tromaktiko: O δύσκολος δρόμος

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

O δύσκολος δρόμος



Το έργο που έχει να επιτελέσει η νέα ελληνική κυβέρνηση είναι ηράκλειο. Είναι δε υποχρεωμένη να πραγματοποιήσει μεταρρυθμίσεις ουσίας οι οποίες, μετά την παράταση που θα...πάρει η χώρα μας ως προς την εφαρμογή του Μνημονίου-2, δεν δέχονται πλέον αναβολές. Η παράταση θα συνδεθεί μαζί τους. Αντίθετα με τα προβλήματα της Ισπανίας, της Ιρλανδίας και εν μέρει της Πορτογαλίας, το ελληνικό οικονομικό πρόβλημα είναι βαθύτατα διαρθρωτικό, από την μία πλευρά, και πολιτισμικό, από την άλλη.

Εδώ και πολλά χρόνια, η χώρα μας έχει ένα τετραπλό έλλειμμα: προϋπολογισμού, εμπορικού ισοζυγίου, ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και ανταγωνιστικότητος. Εάν, λοιπόν, στις σημερινές συνθήκες της διεθνούς οικονομικής πραγματικότητος, τα μεγέθη αυτά δεν διορθωθούν, η χώρα θα βρεθεί στο περιθώριο. Θα έχει αυτοαποκλεισθεί από το ευρωπαϊκό και το παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι. Η παρούσα μεταπρατική και παρασιτική ελληνική οικονομία με τον χαμηλότερο βαθμό εξωστρέφειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι πλέον βιώσιμη. Ένας ολόκληρος πληθυσμός δεν μπορεί να ζει και να πλουτίζει από τις κρατικές προσόδους.

Την κατάσταση αυτή δεν ήταν ανάγκη να έλθει κάποια τρόικα για να αποφασίσουμε να την ανατρέψουμε. Δεν ήταν απαραίτητο το Μνημόνιο για να μάθουμε ότι ο κρατισμός χρεοκόπησε στην Ελλάδα. Η κατάσταση δεν πάει άλλο. Το Δημόσιο ελέγχει κάθε οικονομική δραστηριότητα, είναι υπερτροφικό και σπαταλά για την συντήρησή του τεράστιους πόρους σε σχέση με την δυνατότητα είσπραξης υγιών φορολογικών εσόδων. Ο δε ιδιωτικός παραγωγικός τομέας διαπαιδαγωγήθηκε να είναι προσαρμοσμένος και προσκολλημένος στο κράτος. Από την συναλλαγή του με αυτό προέρχεται μεγάλο μέρος των εσόδων του.

Τις επιχειρήσεις που προσπάθησαν να βαδίσουν τον δικό τους μοναχικό δρόμο, το κράτος τις εκδικήθηκε με κάθε τρόπο. Τις εξόντωσε. Λίγες είναι σήμερα οι υγιείς παραγωγικές επιχειρήσεις που στέκονται αυτόνομα στην αγορά και ακόμη λιγότερες οι μεγάλες και εξωστρεφείς. Ο πλούτος που παράγουν είναι λιγοστός σε σχέση με το ΑΕΠ της χώρας. Μοιραία, και τα φορολογικά έσοδα που μπορεί να αντλήσει από αυτές το κράτος είναι εξ ίσου λιγοστά. Σε αντιστάθμισμα, αντί να επιχειρηθεί προσαρμογή των δαπανών στο χαμηλό επίπεδο των εισροών, οι κυβερνήσεις επέλεξαν διαχρονικά να αυξάνουν με κάθε τρόπο τα έσοδα, μην επιθυμώντας να μειώσουν δαπάνες και να δυσαρεστήσουν κανέναν αποδέκτη κρατικής προσόδου. Στην προσπάθειά τους αυτή επιβαρύνουν την κοινωνία, με την επιβολή τεράστιας εκτάσεως έμμεσων φόρων, ενώ καλύπτουν σήμερα την τελική υστέρηση χάρη στην δανειακή σύμβαση που υπογράψαμε με τους εταίρους μας.

Δυστυχώς, οι εξορκιστές της ύφεσης, αντί να καταλάβουν ότι η υπερχρέωση της χώρας οφείλεται στην άνευ παραγωγής υπερκατανάλωσή της, μάς προτείνουν ως αναπτυξιακό μέσο την επεκτατική πολιτική δημιουργίας προσόδων από το ήδη χρεοκοπημένο κράτος. Δηλαδή, θέλουν η ανάπτυξη να στηριχθεί εκ νέου στην κατανάλωση, την στιγμή που η χώρα έχει τεράστιο πρόβλημα παραγωγής και δημοσίου χρέους. Δεν καταλαβαίνουν ότι η προσοδοθηρία δημιουργεί παρασιτισμό, ο οποίος, με την σειρά του, γίνεται και η ουσιαστική αιτία κατάρρευσης της οικονομίας.

