Σε συνέντευξή του στην αυστριακή εφημερίδα «Κουρίρ» ο κ. Μπόφινγερ, εκ των πέντε «σοφών» που συμβουλεύουν τη γερμανική κυβέρνηση, εκτιμά ότι σε περίπτωση εξόδου της Ελλάδας θα χρειαζόταν πολύ μεγάλη προσπάθεια ώστε να αποτραπεί η κατάρρευση του συστήματος.
Όπως σημειώνει, αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ήδη στην Ισπανία και την Ιταλία παρατηρείται μαζική φυγή κεφαλαίων και οι ιδιώτες επενδυτές συμπεριφέρονται σαν να προετοιμάζονται από τώρα για την έξοδο των δύο χωρών από το ευρώ.
Επισημαίνει επίσης πως θα πρέπει να επιδειχθεί ιδιαίτερη προσοχή ώστε να μην υπάρξει στην Ισπανία μέσα σε ένα χρόνο μια εξέλιξη ανάλογη εκείνης της Ελλάδας, στην οποία η εμπειρία έδειξε πόσο μεγάλη είναι η δυναμική για μια καθοδική πορεία.
Η Ελλάδα κατέβαλε τις μεγαλύτερες προσπάθειες εξυγίανσης από όλες τις χώρες και έχει να επιδείξει μεγάλες επιτυχίες, υπογραμμίζει ο γερμανός οικονομολόγος, παρατηρώντας ωστόσο ότι η χώρα έχει τη μεγαλύτερη ύφεση.
Παράλληλα, ο κ. Μπόφινγκερ επικρίνει το γεγονός πως, παρά την ύφεση που καταγράφεται στις προβληματικές χώρες, σχεδιάζονται επιπλέον μέτρα λιτότητας, υποστηρίζοντας ότι με μια τέτοια πολιτική χειροτερεύει ακόμη περισσότερο η κατάσταση της οικονομίας.
Επιρρίπτει, εξάλλου, μεγάλες ευθύνες στους Ευρωπαίους ως προς την αντιμετώπιση της κρίσης, τονίζοντας πως έκαναν πολύ λίγα και πολύ αργά, ενώ θα έπρεπε νωρίτερα να είχαν εξετάσει τρόπους προώθησης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ελέγχου της δημοσιονομικής πολιτικής των κρατών-μελών.
Το λάθος στην προσπάθεια επίλυσης της κρίσης έγκειται στο ότι δεν πάρθηκαν προληπτικά μέτρα, ώστε να αποφευχθεί «μια εκτεταμένη πυρκαγιά», υποστηρίζει. «Η Ευρωζώνη έπρεπε να είχε εξετάσει προ διετίας πώς θα μπορούσε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της Ισπανίας και της Ιταλίας, αφού ήταν σαφές ότι η κρίση θα έπληττε και αυτές τις δύο χώρες.»
Ο ίδιος τάσσεται υπέρ της παροχής οικονομικής βοήθειας στις χώρες που έχουν πληγεί από την κρίση, επισημαίνοντας ότι «όποιος θέλει την αυστηρή ρήτρα του no bail-out, εμμέσως ζητά το τέλος της νομισματικής ένωσης». Σε σχέση με τα ευρωομόλογα, παρατηρεί ότι αν κάποιος επιμένει να απορρίπτει τα ευρωομόλογα, θα πρέπει να αναρωτηθεί ποιά από τις δύο εναλλακτικές επιθυμεί: είτε τη διάλυση της Ευρωζώνης, είτε την απεριόριστη εξαγορά ομολόγων από την ΕΚΤ.
Ασκεί, τέλος, κριτική στην επίμονη άρνηση της γερμανικής κυβέρνησης στο προταθέν κοινό ταμείο εξυπηρέτησης του χρέους, λέγοντας ότι αν κάποιος θέλει τη διατήρηση της Ευρωζώνης, θα πρέπει να ασχοληθεί εποικοδομητικά με αυτή την πρόταση και όχι να την απορρίπτει κατηγορηματικά.