Το 1992, οι αναπτυγμένες οικονομίες κατείχαν το 64% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Σήμερα το ποσοστό αυτό έχει πέσει στο 50% και εκτιμάται ότι θα ανέρχεται μόλις σε 37% μέχρι το 2032, σύμφωνα με τις προβλέψεις της PwC. Κατά συνέπεια, μέχρι το 2032 οι αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες ενδέχεται να κατέχουν το 63% του ΑΕΠ, αποκτώντας έτσι κυρίαρχο ρόλο στην παγκόσμια αγορά ενέργειας και άλλων μη-ανανεώσιμων φυσικών πόρων.
Σύμφωνα με την PwC, η Κίνα, η Ινδία και άλλες αναπτυσσόμενες ασιατικές οικονομίες οδηγούν τις εξελίξεις, καθώς το μερίδιο αυτών των οικονομιών στο παγκόσμιο ΑΕΠ έχει αυξηθεί ( 11% το 1992, 26% σήμερα) και ενδέχεται να ανέλθει σε 37% το 2032. Και μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες, η Βραζιλία, η Ρωσία και άλλες αναδυόμενες οικονομίες εκτός της Ασίας επίσης προβλέπεται να αναπτυχθούν πολύ γρηγορότερα σε σχέση με την ομάδα των G7.
Ενώ οι πλούσιες αναπτυγμένες οικονομίες οφείλουν να συνεχίσουν να λαμβάνουν πρωτοβουλίες στο θέμα της αειφορίας, οι μακροπρόθεσμες λύσεις σε παγκόσμια ζητήματα -όπως η κλιματική αλλαγή και η βιοποικιλότητα- μπορούν να επιτευχθούν μόνο με τη συντονισμένη δράση όλων, συμπεριλαμβανομένων και των ολοένα και ισχυρότερων αναδυόμενων και αναπτυσσόμενων οικονομιών, ιδιαίτερα αλλά όχι αποκλειστικά και μόνο των BRICs.
Το συνολικό παγκόσμιο ΑΕΠ, σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ), σήμερα ξεπερνά οριακά τα 80 τρισ. δολάρια. Δηλαδή είναι διπλάσιο απ’ όσο ήταν προ εικοσαετίας (σε πραγματικούς όρους που δεν περιλαμβάνουν την επίδραση του πληθωρισμού) και περίπου το μισό από αυτό που θα μπορούσε να είναι μετά από άλλα 20 χρόνια. Το 2032, το μερίδιο που θα αντιστοιχεί στις αναπτυγμένες οικονομίες ενδέχεται να είναι μόνο 2,4 φορές μεγαλύτερο από εκείνο του 1992. Αντιθέτως, το αντίστοιχο μερίδιο των αναπτυσσόμενων οικονομιών το 2032 ενδέχεται να είναι εφτά φορές μεγαλύτερο από εκείνο του 1992.
Σε σχετικές δηλώσεις του ο John Hawksworth, επικεφαλής οικονομολόγος της PwC στο Ηνωμένο Βασίλειο, επισημαίνει ότι οι πλουσιότερες χώρες του κόσμου, όταν πραγματοποιήθηκε η πρώτη παγκόσμια διάσκεψη στο Ρίο το 1992, κατείχαν ακόμη το 64% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Γι’ αυτό το λόγο, θεωρείτο φυσικό ότι οι χώρες αυτές όφειλαν να ανοίξουν το δρόμο στα θέματα της παγκόσμιας αειφορίας, τα οποία αποτελούσαν και κληρονομιά της προηγούμενης οικονομικής τους ανάπτυξης. Αυτό εκφράστηκε στις πρωτοβουλίες που λήφθηκαν μετά τη διάσκεψη του Ρίο όπως ήταν το Πρωτόκολλο του Κιότο, η ποσοτικοποιημένη έκφραση του οποίου επικεντρώθηκε στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από τις αναπτυγμένες οικονομίες.
Όμως σήμερα, οι πλούσιες χώρες κατέχουν μόνο το μισό από το παγκόσμιο ΑΕΠ και το μερίδιο αυτό, σύμφωνα με τις προβλέψεις μας, θα συρρικνωθεί ακόμη περισσότερο στα επόμενα 20 χρόνια σε μόλις 37% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Οι χώρες αυτές μπορούν και οφείλουν να πρωτοστατήσουν σε τομείς όπως η μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και η παροχή οικονομικής και τεχνικής υποστήριξης σε πρωτοβουλίες που σχετίζονται με την παγκόσμια αειφορία. Ωστόσο, ιδιαιτέρως μετά την αποδυνάμωσή τους από την παγκόσμια οικονομική κρίση και τώρα την κρίση της Ευρωζώνης, οι αναπτυγμένες οικονομίες δεν μπορούν να συνεχίσουν να οδηγούν τις εξελίξεις σε αυτά τα θέματα από μόνες τους στο Rio + 20 αλλά και στο μέλλον.
Η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία, η Ρωσία και άλλες αναδυόμενες οικονομίες έχουν επιβραδύνει λίγο τον τελευταίο καιρό, αλλά αυτό μάλλον αποτελεί μια προσωρινή κυκλική προσαρμογή: οι εκτιμήσεις που προκύπτουν από το μακροπρόθεσμο μοντέλο μας υποδεικνύουν ότι είναι πιθανό να εξακολουθήσουν να αποτελούν κυρίαρχους μοχλούς της παγκόσμιας ανάπτυξης στις επόμενες δύο δεκαετίες. Αν οι αναδυόμενοι αυτοί γίγαντες δεν αναλάβουν το ρόλο τους δίπλα στα πλουσιότερα έθνη, ο πλανήτης δεν θα μπορέσει να ανατρέψει την παρούσα μη βιώσιμη πορεία ανάπτυξης που ακολουθεί, σε θέματα όπως η κατανάλωση ενέργειας, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και η χρήση άλλων φυσικών πόρων.