Κανείς δεν γνωρίζει αν αυτή η διανομή ρόλων έγινε συνειδητά και κατόπιν συνεννοήσεων ή είναι αποτέλεσμα της ανάγκης ο καθένας να προβάλει διαφορετικές προτεραιότητες και πολιτικά επιχειρήματα, γιατί έτσι κι αλλιώς τα διακυβεύματά τους δεν είναι τα ίδια. Η εμφάνιση, λοιπόν, Σαμαρά, Κουβέλη και Βενιζέλου στις προγραμματικές δηλώσεις ήταν αποκαλυπτική για τις διαφορετικές αγωνίες που διακατέχουν τον καθένα τους και τις άλλου τύπου στοχεύσεις.
Κατ’ αρχάς ο Σαμαράς επιχείρησε να ισορροπήσει ως πρωθυπουργός τριών πολύ διαφορετικών μεταξύ τους και με σοβαρές εσωτερικές αντιθέσεις κομμάτων. Προσπάθησε να μη δημιουργήσει προβλήματα, αμφιβολίες, εντάσεις και αντιστάσεις μεταξύ τριών κοινοβουλευτικών ομάδων που μέχρι πριν από 3 εβδομάδες κονταροχτυπιούνταν στα μαρμαρένια προεκλογικά αλώνια. Ήταν ασυγκρίτως πιο διαλλακτικός, πιο ήρεμος, πιο στρογγυλός και πιο απολογητικός από κάθε άλλη φορά. Με μια «σβησμένη» δίψα και ένα ξέπνοο πάθος, επιχείρησε να εμφανιστεί ως ο υπεύθυνος ηγέτης. Η αλήθεια είναι ότι η αποστολή που επιχείρησε δεν ήταν καθόλου εύκολη, αφού έπρεπε:
♦ να εμφανιστεί ως εγγυητής της συμφωνίας των 3 κομμάτων και μεσολαβητής για την άμβλυνση αντιθέσεων, αντιπαραθέσεων και διαφορών,
♦ να πείσει τους εταίρους ότι έχει ήδη μεταμορφωθεί από διαπρύσιος αντιμνημονιακός κήρυκας σε εκπρόσωπο της πιστής εφαρμογής του Μνημονίου.
Ακόμα και η τελευταία κόντρα του με τον Αλέξη Τσίπρα για την ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για την πορεία των ιδιωτικοποιήσεων, ήταν εμφανές ότι έγινε για την τιμή των όπλων. Η αλήθεια είναι ότι ο Σαμαράς μάλλον παρέσυρε στην παγίδα του τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, αφού επιλέγοντας να βασίσει την παρέμβασή του σε ένα εντατικό πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων πέρα και πάνω από τα υπεσχημένα στο Μνημόνιο, άλλαξε ατζέντα και η «γαργάρα» για την επαναδιαπραγμάτευση πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Ο Σαμαράς υπερτονίζοντας το θέμα των αποκρατικοποιήσεων επιθυμούσε να στείλει ένα μήνυμα στην τρόικα ότι οι συμφωνίες θα γίνουν απόλυτα σεβαστές και ότι ο χαμένος χρόνος θα αναπληρωθεί.
Ταυτόχρονα, επιχείρησε να φύγει μπροστά από την εσωκομματική «μουρμούρα» ότι εγκαταλείφθηκε άρον - άρον η επαναδιαπραγμάτευση. Η αλήθεια είναι ότι εσωκομματικά η κατάσταση δεν είναι και τόσο ήρεμη όσο φαίνεται στη Ν.Δ. Απλώς η επάνοδος στην εξουσία κρύβει κάτω από το χαλί τα σοβαρά ερωτηματικά στελεχών και βουλευτών για το πού πάει η κατάσταση. Το ευρύ πρόγραμμα των αποκρατικοποιήσεων κλείνει στην ουσία το μάτι στη νεοφιλελεύθερη πτέρυγα του κόμματος, στην οποία μοιάζει να στηρίζεται πια ο Σαμαράς μετά τη βίαιη μετακόμιση στα στασίδια των Ανεξάρτητων Ελλήνων μεγάλου μέρος της λαϊκής ομάδας της Ν.Δ.
Και εδώ συναντιέται με τον Ευάγγελο Βενιζέλο, ο οποίος, μπορεί να μην έχει εσωτερικά προβλήματα στο ζήτημα της επαναδιαπραγμάτευσης αφού τα κυβερνητικά βήματα φαίνεται να επιβεβαιώνουν τη μνημονιακή προεκλογική στρατηγική του στις εκλογές τη 6ης Μαΐου, αλλά επείγεται να πείσει ότι επηρεάζει την κυβέρνηση σε μνημονιακή κατεύθυνση. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ μοιάζει να έχει αναλάβει σχεδόν «εργολαβικά» την αποδόμηση του Αλέξη Τσίπρα, όπως φάνηκε και από τις παρεμβάσεις του στη Βουλή το Σαββατοκύριακο. Οι λόγοι είναι προφανείς:
♦ Από τη μια, επιχειρεί να τον καταστήσει «λίγο» και «αναξιόπιστο» σε μια μεγάλη μερίδα ψηφοφόρων κάποτε του ΠΑΣΟΚ που τον στήριξαν.