Τα τελευταία χρόνια, οι γνωστές κυβερνήσεις του δικομματισμού δεν έκαναν τίποτε περισσότερο από το να εξυπηρετούν την προσοδοθηρία. Έτσι, αποσυνέδεσαν, στον δημόσιο τομέα κατά κύριο λόγο, την αμοιβή από την εργασία. Ακόμα χειρότερα, στο όνομα μιας δήθεν “προοδευτικότητος” μετέτρεψαν την εργασία σε “κοινωνικό δικαίωμα”, σε ένα είδος προνοιακής υποστήριξης που δικαιούνται οι πάντες. Αυτός ο “προοδευτικός” κοινωνικός πατερναλισμός κατέστρεψε κάθε διάθεση για αυτοδημιουργία και επιχειρείν και αφαίρεσε από πολλούς νέους ανθρώπους την αίσθηση της αυτοολοκλήρωσης. Την ίδια στιγμή, το κράτος δανειζόταν για να μοιράζει εισοδήματα, κυρίως στις συντεχνίες και τους κομματικούς στρατούς –ασχέτως αν τα χρήματα δεν κατευθύνονταν σε παραγωγικούς σκοπούς, ασχέτως αν δημιουργούσαν ή όχι κάποιο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα, ασχέτως αν υποθήκευαν την χώρα και τις επόμενες γενεές, προκειμένου να συντηρήσουν ένα επίπεδο τεχνητά ωθούμενης υψηλής κατανάλωσης, ένα επίπλαστο αίσθημα πλασματικής ευημερίας.

Παρόμοια πολιτική στην σημερινή φάση της οικονομίας, αλλά και της ευρωζώνης γενικότερα, είναι αδιανόητη. Στην παρούσα συγκυρία, μία τέτοια αναπτυξιακή πολιτική δεν είναι ούτε διατηρήσιμη, ούτε εφικτή. Ακόμα και αν η κυβέρνηση εξασφάλιζε πόρους για να την εφαρμόσει, το μόνο που θα κατάφερνε είναι να μεγαλώσει έτι περαιτέρω τα ελλείμματα και το χρέος χωρίς να βοηθήσει έστω κατ’ ελάχιστον την ελληνική οικονομία, αφού περί το 80% των προϊόντων που καταναλώνουμε έχουν αλλοδαπή προέλευση. Αντιθέτως, παρόμοια πολιτική θα μεγάλωνε κι άλλο την ψαλίδα των τετραπλών ελλειμμάτων, χωρίς να προσθέσει το παραμικρό στον παραγωγικό ιστό της χώρας.

Ένας, συνεπώς, είναι ο δρόμος για την κυβέρνηση. Αυτός της ανάπτυξης μέσω επενδύσεων που στόχο θα έχουν να ενισχύσουν και να μετασχηματίσουν την παραγωγική βάση της οικονομίας μας.

Βέβαια, η ανάπτυξη δεν είναι μία μηχανιστική διαδικασία που υλοποιείται άνευ προϋποθέσεων, με πομπώδεις εξαγγελίες και υπουργικά διατάγματα. Για να υπάρξει ανάπτυξη χρειάζεται σχέδιο, βούληση, κίνητρα (όχι επιδοτήσεις). Χρειάζεται τόνωση της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών (και όχι της κατανάλωσης), αυτή δε με την σειρά της απαιτεί κεφάλαια, επενδύσεις, δημιουργία θέσεων εργασίας. Τότε θα παραχθεί πλούτος κατά τρόπον υγιή. Για να εισρεύσουν, όμως, και να επενδυθούν κεφάλαια, πρέπει ως χώρα να καταστούμε ελκυστικός προορισμός υποδοχής επενδύσεων. Απαιτείται σταθερό και φιλικό φορολογικό περιβάλλον, προσιτό κόστος εργασίας, απουσία γραφειοκρατικών επιβαρύνσεων. Απαιτείται, όμως, και υψηλό επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού, το οποίο μόνον ένα ποιοτικώς αναβαθμισμένο εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να προσφέρει.

Τέλος, ύστερα από τριάντα και πλέον χρόνια συμμετοχής μας στην μεγάλη και ισχυρή ευρωπαϊκή οικογένεια, καλόν θα ήταν να μάθουμε ότι εξ αυτού του λόγου, πέρα από το τεντωμένο χέρι αυτού που ζητά, έχουμε και κάποιες υποχρεώσεις...

     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!