Ίσως για πρώτη φορά μετά το 1974 ήμασταν, ως ψηφοφόροι, τόσο μπερδεμένοι στις επιλογές μας. Ένα πλήθος εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων ερμηνεύουν το παζλ της...
απόφασης για τη ψήφο που δώσαμε όλοι μας –όσοι τουλάχιστον ψηφίσαμε– στις 17 Ιουνίου.
Αναλυτικότερα, ως προς τους εσωτερικούς παράγοντες, η περίοδος μετά το 2004 έδειξε, με ιδιαίτερα εμφανή τρόπο ένα γεγονός: τον εκπληκτικό βαθμό αναποτελεσματικότητας που διέκρινε το σύνολο –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων– των βαρόνων της πολιτικής των δυο μεγάλων κομμάτων της εξουσίας. Το χαρακτηριστικό αυτό καθρεπτίστηκε στις ακατάλληλες πολιτικές της περιόδου που εφαρμόστηκαν.
Έτσι, οι υπουργοί της Ν. Δημοκρατίας θεώρησαν σκόπιμο, σε μια δύσκολη καμπή για την ελληνική οικονομία, να εκτινάξουν τις καταναλωτικές δαπάνες του προϋπολογισμού από τα 45,5 δις ευρώ στα 71,5 δις ευρώ, μέσα σε έξι μόνο χρόνια!. Θεοσπάταλοι λοιπόν υπουργοί και με ελάχιστο αν όχι μηδαμινό έργο, το μόνο που προσέφεραν ήταν η «Απογραφή» το 2004, πράξη που τους έδωσε απλά, μεγάλη άνεση για νέες μη επενδυτικού χαρακτήρα δημόσιες δαπάνες.
Μετά τον Οκτώβριο 2009, το σκηνικό άλλαξε. Ένα σύνολο life style υπουργών, χωρίς τις απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες, δε γνώριζαν τον τρόπο με τον οποίο όφειλαν να παίξουν με τα πραγματικά πυρά της οικονομίας. Ο υπουργός Οικονομιών ο κος Γ. Παπακωνσταντίνου βρέθηκε στην κορυφής της πυραμίδας αυτής της ομάδας. Η εν λόγω ομάδα συνοδεύτηκε από ένα άλλο νέο σύνολο αναποτελεσματικών υπουργών και υφυπουργών, με κύριο γνώρισμα μια μοναδική γλωσσολαγνεία, που διαπερνούσε για μια τριετία σχεδόν την πολιτική τους.
Ενδεικτικά και όχι εξαντλητικά σημειώνεται το εξής: Άνθρωποι με μόνο όπλο το πολιτικό τους παρελθόν, που δεν ασχολήθηκαν όμως ποτέ στη ζωή τους με τη γεωργία, (Σκανδαλίδης, Αποστολάκη κ.ά.) με ανύπαρκτη επαγγελματική εμπειρία και με ελλιπείς σχετικές γνώσεις ανέλαβαν ένα σκληρό ντοσιέ, που θα «δείξει τα δόντια του» μετά το 2012, περίοδο σημαδιακή για την απελευθέρωση της γεωργίας στο διεθνή ανταγωνισμό.
Έναντι αυτών των δυο πολιτικών σχηματισμών, αναδείχθηκε μια νέα δύναμη, ο ΣΥΡΙΖΑ. Το άγχος όμως για την εξουσία τον οδήγησε σε λάθη τακτικής, γεγονός που διαφάνηκε σε ένα σύνολο προτάσεών του, (από τις θέσεις του για μονομερή καταγγελία του Μνημονίου έως τις απόψεις του για το μεταναστευτικό και την αστυνομία). Προσέλκυσε σαν μαγνήτης, όχι το βαθύ ΠΑΣΟΚ, αλλά το φθαρμένο και διαβρωμένο από την εξουσία ΠΑΣΟΚ (όπως λόγου χάρη τους αρχισυνδικαλιστές της ΔΕΗ). Από την άλλη γοήτευσε ένα άλλο σύνολο απελπισμένου κόσμου, που είδε μέσα από τις φιλολαϊκές διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ και την εύπλαστη πολιτική του –που δίνει την αίσθηση έλλειψης επακριβών ρεαλιστικών στόχων– τη σωτηρία της χώρας.
Ως προς τους εξωτερικούς παράγοντες, οι παρεμβάσεις ξένων αξιωματούχων για Μνημόνιο-δραχμή μετά τις εκλογές του Μαΐου, όπως αναμενόταν ενίσχυσαν το ΣΥΡΙΖΑ. Οι δηλώσεις όμως αυτές, φόβισαν επίσης αρκετούς ψηφοφόρους. Έτσι, πολλοί, στράφηκαν στη Ν. Δημοκρατία εγκαταλείποντας τα μικρά δεξιά κόμματα.
Η οποιαδήποτε λύση στο πολιτικό πρόβλημα της χώρας προϋποθέτει από Ν.Δ και ΠΑΣΟΚ μια μοναδική επιλογή, δεδομένου ότι πηγή της πολιτικής είναι ο άνθρωπος: Να απαλλαγεί η ηγεσία και των δυο κομμάτων από τα αναποτελεσματικά βαρίδια-βαρόνους στελέχη τους, που ευθύνονται για τα όσα έχουν συμβεί μετά το 2004. Διαφορετικά τα δυο γνωστά κόμματα εξουσίας, και ιδίως η Ν.Δ., έχουν ημερομηνία λήξης στο άμεσο μέλλον!.
Ως προς το ΣΥΡΙΖΑ, η πολιτική του ηγεσία καλείται να αντιμετωπίσει ένα δίλημμα: Ή να επιμένει στα όσα πρέσβευε πριν τις 17 Ιουνίου μη ξεπερνώντας τις αντιφάσεις, που εμφανώς διακρίνουν τη πολιτική του κατά το τελευταίο διάστημα ή να «συμμαζευτεί», αλλάζοντας το λεξιλόγιό του και ακολουθώντας μια πιο συνεκτική, συγκροτημένη πολιτική, εγκαταλείποντας από την άλλη θέσεις, για την όποια μονομερή καταγγελία του Μνημονίου ή για οτιδήποτε άλλο παρόμοιο.
Κλείνοντας σημειώνουμε ότι η βιωσιμότητα ενός πολιτικού συστήματος επηρεάζεται βαθύτατα από τις δεξιότητες των κυβερνόντων, τους πολιτικούς στόχους που θέτουν και τη στρατηγική που ακολουθούν.