♦ Από την άλλη, επιχειρεί να περιφρουρήσει όσους τον ψήφισαν και να επαναπατρίσει όσους πήγαν στη Ν.Δ. λόγω φόβου. Ο Βενιζέλος έτσι κι αλλιώς νιώθει μια πολύπλευρη πίεση. Επιχειρώντας να καταστεί ο βασικός πολιτικός αντίπαλος του Τσίπρα, προσπαθεί τόσο να σπάσει το δίπολο Ν.Δ. - ΣΥΡΙΖΑ όπως διαμορφώθηκε στις τελευταίες εκλογές όσο και να επιβεβαιώσει ότι το ΠΑΣΟΚ αποτελεί ηγεμονική δύναμη στην Κεντροαριστερά. Σε μια περίοδο που Ν.Δ. και ΔΗΜΑΡ αναγκαστικά θάβουν την κριτική τους στο κυβερνητικό παρελθόν του ΠΑΣΟΚ, ο Βενιζέλος επιχειρεί με τη ρητορική του να «σπρώξει» τον ΣΥΡΙΖΑ στις κομματικές δυνάμεις του λαϊκισμού και του κρατισμού και να τον ταυτίσει με δυνάμεις που εγκατέλειψαν μαζικά το ΠΑΣΟΚ επειδή αυτό απέρριψε τη λογική του κομματικού κράτους. Ο νους του προέδρου του ΠΑΣΟΚ έτσι κι αλλιώς είναι στις κινήσεις που γίνονται στην αυλή του για τη δημιουργία ενός μεταρρυθμιστικού φορέα της Κεντροαριστεράς και γι’ αυτό θα πρέπει ο ίδιος να έχει ήδη ανοίξει τα μέτωπα και να έχει δημιουργήσει τις συμμαχίες του. Στην προσπάθεια αυτήν επιχειρεί να κόψει το άνοιγμα της ΔΗΜΑΡ σε ΠΑΣΟΚογενείς δυνάμεις, αντιτάσσοντας τη συγκρότηση ενός μετώπου αντίστοιχου της ιταλικής «Ελιάς», όπου πολλές δυνάμεις μπορούν να ενταχθούν χωρίς να περάσουν την πόρτα της ΔΗΜΑΡ.
Ο Φώτης Κουβέλης, από την πλευρά του, επιμένει στη λογική της επαναδιαπραγμάτευσης που θα οδηγήσει στην αποδέσμευση των Μνημονίων, παρ’ ότι η διαδικασία αυτή ενταφιάστηκε και επίσημα στις προγραμματικές δηλώσεις. Εκφράζοντας μέσω στελεχών της ΔΗΜΑΡ τη δυσφορία για την απότομη και άκαμπτη προσγείωση στη μνημονιακή πραγματικότητα από τον Γιάννη Στουρνάρα και εμμένοντας ότι η επαναδιαπραγμάτευση θέλει σχέδιο, επιμονή, υπομονή και στρατηγική, το κόμμα του Φ. Κουβέλη επιχειρεί να πείσει ότι αποτελεί την υπεύθυνη Αριστερά που δεν κλείνει τα μάτια της στην πραγματικότητα. Ο ίδιος στην ομιλία του στη Βουλή επιχείρησε να κρατήσει άσβεστο το φως της περίφημης αποδέσμευσης. Στο βάθος του τούνελ – εκτός των σοβαρών αντιρρήσεων, από μικρή είναι η αλήθεια μερίδα στελεχών, για την κυβερνητική εμπλοκή – αναβοσβήνει ο συναγερμός της πλήρους ενσωμάτωσης στα πλοκάμια της εξουσίας. Πολλοί εκτιμούν ότι κινδυνεύει με πλήρη απαξίωση ο όρος «Αριστερά» στο λογότυπο του κόμματος. Στελέχη του κόμματος επισημαίνουν ότι, μπορεί ώς τώρα οι πιρουέτες του Φώτη Κουβέλη να είναι αποτελεσματικές, αλλά η παραμονή του κόμματος στο κυβερνητικό σχήμα με την πλήρη υποταγή στα Μνημόνια κινδυνεύει να καταπιεί το εγχείρημα της κυβερνώσας Αριστεράς. Μέχρι τώρα η ΔΗΜΑΡ μοιάζει να αποκρούει στωικά τις συνεχείς βολές του ΣΥΡΙΖΑ για τη συμμετοχή στην κυβέρνηση, αλλά από τον Σεπτέμβρη τα πράγματα αναμένεται να δυσκολέψουν, γι’ αυτό και ο Φ. Κουβέλης επιχειρεί να κρατήσει ζωντανές τις κόκκινες γραμμές του. Για πόσο; Θα φανεί. Η πρώτη πρόκληση κοντοζυγώνει από τη στάση που θα κρατήσει η ΔΗΜΑΡ στην πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ για επαναφορά συλλογικών συμβάσεων, κατώτατου μισθού και εργασιακών συνθηκών στην περίοδο πριν από το δεύτερο Μνημόνιο.
Έτσι κι αλλιώς, για τους τρεις το πρώτο κρας-τεστ θα είναι οι δημοσκοπήσεις του Σεπτεμβρίου…