκτιμά, όμως, ότι το να λέγεται σήμερα πως οι Έλληνες θα πρέπει να επιστρέψουν στη δραχμή, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να δημιουργεί εκ νέου ένα πρόβλημα κερδοσκοπίας.
Και αυτό διότι, όπως επισημαίνει, προκύπτουν τα ερωτήματα, για το πόσο ισχυρό θα ήταν αυτό το νόμισμα και ποια η ισοτιμία του, κάτι που θα εκμεταλλευτούν οι κερδοσκόποι, αν δεν υπάρξει άμεσα εκ νέου μια ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και προγράμματα ανασυγκρότησης.
Στη συνέντευξή του στην «Κουρίρ», ο Αυστριακός καγκελάριος τονίζει πως στο επικείμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα πρέπει να ληφθούν αποφάσεις για τη διάθεση αναξιοποίητων πόρων της ΕΕ σε αναπτυξιακά προγράμματα, καθώς και για τα λεγόμενα «ομόλογα έργων» όπως και την αύξηση των πόρων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.