Με την υπ' αριθμ. 11/5978/11-3-2005 εγκύκλιο, παρασχέθηκαν διευκρινίσεις για τον τρόπο υπολογισμού, μεταξύ άλλων, εισφορών που καταβάλουν οι ΟΤΑ σε ασφαλιστικά ταμεία, όταν οι εισφορές αυτές προσδιορίζονται ως ποσοστό επί των τακτικών εσόδων τους.
«Τονίσαμε ιδιαίτερα το γεγονός ότι ένα μέρος των τακτικών εσόδων των δήμων είναι πιστώσεις που κατανέμονται σε αυτούς βάσει διάταξης νόμου αποκλειστικά, προκειμένου να αποδοθούν στο σύνολό τους σε άλλα, διάφορα του δήμου ή της κοινότητας νομικά πρόσωπα, τα οποία έχουν αυτοτελή οικονομική διαχείριση (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι πιστώσεις για την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των σχολείων: αυτές εγγράφονται μεν στον προϋπολογισμό του δήμου ως τακτικά έσοδα, εν συνεχεία όμως αποδίδονται υποχρεωτικά και στο σύνολό τους από το δήμο στις σχολικές επιτροπές, οι οποίες έχουν νομική προσωπικότητα διάφορη από αυτή του δήμου)».
Λαμβανομένου υπόψη του χαρακτήρα τέτοιου είδους εσόδων, το υπουργείο Εσωτερικών είχε υπογραμμίσει ότι «καθόσον, ..., οι ανωτέρω πιστώσεις "διέρχονται" από τη διαχείριση εκάστου ΟΤΑ χωρίς στην πραγματικότητα να αυξάνουν τα συνολικά τακτικά του έσοδα, αυτές δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό εξόδων παράστασης, εισφορών ή κάθε είδους λοιπών εκροών, το ύψος των οποίων προσδιορίζεται βάσει των τακτικών εσόδων».
Ανάλογου χαρακτήρα είναι και οι πιστώσεις που κατανέμονται στους δήμους για την κάλυψη της δαπάνης καταβολής προνοιακών επιδομάτων. «Αυτές εγγράφονται μεν στο δημοτικό προϋπολογισμό ως τακτικά έσοδα, σε κωδικό αριθμό (κ.ά.) της κατηγορίας 06 "Έσοδα από επιχορηγήσεις για λειτουργικές δαπάνες", αποδίδονται όμως, υποχρεωτικά και στο σύνολό τους, σε φυσικά πρόσωπα που δικαιούνται τέτοια επιδόματα 1 σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. Έτσι, στον οικείο κ.α. εξόδου του προϋπολογισμού εγγράφεται δαπάνη ίση ακριβώς με το ποσό που εγγράφεται στον προαναφερόμενο κ.ά. Εσόδου».
Κατά συνέπεια, όπως σημειώνεται στην εγκύκλιο, «και τα χορηγούμενα στους δήμους χρηματικά ποσά για την καταβολή προνοιακών επιδομάτων, αποτελούν πιστώσεις που εγγράφονται ως έσοδο και ισόποσο έξοδο στον προϋπολογισμό εκάστου ΟΤΑ, χωρίς στην πραγματικότητα να επαυξάνουν τα συνολικά τακτικά έσοδα του ίδιου, οπότε δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό εισφορών ή λοιπών εκροών, το ύψος των οποίων προσδιορίζεται βάσει των τακτικών εσόδων».